Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2016

Τα πολιτικοκοινωνικά γεγονότα μεταξύ των 12ου και 15ου μ.Χ. αιώνων.

Οι Σταυροφορίες ήσαν στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά της Μέσης Ανατολής με την επιδοκιμασία της Λατινικής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας κατά τον Μέσο και Ύστερο Μεσαίωνα. Το 1095 ο Πάπας Ουρβανός Β΄ κήρυξε την Α΄ Σταυροφορία με δηλωμένο στόχο και πρόσχημα την αποκατάσταση της πρόσβασης των Χριστιανών στους Άγιους Τόπους, μέσα και γύρω από την Ιερουσαλήμ. Μερικοί ιστορικοί βλέπουν τις Σταυροφορίες ως τμήμα ενός αμυντικού πολέμου εναντίον της επέκτασης του Ισλάμ στην Εγγύς Ανατολή, άλλοι ως τμήμα μιας μακροχρόνιας σύγκρουσης στα σύνορα της Ευρώπης και άλλοι ως επιθετικές απόπειρες, υπό την ηγεσία του πάπα, επέκτασης της Δυτικής Χριστιανοσύνης. Οι σταυροφορίες προσείλκυσαν άνδρες και γυναίκες όλων των τάξεων. Οι μεγάλες ανθρώπινες απώλειες που τις συνόδευσαν αποδόθηκε κυρίως στην αταξία, μια επιδημία ερυσιβώδους όλυρας και στην οικονομική δυσπραγία.
Η ερυσιβώδης όλυρα (ergot) είναι μια ασθένεια των δημητριακών. 'Ετσι ονομάζεται το σκληρώτιο του μύκητα Clavicep purpurea, που αναπτύσσεται παρασιτικά στη σίκαλη και σε μικρότερο βαθμό σε άλλα δημητριακά και άγρια χόρτα. Αναπτύσσεται κυρίως όταν επικρατεί υγρασία. Ο μύκητας (ένας ασκομύκητας) σχηματίζει σκουρόχρωμα γαμψά στελέχη, τα σκληρώτια (sclerotia) μήκους 2 έως 20 mm,ανάλογα με το είδος του ξενιστή. Ο μύκητας αυτός έχει μια ενδιαφέρουσα ιστορία.Εικάζεται ότι οι παραισθησιογόνες ιδιότητες του μύκητα εμπλέκονται στα Ελευσίνια μυστήρια, εδώ και 4.000 περίπου χρόνια, ενώ υπάρχουν Κινεζικές γραπτές μαρτυρίες του 1100 π.Χ., αφού από τότε γινόταν χρήση του μύκητα στη μαιευτική.Αναφορές στις τοξικές ιδιότητες των "χαλασμένων" δημητριακών βρίσκονται σε πολλές άλλες πηγές της αρχαιότητας, ακόμη και στην Παλαιά Διαθήκη.Για πρώτη φορά κατά τις αρχές του Μεσαίωνα αναφέρθηκε μια παράξενη επιδημία που προσέβαλε χιλιάδες άτομα. Συνέβη στην Ακουιτάνια (Aquitane) της Γαλλίας το 944-945 μ.Χ. και στοίχισε τη ζωή περίπου 20 χιλιάδων ατόμων (ο μισός πληθυσμός της περιοχής). Η ασθένεια αυτή, γνωστή πλέον ως εργοτισμός, εκδηλωνόταν με δύο τρόπους:(α) Με εμετούς, κεφαλαλγίες, ρινορραγίες, γαγγραινώδεις εξελκώσεις συμπτώματα παρόμοια με εκείνα της λέπρας (ergotismus gangraenosus) και (β) με σπασμούς, επιληπτικές κρίσεις, παραισθήσεις (ergotismus convulsivus).Στη γαγγραινώδη μορφή της ασθένειας είχαν δοθεί διάφορες λαϊκές ονομασίες, από τις οποίες η γνωστότερη είναι το "φωτιά του Αγίου Αντωνίου" (St. Antony's fire). Η ονομασία αυτή οφείλεται στο αίσθημα του καψίματος στα άκρα, που νιώθουν οι ασθενείς και στο ότι κατά τον μεσαίωνα οι μοναχοί του Τάγματος του Αγίου Αντωνίου είχαν "ειδικευθεί" κατά κάποιο τρόπο στη νοσηλεία των ασθενών, χρησιμοποιώντας κατάλληλα καταπραϋντικά και εκχυλίσματα βοτάνων που διεγείρουν την κυκλοφορία του αίματος.Κατά τον 17ο αιώνα διαπιστώθηκε ότι η αιτία της δηλητηρίασης ήταν τα δημητριακά που είχαν προσβληθεί από ερυσιβώδη όλυρα. Η αναγνώριση του αίτιου της ασθένειας συνέβαλε στην ουσιαστική εξάλειψή της. Η τελευταία μεγάλη επιδημία εργοτισμού συνέβη σε ορισμένες περιοχές της Νότιας Ρωσίας κατά τα έτη 1926-27. Περιστατικά ομαδικών δηλητηριάσεων από εργοτισμό συμβαίνουν ακόμη στις πολύ φτωχές χώρες.
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν ανίκανη να ανακαταλάβει τα εδάφη που έχασε κατά τις αρχικές Μουσουλμανικές κατακτήσεις, υπό τους επεκτατικούς χαλίφες των Ρασιντούν και των Ομεϋαδών κατά τους Αραβοβυζαντινούς και τους Βυζαντινοσελτζουκικούς Πολέμους. Οι κατακτήσεις αυτές κατέληξαν στην απώλεια εύφορων γεωργικών εκτάσεων και τεράστιων βοσκοτοπιών στη Μικρά Ασία. Το 1071, μετά από συντριπτική νίκη των επιτιθέμενων στρατιών των Σελτζούκων Τούρκων στη Μάχη του Μαντζικέρτ, ο Ουρβανός Β΄ επεδίωξε να επανενώσει τη Χριστιανική εκκλησία υπό την ηγεσία του, παρέχοντας στον Αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ στρατιωτική υποστήριξη.
