Δευτέρα 7 Μαρτίου 2016

Για τους μαθητές που θα ασχοληθούν με τον Μπρουνελέσκι και τον Αλμπέρτι (αρχιτεκτονική)

Η στέγαση του καθεδρικού της Σάντα Μαρία ντελ Φιόρε µε τρούλο ήταν σπαζοκεφαλιά. Ο Μπρουνελέσκι ήταν αυτός που βρήκε µια λαµπρή και κοµψή λύση Αποτελεί ένα από τα µεγαλύτερα µυστήρια της ιστορίας της τέχνης. Από γενιά σε γενιά, οι καθηγητές εξηγούν στους µαθητές τους πώς χτίστηκε αυτό το αριστούργηµα της αρχιτεκτονικής, ο καθεδρικός ναός της Φλωρεντίας. Οι µαθητές κάνουν ότι καταλαβαίνουν και όταν µε τη σειρά τους γίνονται καθηγητές διδάσκουν την υπερβολικά περίπλοκη αυτή τεχνική σε µαθητές που, και αυτοί µε τη σειρά τους, κάνουν ότι καταλαβαίνουν: έτσι το µυστήριο διαιωνίζεται και η επιστήµη προοδεύει.
Ο τρούλος της Σάντα Μαρία ντελ Φιόρε είναι το έµβληµα της Φλωρεντίας από την εποχή της Αναγέννησης. Ωστόσο, µόνο αναλογιζόµενος κανείς τo ύψος του κτιρίου εσωτερικά µπορεί να καταλάβει σήµερα σε ποιον βαθµό το χτίσιµο του ναού αποτέλεσε επανάσταση στην αρχιτεκτονική της εποχής του. Στη συνέχεια, πρέπει κανείς να ανέβει στο καµπαναριό, που είναι ξεχωριστό από τον ναό και βρίσκεται δίπλα στην πρόσοψη (ολοκληρώθηκε κατά τον 19ο αιώνα), για να θαυµάσει το απόλυτο µεγαλείο αυτού του αριστουργήµατος της αρχιτεκτονικής.
Αυτός που το επινόησε ήταν ο Φιλίπο Μπρουνελέσκι (1377-1446), ένας µικροσκοπικός άνθρωπος µπροστά στις τεράστιες διαστάσεις του εργοταξίου. Οµως νίκησε τους αντιπάλους του αρχιτέκτονες και πέτυχε το ακατόρθωτο γιατί είχε µεγάλο «απόθεµα» λύσεων. ∆εν είχε µία απλή ιδέα αλλά δέκα. Ως άνθρωπος ήταν πρακτικός, δεν έµενε στη θεωρία, αλλά λάµβανε υπόψη του όλες τις παραµέτρους ταυτόχρονα, από τις σκαλωσιές έως την ποιότητα των υλικών που χρησιµοποιούνταν. Και στο µεταξύ, επινόησε πριν από τον Κολόµβο την ιστορία του αυγού για να πείσει τους φλωρεντινούς χρηµατοδότες: ήταν αρκετό να σκεφτεί ότι όταν σπάσεις το αυγό λίγο στην άκρη του, µπορεί να σταθεί στο τραπέζι. Ο Μπρουνελέσκι άλλωστε ήταν ο πρώτος αρχιτέκτονας που κατάλαβε ότι ένα εργοτάξιο πρέπει να συνοδεύεται από αυτό που σήµερα ονοµάζουµε «επικοινωνιακή καµπάνια». Ο Αρνόλφο ντι Κάµπιο, που πέθανε το 1302, έστησε το εργοτάξιο για τον καινούργιο καθεδρικό. Ο Τζιότο σχεδίασε το καµπαναριό. Οι αρχιτέκτονες που τους διαδέχτηκαν δεν είχαν αναρωτηθεί καθόλου για τον τρούλο. Μέσα στη δεκαετία του 1420 είχαν ολοκληρωθεί τα πάντα, συµπεριλαµβανοµένων των τοίχων της βάσης του µελλοντικού τρούλου και κανείς δεν είχε σκεφτεί πώς θα κατάφερναν να την καλύψουν. Ο διαγωνισµός προκηρύχθηκε και αρχιτέκτονες συνέρρεαν από παντού, µε τα πιο τρελά σχέδια: να χτιστεί µια σκαλωσιά και ένα ενδιάµεσο επίπεδο, να τολµήσουν το χτίσιµο µιας µεγάλης κεντρικής κολόνας, να γίνει η κατασκευή από ελαφρόπετρα για να είναι πιο ελαφριά... Αλλοι σκέφτονταν γιγάντια αντιστηρίγµατα ή τεράστιες αντηρίδες. Ολα τα σχέδια απορρίφθηκαν. Η καλύτερη ιδέα ήταν να γεµίσουν τον ναό µε χώµα ανάµεικτο µε νοµίσµατα, να κάνουν κατά κάποιον τρόπο έναν τεράστιο πύργο από άµµο, να κατασκευάσουν τον τρούλο µε βάση αυτό το καλούπι και στη συνέχεια να αναθέσουν σε όλους τους φτωχούς που θα βρίσκονταν εκεί να βγάλουν