Μέχρι το τέλος του 11ου αιώνα, η Δυτική Ευρώπη είχε ισχυροποιηθεί έναντι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και της Ισλαμικής Αυτοκρατορίας της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Το Βυζάντιο ήδη έχανε σημαντικό έδαφος με την εισβολή των Σελτζούκων Τούρκων, οι οποίοι νίκησαν το Βυζαντινό στρατό στη μάχη του Μαντζικέρτ το 1071. Οι Σελτζούκοι Τούρκοι είχαν αναλάβει τον έλεγχο σχεδόν όλης της Μικράς Ασίας επιφέροντας έτσι τεράστιο πλήγμα στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ενώ και η ίδια η Ανατολική Ρωμαϊκή (Βυζαντινή) Αυτοκρατορία παράλληλα ταλαιπωρούταν από συχνούς εμφυλίους πολέμους.Στον χάρτη βλέπουμε τη δυναστεία των Σελτζούκων κατά τον ενδέκατο αιώνα:
Μετά από χρόνια χάους και εμφυλίου πολέμου την γενική αρχηγία του Βυζαντινού θρόνου κατέλαβε το 1081 ο Αλέξιος Κομνηνός, γνωστός στην ιστορία ως Αυτοκράτορας Αλέξιος Α'. H αυτοκρατορία του ήταν τό μεγαλύτερο κράτος του τότε γνωστού κόσμου καί οι επαρχίες της εκτείνονταν από τήν Καππαδοκία καί τον Πόντο, μέχρι τή Σικελία καί τήν Απουλία καί από τήν Κύπρο καί τήν Κρήτη μέχρι τή Μακεδονία καί τήν Κριμαία.Ως αυτοκρατορία που ήταν, δέν ήταν δυνατόν ν' αποτελείται αμιγώς από μία εθνότητα, αλλά ήταν κυρίως Έλληνες (Ρωμιοί). Ακολουθούσαν οι Αρμένιοι, οι Γεωργιανοί, οι Σύριοι, οι Σλάβοι, οι Αλβανοί, οι ενταγμένοι Άραβες κ.ά.. Οι ίδιοι αποκαλούσαν τούς εαυτούς τους "Ρωμαίους", γιά νά κρατήσουν τήν αίγλη καί τή δόξα πού τούς είχε κληρονομήσει η περίφημη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ομοίως ο Γερμανός αυτοκράτωρ Όθων ο Α', όταν δημιούργησε τό κράτος του, το ονόμασε "Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία", γιατί ο τίτλος του "ρωμαίου αυτοκράτορα" σήμαινε θέση ανώτερη από τούς υπόλοιπους Φράγκους βασιλείς. Οι Φράγκοι όμως, τούς Βυζαντινούς τούς αποκαλούσαν "Γραικούς", (Graeci) όπως επί παραδείγματι, τούς αποκάλεσε καί ο Λιουτπράνδος, επίσκοπος Κρεμώνας, ο οποίος είχε επισκεφθεί τον Νικηφόρο Φωκά, τό 968.
Το 1095 ο Αλέξιος έστειλε απεσταλμένους στον Πάπα Ουρβανό τον Δεύτερο, ζητώντας του υποστήριξη με μισθοφορικά στρατεύματα από τη Δύση. Αν και οι σχέσεις μεταξύ Χριστιανών στην Ανατολή και τη Δύση ήταν τεταμένες για μεγάλο διάστημα, το αίτημα του Αλέξιου ήρθε σε μια στιγμή όπου η κατάσταση έδειχνε ότι βελτιωνόταν. Τον Νοέμβριο του 1095, στο Συμβούλιο της Κλερμόντ στη νότια Γαλλία, ο Πάπας κάλεσε τους Δυτικούς Χριστιανούς να πάρουν τα όπλα, προκειμένου να βοηθήσουν τους Βυζαντινούς στην ανακατάληψη των Αγίων Τόπων από τον μουσουλμανικό έλεγχο. Στις 27 Νοεμβρίου μίλησε για πρώτη φορά για τα προβλήματα των Χριστιανών στην Ανατολή μπροστά σε ένα τεράστιο κοινό, με την συνεχή επανάληψη της φράσης "Ο Θεός το θέλει", και παροτρύνε τους Χριστιανούς της Δύσης σε πόλεμο κατά των Μουσουλμάνων, που είχαν καταλάβει τους Αγίους Τόπους, κάτι που ήταν πολύ διαφορετικό από ότι του είχε ζητήσει ο Αυτοκράτορας Αλέξιος, ενώ παράλληλε σχεδίαζε να «πείσει» με την δύναμη αυτή και τους Ορθοδόξους να «ενωθούν οικειοθελώς» υπό την εξουσία του όταν τελείωνε με τους Μουσουλμάνους σαν «ανταμοιβή» για τις υπηρεσίες του και έχοντας τον Σταυροφορικό στρατό ως μέσον εκφοβισμού, εκβιασμού και απειλών έναντι των Ορθοδόξων αλλά και των μουσουλμάνων. Θεωρητικά αυτή η πολεμοχαρής τακτική υποστηριζόταν: για παράδειγμα, ο Άγιος Αυγουστίνος είχε υποστηρίξει ότι μπορούσαν να διεξάγονται πόλεμοι κατ' εντολή του Θεού. Ο κώδικας της ιπποσύνης που αναπτυσσόταν, υποστηριζόμενος από τα λαϊκά έπη, παρείχε γόητρο στον στρατιωτικό ήρωα. Η Παπική Εκκλησία επιζήτησε να κατευθύνει την πολεμοχαρή ενεργητικότητα σε δρόμους που θα εξυπηρετούσαν τα δικά της συμφέροντα. Ο ιερός πόλεμος, δηλαδή ο πόλεμος για τα συμφέροντα της Εκκλησίας, έγινε επιτρεπτός και μάλιστα επιθυμητός. Ο πάπας Λέων ο IV, κατά τα μέσα του ένατου αιώνα, διακήρυξε ότι οποιοσδήποτε πέθαινε στη μάχη υπερασπιζόμενος την Εκκλησία θα είχε ουράνια ανταμοιβή. Ο πάπας Ιωάννης VIII, λίγα χρόνια αργότερα, τοποθετούσε τα θύματα ενός ιερού πολέμου μαζί με τους μάρτυρες, αν πέθαιναν ένοπλοι στη μάχη οι αμαρτίες τους ήσαν συγχωρημένες.
Ο Πάπας συνάντησε μεγάλη ανταπόκριση, τόσο από τα χαμηλότερα στρώματα της στρατιωτικής ελίτ (που θα διαμόρφωνε μια νέα τάξη ιπποτών), όσο και από απλούς πολίτες που ήταν αποφασισμένοι να φορέσουν τη στολή με τον κόκκινο σταυρό. Οι πιο γνωστές Σταυροφορίες στην ιστορία είναι οι εξής: Η Α' Σταυροφορία, η Σταυροφορία του λαού, η Γερμανική Σταυροφορία του 1096, η Σταυροφορία του 1101, η Β' Σταυροφορία, η Γ' Σταυροφορία, η Δ' Σταυροφορία, η Σταυροφορία των Αλβιγηνών, η Σταυροφορία των παιδιών, η Ε' Σταυροφορία, η ΣΤ' Σταυροφορία, η Ζ' Σταυροφορία, η Σταυροφορία των βοσκών, η Η' Σταυροφορία, η Θ' Σταυροφορία, η Σταυροφορία της Αραγωνίας, η Σταυροφορία της Αλεξάνδρειας, η Σταυροφορία της Νικόπολης, η Σταυροφορία των Χουσσιτών, η Σταυροφορία της Βάρνας καθώς και οι Βόρειες Σταυροφορίες. Στην εικόνα, ο Μπερνάρ ντε Κλαιρβώ
Η πρώτη ανεπίσημη Σταυροφορία του Πάπα πραγματοποιήθηκε το 1066 στην Μεγάλη Βρετανία, όταν ο καθολικός δούκας της Νορμανδίας Γουλιέλμος, γνωστός ως κατακτητής, φέροντας το λάβαρο, την υποστήριξη και την ευλογία του Πάπα, εισέβαλε και κατέκτησε την Ορθόδοξη και μη υποταγμένη στην Παπική εξουσία Σαξονική Βρετανία του βασιλιά Χάρολντ, με την δικαιολογία ότι ήταν ο «νόμιμος» διάδοχος του θρόνου και θα έφερνε «κάθαρση» στην χώρα από τους Ορθόδοξους «αιρετικούς», σηματοδοτώντας έτσι την έναρξη των ιερών πολέμων της Δύσης με πρώτο στόχο την Ορθοδοξία, 29 ολόκληρα χρόνια πριν την πρώτη «επίσημη» Σταυροφορία.
Η έκκληση του Ουρβανού Β' για την ευρωπαϊκή επιστράτευση του 1095, έφτανε στην ώρα της, διότι την ώρα που ο Ουρβανός όρθωνε την Ευρώπη ενάντια στην Ασία, ο Σελτζουκίδης σουλτάνος Μελίκ-Σαχ μόλις είχε πεθάνει, και η αυτοκρατορία του είχε μοιραστεί ανάμεσα στους γιούς καί στους ανιψιούς του. Οι γιοι του Μεγάλου Σουλτάνου δεν είχαν διατηρήσει παρά την Περσία. Οι ανιψιοί του είχαν γίνει βασιλιάδες της Συρίας, ο πρώτος στο Χαλέπι, ο δεύτερος στη Δαμασκό. Η Μικρά Ασία τέλος, από τη Νίκαια ως το Ικόνιο, αποτελούσε, κάτω από ένα νεότερο Σελτζουκίδη, ένα τέταρτο τουρκικό βασίλειο. Όλοι αυτοί οι ηγεμόνες, μέ όλη τους τη συγγένεια, ήταν τόσο διαιρεμένοι που δεν μπορούσαν να συνασπιστούν ενάντια σέ έναν εξωτερικό κίνδυνο. Ετσι ο Ουρβανός πέρασε στήν Ιστορία αφού μέ τήν ιδέα του, το τουρκικό Ισλάμ πού είχε διώξει σχεδόν ολότελα τους Έλληνες από την Ασία καί ετοιμαζόταν να περάσει στην Ευρώπη, θά δέχονταν ένα αποφασιστικό κτύπημα. Δέκα χρόνια αργότερα, όχι μονάχα η Κωνσταντινούπολη θα έχει απαλλαγεί από την πίεση, όχι μονάχα η μισή Μικρά Ασία θα έχει αποδοθεί στον Ελληνισμό, αλλά και η παραθαλάσσια Συρία και η Παλαιστίνη θα έχουν γίνει φράγκικες αποικίες. Η καταστροφή του 1453, που επικρεμόταν από τα 1090 κιόλας, θα καθυστερήσει έτσι τρείς αιώνες. Κι όλα αυτά θα είναι το ηθελημένο και συνειδητό έργο του Ουρβανού Β'. Με μια χειρονομία του Μεγάλου Πάπα, έκλεισε ο δρόμος του ποταμού, και η φορά του πεπρωμένου σταμάτησε γυρίζοντας απότομα προς τα πίσω.
Μην μπορώντας να εγκαταλείψει τη Ρώμη, ο πάπας σκέφτηκε για οδηγό της εκστρατείας έναν ιερωμένο, που έχοντας πάει σαν προσκυνητής στους Αγίους Τόπους, γνώριζε καλά τα πράγματα της Ανατολής, τον επίσκοπο Αντεμάρ του Μοντέιγ (Adhemar de Monteil).
Λαμπρή εκλογή, γιατί, καθώς θα δούμε, η μεγάλη σοφία του Αντεμάρ επρόκειτο να διατηρήσει την απαραίτητη συνοχή ανάμεσα σε τόσους ταραχοποιούς φεουδάρχες. Ο πρώτος από αυτούς που ζήτησε να μετάσχει στην εκστρατεία ήταν ο κόμης της Τουλούζης Ραϋμόνδος (Raymond de Toulouse).