το χώµα και να κρατήσουν τα χρήµατα. Ο Μπρουνελέσκι έφτιαξε µια µακέτα, ένα µικρό κτίσµα που µπορούσε κανείς να δει µέχρι το 1431. Αρχικά, έπρεπε να χτιστεί ένας κύλινδρος, ο οποίος, διάτρητος από στρογγυλά παράθυρα, θα στήριζε το σύνολο και θα µείωνε την πίεση στους τοίχους. Στη συνέχεια, ο Μπρουνελέσκι ξεφεύγει από τη δοµή του τεθλασµένου, οξυκόρυφου γοτθικού τόξου. Ενώνει τέσσερα σταυρωτά οξυκόρυφα τόξα, λες και η οξυκόρυφη δοµή γυρνούσε γύρω από έναν άξονα. Φαντάζεται για την ανακούφιση του βάρους έναν εσωτερικό και έναν εξωτερικό τρούλο, δύο τρούλους που θα ενώνονταν στη βάση του φανού. Οι ακµές αποτελούν δοµή ικανή να στηριχθεί µόνη της. Ανάµεσα σε αυτές, ο αρχιτέκτονας προέβλεψε διαδρόµους τους οποίους µπορεί κανείς να επισκεφτεί ακόµα και σήµερα. Ενωσε τα πέτρινα τόξα µε σιδερένιες επικασσιτερωµένες ράβδους για να τις σταθεροποιήσει. Για τον εσωτερικό τρούλο προέβλεψε ένα ξύλινο πλαίσιο καλυµµένο από σιδερένιες πλάκες. Ανάµεσα στα τόξα, µε στόχο να δηµιουργήσει τεντωµένες µεµβράνες, όπως οι µύες ανάµεσα στα κόκαλα, τα υλικά πλήρωσης θα γίνονταν όλο και πιο ελαφριά όσο θα υψωνόταν το κτίριο. Θα χρειάζονταν πλίνθοι, σε σχήµα V – ή ψαροκόκαλο –, σύµφωνα µε µια παλαιά αρχή, που θα ανέβαιναν σπειροειδώς και σαν κεραµίδια θα είχαν φορά προς το κέντρο του ναού. Το εντυπωσιακό είναι ότι δεν χρειάστηκε κανένα εξωτερικό ικρίωµα: µια εσωτερική σκαλωσιά, που ψήλωνε µήνα µε τον µήνα παράλληλα µε το εργοτάξιο, ήταν αρκετή για να τοποθετηθούν οι πέτρες και τα τούβλα. Πριν από τον θάνατότου, το 1446, ο Μπρουνελέσκι είχε αρκετό χρόνο για να δηµιουργήσει ένα ακριβές σχέδιο για τον φανό. Σύµφωνα µε την αρχή των γοτθικών ακροσφηνίων, ο φανός πρέπει να ζυγίζει όσο το δυνατόν περισσότερο για να είναι απολύτως σταθερός. Το τελικό ύψος του τρούλου είναι 107 µέτρα και µαζί µε τον φανό είναι 15 µέτρα ψηλότερος. Μια χάλκινη σφαίρα δεσπόζει στο σύνολο. Αυτό το κερασάκι της τούρτας σφυρηλατήθηκε στο εργαστήριο του Βερόκιο. Και ήταν ένα από τα πρώτα έργα στα οποία δούλεψε ένας νέος µαθητευόµενος, ονόµατι Λεονάρντο. Τι ωραίος συµβολισµός: η ιδιοφυΐα της επόµενης περιόδου έβαλε την τελευταία πινελιά διασφαλίζοντας την αιωνόβια αντοχή του κτιρίου που συµβολίζει την πρώιµη αναγέννηση. Και η σφαίρα αυτή, παρά τα χτυπήµατα των κεραυνών που έχει δεχτεί, πάντα συντηρείται και τοποθετείται και πάλι στη θέση της από τους αρχιτέκτονες του καθεδρικού. (Tου Adrien Goetz Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "ΤΑ ΝΕΑ")
Είναι γνωστό ότι ο Αλμπέρτι υπήρξε νόθο τέκνο μιας ισχυρής οικογένειας που είχε εξοριστεί από τη Φλωρεντία για πολιτικούς λόγους: ο Λεόν Μπατίστα γεννιέται πράγματι στη Γένοβα το 1404 και έρχεται για λίγο στη Φλωρεντία, μόλις το 1434. Εν τω μεταξύ έχει ακολουθήσει σπουδές στη Βενετία, στην Πάδουα και στην Μπολόνια, ενώ στη Ρώμη, όπου θα περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του και θα πεθάνει (το 1472), θα εκτελέσει μεγάλο αριθμό εκκλησιαστικών έργων υπό τον ουμανιστή Πάπα Νiccolς V, αλλά κυρίως θα έχει την ευκαιρία να κάνει κάτι ιδιαιτέρως σημαντικό: να αναπτύξει με συστηματικό τρόπο τα αρχαιολογικά του ενδιαφέροντα