Ο Ραϋμόνδος, με την ευσέβειά του και το σεβασμό του απέναντι στις εκκλησιαστικές αρχές, ανταποκρίθηκε με ζήλο στην πρόσκληση του ποντίφικα. Ακολούθησαν οι Νορμανδοί τυχοδιώκτες πού είχαν αποσπάσει τήν Κάτω Ιταλία από τούς Βυζαντινούς. Μάλιστα ο Νορμανδός αρχηγός τους Ροβέρτος Γυϊσκάρδος (Robert Guiscard), είχε κατορθώσει να εκδιώξει καί τους μουσουλμάνους Αραβες από το Palermo (Πάνορμος).
Οι Νορμανδοί λοιπόν αντιπροσώπευαν εδώ την πρωτοπορία της λατινοσύνης, τόσο ενάντια στον άπιστο όσο και στον Έλληνα αιρετικό καί ο Ουρβανός μέ χαρά είδε τόν γιό του Γυϊσκάρδου, Βοημούνδο (Bohemond) νά ράβει τόν κόκκινο σταυρό στά στρατιωτικά του ρούχα.
Ο Ουρβανός Β' είχε στην Ιταλία άλλους έτοιμους υποστηριχτές: την Πίζα και τη Γένουα. Η ζωή αυτών των δυο ναυτικών πόλεων ήταν, εδώ και δυο αιώνες, ένας καθημερινός αγώνας ενάντια στους αραβικούς στόλους. Η Πίζα είχε λεηλατηθεί δυο φορές, από Αραβες κουρσάρους. Με τη βοήθεια των Γενουήσιων, οι κάτοικοι της Πίζας είχαν σώσει τήν πόλη τους. Θα δούμε τι αποφασιστική υποστήριξη που θα προσφέρουν οι στόλοι της Πίζας, της Γένουας και της Βενετίας στη Σταυροφορία, εφοδιάζοντας τους στρατούς της, στις ακτές της Συρίας και βοηθώντας την να καταχτήσει τα λιμάνια. Αλλά ο συγκλονισμός που προκάλεσε το κήρυγμα της Σταυροφορίας, ξεπέρασε τίς προσδοκίες του Αρχηγού της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Στη Βόρεια Γαλλία, ορκίστηκε στό Σταυρό ο κόμης του Βερμαντουά Ούγος ο Μέγας (Hugh de Vermandois), αδερφός του βασιλιά της Γαλλίας Φιλίππου Α'.
Eπίσης, στον Σταυρό ορκίστηκε ο δούκας της Νορμανδίας Ροβέρτος Κουρτ - Χεζ (Robert de Normandie), γιος του Γουλιέλμου του Κατακτητή.
Τέλος, εξέχουσα μορφή σταυροφόρου υπήρξε και ο κόμης της Φλάνδρας Ροβέρτος Β' (Robert II of Flanders).
Ακολούθησε ο δούκας της Κάτω Λωραίνης, Γοδεφρείδος του Μπουγιόν (Godfrey de Bouillon), και ο αδερφός του, Βαλδουίνος της Βουλώνης (Baldwin). Ο αριθμός των σταυροφόρων σύντομα αυξήθηκε τόσο πολύ που αναγκάστηκαν να οργανωθούν σε τέσσερις ξέχωρες στρατιές, κατά τοπικές ομάδες. Εξάλλου, ο ενθουσιασμός των μαζών επρόκειτο να προκαλέσει ανάμεσά τους μιαν απειθάρχητη εξόρμηση, και πολύ πριν ετοιμαστούν ταχτικά στρατεύματα, να εξακοντίσει προς την Κωνσταντινούπολη μια λαϊκή σταυροφορία, που θα μείνει συνδεμένη με τό όνομα του Πέτρου του Ερημίτη (Pierre l'Ermite) καί του Ουαλτέρου του ακτήμονος (Gautier-sans-Avoir). Στην εικόνα, ο Κόνραντ ο Τρίτος ο Μομφερατικός
Ο Πέτρος ο Ερημίτης ήταν ένας ηλικιωμένος άνθρωπος που είχε γεννηθεί στην Αμιένη. Είχε επιχειρήσει να κάνει το προσκύνημα στην Ιερουσαλήμ λίγα χρόνια πρωτύτερα, αλλά είχε υποστεί κακομεταχείριση από τους Τούρκους και αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω. Ήταν κοντός μελαχρινός με μακρύ αγένειο πρόσωπο, που έμοιαζε τρομερά με τον γάιδαρο που πάντοτε καβαλούσε και που οι άνθρωποι σέβονταν σχεδόν τόσο όσο και αυτόν τον ίδιο. Πήγαινε ξυπόλυτος και τα ρούχα του ήσαν πάντα βρώμικα. Δεν έτρωγε ψωμί ούτε κρέας, αλλά ψάρια και έπινε κρασί. Παρά την ευτελή εμφάνισή του είχε τη δύναμη να παρασύρει ανθρώπους. Ξεκίνησε από τή Γαλλία καί όταν έφθασε στην Κολωνία η ακολουθία του υπολογίσθηκε σε 15.000 άτομα, και πολλοί ενώθηκαν μαζί του στη Γερμανία.
Το 1096 η βυζαντινή Αυτοκρατορία απολάμβανε επί μερικούς μήνες ένα σπάνιο ενδιάμεσο αναπαύσεως. Ο αυτοκράτωρ είχε πρόσφατα νικήσει μια εισβολή Κουμάνων στα Βαλκάνια. Στη Μικρά Ασία, χάρη στους εμφυλίους πολέμους, που είχε ενθαρρύνει η βυζαντινή διπλωματία, η σελτζουκική αυτοκρατορία είχε αρχίσει νά αποσυντίθεται. Ο Αλέξιος ήλπιζε νά αναλάβει σύντομα επιθετική ενέργεια εναντίον της, αλλά ήθελε να διαλέξει αυτός τον κατάλληλο καιρό. Χρειαζόταν ακόμη ένα χρονικό διάστημα για να πάρει αναπνοή, κατά το οποίο θα μπορούσε νά αναδιοργανώσει τα καταπονημένα μέσα του. Η Αννα Κομνηνή στήν «Αλεξιάδα» περιγράφει τίς ανησυχίες του πατέρα της σχετικά μέ τήν επικείμενη άφιξη των Φράγκων πολεμιστών τούς οποίους τούς θεωρούσαν λιγότερο ως συμμάχους καί περισσότερο ως απειλή γιά τήν ασφάλεια της «Οικουμένης», όπως έλεγαν τότε τό βυζαντινό κράτος: «Ούτω δέ μικρόν εαυτόν αναπαύσας λογοποιουμένην ηκηκόει απείρων φραγκικών στρατευμάτων επέλευσιν. Εδεδίει μέν ούν τήν τούτην έφοδον γνωρίσας αυτών τό ακατάσχετον της ορμής. τό της γνώμης άστατον καί ευάγωγον καί τάλλα οπόσα η των Κελτών φύσις ως ιδία ή παρακολουθήματα τινα έχει διά παντός καί όπως επί χρή μασι κεχηνότες αεί διά τήν τυχούσαν αιτίαν τάς σφων συνθήκας ευκόλως ανατρέποντες φαίνονται...»
Ο αυτοκράτωρ Αλέξιος άρχισε με ηρεμία να κάνει τις προετοιμασίες του. Οι φραγκικές στρατιές θα έπρεπε να τραφούν όταν θα διέσχιζαν την αυτοκρατορία και έπρεπε να ληφθούν μέτρα να τους εμποδίσουν να λεηλατήσουν τη χώρα και να ληστέψουν τους κατοίκους. Συσσωρεύτηκαν αποθέματα από τρόφιμα σε κάθε μεγάλο κέντρο από το οποίο θα περνούσαν και είχε ορισθεί μια αστυνομική δύναμη που θα συναντούσε κάθε απόσπασμα όταν θα έμπαινε στα σύνορα της αυτοκρατορίας και θα το συνόδευε ως την Κωνσταντινούπολη. Υπήρχαν δύο μεγάλοι δρόμοι που διέσχιζαν τη Βαλκανική Χερσόνησο, ο βόρειος δρόμος που περνούσε τα σύνορα στο Βελιγράδι και κατευθυνόταν νοτιο-ανατολικά δια της Ναϊσού, της Σόφιας της Φιλιππουπόλεως και της Αδριανουπόλεως, μέχρι τήν πρωτεύουσα και η Εγνατία οδός, πού ξεκινούσε από το Δυρράχιο καί δια της Αχρίδος, της Εδέσσης, της Θεσσαλονίκης και κατόπιν της Μοσυνουπόλεως και της Σηλυβρίας τερμάτιζε στην Κωνσταντινούπολη. Εν'όψει της καταστάσεως αυτής, ο Ελληνας αυτοκράτορας έστειλε πρώτα εφόδια στο Δυρράχιο και στις ενδιάμεσες πόλεις. Ο διοικητής του Δυρραχίου καί ανιψιός του Ιωάννης Κομνηνός, πήρε την εντολή να υποδεχθεί με εγκαρδιότητα τους Φράγκους αρχηγούς αλλά να φροντίσει ώστε αυτοί και τα στρατεύματά τους να επιβλέπονται συνεχώς από τη στρατιωτική αστυνομία.
Ανώτεροι αξιωματούχοι επρόκειτο να σταλούν από την Κωνσταντινούπολη για να χαιρετήσουν τον κάθε αρχηγό με τη σειρά του. Στο μεταξύ ο ναύαρχος Νικόλαος Μαυροκατακαλών βγήκε με ένα στολίσκο στην Αδριατική για να επιτηρεί την ακτή και να δώσει ειδοποίηση για την προσέγγιση των φραγκικών μεταγωγικών. Ο ίδιος ο αυτοκράτωρ έμεινε στην Κωνσταντινούπολη, περιμένοντας νέες ειδήσεις. Ξέροντας ότι ο πάπας είχε ορίσει την 15η Αυγούστου ως την ημερομηνία που θα ξεκινούσε η εκστρατεία δε βιαζόταν για τις προετοιμασίες, οπότε, ξαφνικά, κατά τα τέλη Μαΐου του 1096, έφθασε ένας μαντατοφόρος από το βορρά για να του πει ότι ο πρώτος φραγκικός στρατός είχε κατέβει δια μέσου της Ουγγαρίας και είχε μπει στο έδαφος της αυτοκρατορίας στο Βελιγράδι. Ο στρατιωτικός διοικητής του Βελιγραδίου Νικήτας αιφνιδιάστηκε από τό μεγάλο πλήθος των οπαδών του Πέτρου του Ερημίτη καί του Ουαλτέρου του Ακτήμονος.
Οι ανοργάνωτοι σταυροφόροι είχαν καταφύγει στήν λαφυραγωγία καί στήν ληστεία των χωριών της υπαίθρου καί ήρθαν σέ σύγκρουση μέ τούς Πετσενέγους μισθοφόρους πού τούς συνόδευαν στήν πορεία τους. Οι Σταυροφόροι έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη την 1η Αυγούστου 1096. Σύμφωνα μέ τήν «Αλεξιάδα», ο Αλέξιος κάλεσε τον Πέτρο σε ακρόαση στην αυλή, όπου του δόθηκαν χρήματα και συμβουλές. Ο αυτοκράτορας βλέποντας τον συρφετό, συμβούλεψε τόν Πέτρο να μην περάσει στην απέναντι ακτή, διότι ο χαμός τους ήταν σίγουρος.