και τις σχέσεις με τον κλασικισμό της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής, εμβαθύνοντας μεταξύ άλλων σε μνημεία παραδειγματικά όπως το Πάνθεον. Εδώ έχει τη βάση της η νέα θεώρηση του «κλασικού» που επιχειρείται από τον Αλμπέρτι στο πλαίσιο μιας ουμανιστικής θεώρησης του κόσμου και της ιστορίας· πρόκειται για μια θεώρηση που βρίσκει εκφραστικές διόδους σε αριστουργήματα όπως ο ναός του Μαλατέστα στο Ρίμινι ή εκείνος του Αγίου Ανδρέα στη Μάντουα. Στη Ρώμη επίσης ο Λεόν Μπατίστα ολοκληρώνει το 1450 τον χειρόγραφο κώδικα Περί αρχιτεκτονικής (De re aedificatoria) που θα τυπωθεί στη Φλωρεντία το 1485 με πρωτοβουλία του Λαυρέντιου των Μεδίκων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η απουσία αρχιτεκτονικών σχεδίων από αυτή την πραγματεία ερμηνεύτηκε ενίοτε, αρχίζοντας από τον ίδιο τον Βαζάρι, ως έκφραση ενός διανοουμενίστικου σνομπισμού, της απουσίας δηλαδή ενδιαφέροντος για τα πρακτικά ζητήματα, για τη «σκόνη του εργοταξίου». Ο Αλμπέρτι, εν τούτοις, όχι μόνο αποφεύγει με αυτόν τον τρόπο τα σχεδιαστικά λάθη που θα διέλαθαν στα πολλαπλά χειρόγραφα αντίτυπα της εποχής, αλλά επίσης υποχρεώνει τους αναγνώστες-μαθητές να επιδοθούν στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό με αυτόνομη δημιουργική έφεση στη βάση των ακριβέστατων γραπτών περιγραφών και υποδείξεων αυτού του θεμελιώδους συγγράμματος για την ιστορία και τη θεωρία της αρχιτεκτονικής. Ο Αλμπέρτι λοιπόν, δημιουργός με πολλαπλά ενδιαφέροντα, από τη φυσική και τα μαθηματικά ως την ποίηση, τη μουσική, τη ζωγραφική και τη γλυπτική. Κυρίως όμως αρχιτέκτων, ένα επάγγελμα που ο ίδιος θεωρούσε το πιο σπουδαίο, το πιο φιλοσοφικό και από την ίδια τη φιλοσοφία. Με αφορμή τα 600 χρόνια από τη γέννησή του, η καθοριστική επιρροή του στον πολιτισμό της Αναγέννησης επιδιώχτηκε να καταγραφεί σε μια σειρά από εξειδικευμένες εκθεσιακές και συνεδριακές εκδηλώσεις σε διάφορες ιταλικές πόλεις. Σε αυτές επεδίωξε να αντιπαρατεθεί, με λίγη καθυστέρηση, η πιο «εκλαϊκευμένη» και εν τούτοις πρωτότυπη έκθεση για τον Αλμπέρτι και τη Φλωρεντία του 15ου αιώνα. Το μεγάλο αυτό εκθεσιακό γεγονός γνώρισε μια προβολή αντίστοιχης σημασίας (υπολογίζεται ότι το 10% περίπου του συνολικού κόστους της έκθεσης, δηλαδή 200.000 ευρώ, διατέθηκαν από τον κύριο τραπεζικό χορηγό αποκλειστικά για τη διαφήμιση). Ο Αλμπέρτι δεν υλοποίησε στη Φλωρεντία παρά τρία - τέσσερα έργα εξαιρετικής ωστόσο σημασίας: το μέγαρο του Giovanni Rucellai, βασικού εργοδότη του Αλμπέρτι, μια αναπαραγωγή του Παναγίου Τάφου της Ιερουσαλήμ στο παρεκκλήσι της οικογένειας Rucellai, την όψη της γοτθικής εκκλησίας της Santa Maria Novella και τον κεντρικό θόλο (tribuna) της εκκλησίας της Santissima Annunziata. H έκθεση ωστόσο διαμορφώνεται ουσιαστικά γύρω από τις αισθητικές θεωρίες του Αλμπέρτι και την πρόσληψή τους στην τέχνη των φλωρεντινών συγχρόνων του, αλλά και το αντίστροφο: την υποδοχή, από τον Αλμπέρτι, των αντιλήψεων των «ντόπιων» Μπρουνελέσκι, Ντονατέλο, Γκιλμπέρτι, Μαζάτσιο ή τη σημασία που είχε γι' αυτόν η επαφή με τους λόγιους, Δυτικούς και Βυζαντινούς, στη φλωρεντινή Σύνοδο των Εκκλησιών του 1439.