Ενα χρονικό της Δύσης όμως τό «Gesta Francorum», παρουσιάζει τήν εκδοχή ότι μόλις οι Λατίνοι άρχισαν νά λεηλατούν τά προάστεια της "Constantinopolim" ο "imperator Alexius" τούς διεκπεραίωσε άρον-άρον στήν απέναντι ακτή του Βοσπόρου. Από την ασιατική ακτή προχώρησαν με μεγάλη αταξία, λεηλατώντας σπίτια και εκκλησίες κατά μήκος της ακτής της Προποντίδας, μέχρι τη Νικομήδεια, η οποία είχε εγκαταλειφθεί από τούς Ελληνες μετά την καταστροφή της από τους Τούρκους. Επειτα προχώρησαν προφυλακτικά σε εδάφη που κατείχαν οι Τούρκοι, αρπάζοντας τις συγκομιδές και ληστεύοντας τους χωρικούς που ήσαν όλοι Ελληνες. Στα μέσα Σεπτεμβρίου πολλές χιλιάδες από τους Φράγκους ξεθαρρεύτηκαν καί προχώρησαν ως τις πύλες της Νίκαιας, της πρωτεύουσας του Σελτζούκου σουλτάνου Kilidj Arslan Ibn-Σουλεϊμάν. Λεηλάτησαν τα χωριά στα προάστια, έπιασαν τις αγέλες και τα κοπάδια που βρήκαν και βασάνισαν και έσφαξαν τους χριστιανούς κατοίκους, με φρικώδη αγριότητα.
Τoν Οκτώβριο κυκλοφόρησε η φήμη ότι οι Τούρκοι πλησίαζαν με πολλές δυνάμεις προς τό χωριό Κιβωτό, πού είχαν οχυρώσει οι Γάλλοι καί Γερμανοί Σταυροφόροι. Στις 21 Οκτωβρίου τα χαράματα, ολόκληρος ο στρατός των Σταυροφόρων, που αριθμούσε 20000 άνδρες, βγήκε από την Κιβωτό, αφήνοντας πίσω του μόνο γέρους, γυναίκες και παιδιά καθώς και τους άρρωστους. Τρία μονάχα μίλια από το στρατόπεδο, εκεί όπου ο δρόμος προς τη Νίκαια έμπαινε σε μία στενή, δασωμένη κοιλάδα, κοντά σέ ένα χωριό με το όνομα Δράκων, οι Τούρκοι είχαν στήσει ενέδρα. Οι σταυροφόροι βάδιζαν με θόρυβο και αταξία, με τους ιππότες καβάλα επικεφαλής των. Ξαφνικά μια βροχή από βέλη μέσα από το δάσος σκότωσε ή τραυμάτισε τα άλογα και ενώ αυτά έριχναν τους αναβάτες τους και προκαλούσαν σύγχυση, οι Τούρκοι έκαναν επίθεση. Το ιππικό, κυνηγημένο από τους Τούρκους, έκανε πίσω και έπεσε απάνω στο πεζικό. Πολλοί από τους ιππότες πολέμησαν γενναία, αλλά δεν μπορούσαν να σταματήσουν τον πανικό που κατέλαβε το στρατό. Μέσα σε λίγα λεπτά ολόκληρο το στράτευμα έφευγε με φοβερή αταξία προς την Κιβωτό.
Ακολουθεί απόσπασμα από τα «Gesta Francorum», το οποίο περιγράφει τήν σφαγή των Φράγκων από τούς Τούρκους: «Audientes denique TURCI quod PETRUS Heremita et GUUALTERIUS Sinehabere fuissent in CYUITO, quae supra NICENAM urbem est, uenerunt illuc cum magno gaudio ut occiderent illos et eos qui cum ipsis erant. Cumque uenissent obuiauerunt GUUALTERIO cum suis, quos TURCI mox occiderunt. PETRUS uero Heremita paulo ante ierat CONSTANTINOPOLIM, eo quod nequibat refrenare illam diuersam gentem, quae nec illum nec uerba eius audire uolebat. Irruentes uero TURCI super eos occiderunt multos ex eis; alios inuenerunt dormientes, alios nudos, quos onmes necauerunt, cum quibus quemdam sacerdotem inuenerunt missam celebrantem, quem statim super altare martirizauerunt. Illi uero qui euadere potuerunt CYUITO fugerunt; alii precipitabant se in mare, alii latebant in siluis et montanis.»
ΟΙ ΑΝΕΠΙΣΗΜΕΣ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΕΣ
Πολλοί ιστορικοί και μερικοί από όσους την εποχή εκείνη συμμετείχαν, όπως ο Άγιος Βερνάρδος του Κλερβό, αποδίδουν την ίδια σημασία σε επικυρωμένες από τον πάπα στρατιωτικές επιχειρήσεις, που πραγματοποιήθηκαν για διάφορους θρησκευτικούς, οικονομικούς και πολιτικούς λόγους:
1. Μια τέτοια επιχείρηση ήταν η περίφημη "Σταυροφορία των Αλβιγηνών":κηρύχτηκε από την Καθολική Εκκλησία ενάντια στις αιρέσεις, κυρίως αυτή των Καθαρών και σε μικρότερη κλίμακα τον Βαλδεϊσμό. οι Καθαροί επηρεασμένοι από τον Μανιχαϊσμό, υποστήριζαν ότι το σύμπαν διαιρείται στο Καλό (Θεός, Πνεύμα) αφ’ ενός και στο Κακό (Σατανάς, Ύλη) αφ' ετέρου. Η δημιουργία του θεατού κόσμου, ατελής, είναι έργο του Σατανά και οι Καθαροί υποχρεούνταν να αφήσουν την "φυλακή" του σώματός τους για να επιστρέψουν στον Θεό. Γι' αυτό τον λόγο, πίστευαν σε μια φτωχική ζωή σε συνδυασμό με την μετάνοια, ώστε να φτάσουν στην πνευματική τελειότητα. Ορισμένοι "καθαροί" προορίζονταν για την ιδιότητα του κληρικού και αφού χειροτονούνταν, ζούσαν ζωή ασκητική, φέροντας τον τίτλο Perfecti (τέλειοι). Οι "καθαροί" απέρριπταν, επίσης, όλες τις χριστιανικές τελετές, αναγνωρίζοντας μόνο μία, το consolamentum, το οποίο έφερνε την σωτηρία αυτού που το δεχόταν, έπρεπε όμως να γίνει στο τέλος της ζωής του πιστού ώστε να μη υποπέσει πάλι αυτός σε αμαρτήματα.
Σε πολλές περιπτώσεις οι Perfecti κατηγορήθηκαν ότι έπεισαν ασθενείς να πεθάνουν από την πείνα ή ότι τους έπνιγαν με την συγκατάθεσή τους, για να κερδίσουν έτσι αυτοί τον παράδεισο. Αυτή η κατάσταση ήταν ιδιαιτέρως ανησυχητική για την Εκκλησία, καθώς επρόκειτο για μία αντιεκκλησιαστική κίνηση που αναπτυσσόταν σε χριστιανικά εδάφη. Επίσης, ήδη από τον 12ο αιώνα, κείμενα της εποχής έκαναν λόγο για την αίρεση του Αλμπί (από το οποίο και το όνομα των αιρετικών), χωρίς, ωστόσο, οι γειτονικές του περιοχές να υπολείπονται σε πιστούς της αίρεσης. Η Αίρεση των "Καθαρών" (des Pures) είχε κυρίως εγκατασταθεί στην περιοχή του Λανγκντόκ, στο οποίο κυριαρχούσαν δύο οικογένειες, ο Οίκος της Τουλούζης και ο Οίκος των Τρενκαβέλ. Ο πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ αποφάσισε τότε την οργάνωση εκστρατείας κατά των Καθαρών, δίνοντας, σε όσους συμμετείχαν, τις ίδιες αφέσεις αμαρτιών και προνόμια με όσους μάχονταν στους Αγίους Τόπους
Καθώς λοιπόν δεν μπορούσε να συναφθεί μεταξύ τους συμφωνία για την αντιμετώπιση της κατάστασης, ο κόμης Ραϊμόνδος ΣΤ΄ της Τουλούζης επρόκειτο να συμμετάσχει στο πλευρό των Σταυροφόρων, ενώ ο Ραϊμόν-Ροζέ Τρενκαβέλ, υποκόμης του Αλμπί, προετοίμαζε την άμυνα των εδαφών του απέναντί τους. Μετά την κατάληψη του Μπεζιέ και της Καρκασσόν και την αιχμαλωσία του Ραϊμόν-Ροζέ, οι Σταυροφόροι επέλεξαν έναν εξ αυτών, τον Σιμόν ντε Μονφόρ, για να συνεχίσει τον αγώνα το (1209).
Αυτή η Σταυροφορία εξελίχτηκε σύντομα σε επεκτατικό πόλεμο, καταρχήν για λογαριασμό του Σιμόν ντε Μονφόρ, και μετά τον θάνατο του τελευταίου (1218) και την αποτυχία του γιου του Αμωρί, για λογαριασμό του Στέμματος της Γαλλίας. Εκ παραλλήλου διεξήγετο κατά των Καθαρών και ο αγώνας της Εκκλησίας υπό την καθοδήγηση της Ιεράς Εξέτασης (από το 1233).
Τελικώς, οι υποκομητείες της Καρκασσόν, του Αλμπί και του Μπεζιέ προσαρτήθηκαν στις βασιλικές κτήσεις το 1226. Η Κομητεία της Τουλούζης πέρασε στην κατοχή του Αλφόνσου του Πουατιέ, ενός αδερφού του Αγίου Λουδοβίκου το 1249 και προσαρτήθηκε το 1271. Το Λανγκοντόκ, το οποίο βρισκόταν στις αρχές του 13ου αιώνα στη σφαίρα επιρροής του Βασιλείου της Αραγωνίας πέρασε ολοκληρωτικά, στα τέλη του συγκεκριμένου αιώνα, σε αυτή του βασιλιά της Γαλλίας. Οι Σταυροφόροι συγκεντρώθηκαν κοντά στην Λυών, απ'όπου κατευθύνθηκαν προς τον νότο, υπό την ηγεσία του Αρνώ Αμωρί. Τρεις μεγάλοι φεουδάρχες ήταν κύριοι τότε του Λανγκντόκ : ο βασιλιάς Πέτρος Β' της Αραγωνίας, κόμης επίσης της Βαρκελώνης, του Ζεβωντάν, του Ρουσιγιόν, άρχοντας του Μονπελιέ και επικυρίαρχος αρκετών μικρότερων φεουδαρχών, ο Ραϊμόνδος ΣΤ', κόμης της Τουλούζης και ο Ραϊμόν-Ροζέ Τρενκαβέλ, υποκόμης της Μπεζιέ, της Καρκασσόν και του Αλμπί. Για να απομακρύνει την απειλή αυτή από τα εδάφη του και, καθώς δεν είχε καταλήξει σε συμφωνία με τον Τρενκαβέλ για από κοινού άμυνα, ο Ραϊμόνδος ΣΤ' αναγκάστηκε να πάρει μέρος στην Σταυροφορία.Για πολλοστή φορά ζήτησε και έλαβε άφεση : στις 18 Ιουνίου 1209 στην εκκλησία του Σαιν-Ζιλ δήλωσε μετάνοια και μαστιγώθηκε ημίγυμνος δημόσια. Ο "Καθαρισμός" αφανίστηκε από το Λανγκντόκ, και μονάχα ορισμένοι Καθαροί κατάφεραν να βρουν καταφύγιο στη Λομβαρδία.
Μετά την Α΄ Σταυροφορία ακολούθησε αγώνας 200 ετών για τον έλεγχο των Αγίων Τόπων με έξι μεγάλες σταυροφορίες και πολλές μικρότερες. Το 1291 η σύγκρουση κατέληξε σε αποτυχία, με την πτώση του τελευταίου χριστιανικού προπύργιου στους Αγίους Τόπους, στην Άκρα, μετά την οποία η Ρωμαιοκαθολική Ευρώπη δεν εκδήλωσε καμία περαιτέρω συνεκτική αντίδραση προς ανατολάς.Ενώ η Λαϊκή Σταυροφορία, ξεστρατισμένη από ανίκανους καί ανάξιους αρχηγούς, κατέληξε στην αξιοθρήνητη αυτή αποτυχία, η Σταυροφορία των Φεουδαρχών, οργανωμένη σε μεγάλες ταχτικές στρατιές, ξεκινούσε για την Ιερουσαλήμ. Αρχηγός της πρώτης ομάδας ήταν ο δούκας της Κάτω Λωρραίνης, ο Γοδεφρείδος του Μπουγιόν (Godfroy de Bouillon).
Στην εμφάνιση, ο Γοδεφρείδος ήταν χαρακτηριστικός τύπος ιππότη του Βορρά. Πολύ ψηλός, με φαρδύ στήθος και γερά μέλη, ανοιχτόξανθα μαλλιά και γένια. Σαν γενναίος πολεμιστής, θα έσωζε την κατάσταση στη μάχη του Δορυλαίου ορμώντας επί κεφαλής 50 ιπποτών ενάντια στους Τούρκους, που νόμιζαν κιόλας πως ήταν νικητές. Σπουδαίος κυνηγός, όπως τα ξαδέρφια του στις Αρδένες, θα κινδύνευε στην Κιλικία από μια τεράστια αρκούδα που την αντιμετώπισε σώμα με σώμα. Η δύναμή του ήταν καταπληχτική. Μια μέρα, στη Συρία, Άραβες σεΐχηδες, για να βεβαιωθούν γι αυτό, θα τον προκαλούσαν να αποκεφαλίσει με μια σπαθιά, μια καμήλα, και την ίδια στιγμή το κεφάλι του ζώου θα κυλούσε στα πόδια τους. Στη διάρκεια της σταυροφορίας θά ήταν ένας ευσεβής προσκυνητής, γεμάτος καλή θέληση, πραότητα και χριστιανική ταπεινοφροσύνη.
Η μεγάλη φρόνηση του Γοδεφρείδου του Μπουγιόν φάνηκε από τότε ακόμα που οι σταυροφόροι διέσχιζαν την Ουγγαρία. Οι Ούγγροι ήταν ακόμα εξοργισμένοι από τις λεηλασίες της Λαϊκής Σταυροφορίας. Ο Γοδεφρείδος ήρθε σέ επαφή με το βασιλιά τους και η πορεία πραγματοποιήθηκε χωρίς επεισόδια. Με τους Βυζαντινούς, όταν οι σταυροφόροι θά έμπαιναν στη χώρα τους, οι σχέσεις θα γίνονταν πιο λεπτές και όχι μονάχα εξαιτίας του δογματικού χάσματος που χώριζε την Ελληνορθόδοξη Εκκλησία από τη Ρωμαϊκή. Βέβαια ο Ρωμηός αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός, ένας από τους πιο ικανούς πολιτικούς εκείνης της εποχής, διέταξε να υποδεχτούν ευγενικά στα σύνορα το στρατό του Γοδεφρείδου και τον εφοδίασε, καθώς διέσχιζε την αυτοκρατορία του. Ακόμα κι όταν μερικά τμήματα, ξεφεύγοντας από τον έλεγχο του αρχηγού τους, λεηλάτησαν τη Σηλυβρία, στη θάλασσα του Μαρμαρά, δυτικά από την Κωνσταντινούπολη, ο αυτοκράτορας, χωρίς να θυμώσει, κάλεσε τον Γοδεφρείδο να κατασκηνώσει κάτω από τα τείχη της «Βασιλεύουσας», όταν αυτός έφτασε εκεί στις 23 του Δεκέμβρη του 1096. Αν ο Αλέξιος Κομνηνός δεχόταν τόσο καλά τους σταυροφόρους, αυτό το έκανε γιατί έβλεπε σ' αυτούς πρόθυμους στρατιώτες, που έρχονταν να τον βοηθήσουν να ξαναπάρει από τους Τούρκους τις χαμένες του επαρχίες, από τη Νίκαια ως την Αντιόχεια. Τα παλιά χριστιανικά εδάφη, που πήγαιναν αυτοί οι Alexios and Godfrey de Bouillon σταυροφόροι να απελευθερώσουν στη Μικρά Ασία, στη Συρία και στην Παλαιστίνη, μήπως δεν ήταν, είτε σέ ένα μακρινό παρελθόν, όπως η Ιερουσαλήμ, είτε σε ένα πρόσφατο, όπως η Αντιόχεια και η Έδεσσα, τμήματα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας; Όλη αυτή η πολιτική του Αλεξίου Κομνηνού, με τις εναλλαγές της κολακείας και των εκβιασμών απέναντι στους σταυροφόρους, δεν είχε λοιπόν άλλο σκοπό παρά να θέσει τη Σταυροφορία στην υπηρεσία του. Μe αυτό το πνεύμα, αξίωσε σύμφωνα μέ τήν Αννα Κομνηνή τον "συνήθη όρκο πίστης των Λατίνων", από τον Γοδεφρείδο του Μπουγιόν, ότι "όποιες πόλεις, χώρες ή φρούρια θa κατελάμβαναν στo μέλλον, τa οποία κάποτε ανήκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, θα τα παρέδιδαν στόν αξιωματούχο που θα όριζε ο αυτοκράτορας..".
Ο Γοδεφρείδος αρνιόταν για πολύ καιρό καί μάλιστα ήρθε σέ πολεμική σύρραξη μέ τά βυζαντινά στρατεύματα, έξω από τά τείχη της «Βασιλεύουσας» καί μία μικρή γεύση γιά αυτή τή σύρραξη μάς δίνει η Αννα Κομνηνή: «Καί πάντες μέν είχον τόξα καί εύστοχα καί ευθύβολα, νεανίαι γάρ ήσαν σύμπαντες ουχ ήττους του Ομηρικού Τεύκρου εις τοξικόν εμπειρίαν. Τό δέ τόξον του Καίσαρος Απόλλωνος ην άρα τόξον αυτόχρημα, ουδέ γάρ κατ' εκείνους τούς Ομηρικούς Ελληνας νευρήν μέν μαζώ, τόξω δέ σίδηρον ηγέ τε καί εφήρμοττε κυνηγετών αρετήν ενδεικνύμενος κατ' εκείνους, αλλ' ώσπερ τις Ηρακλής εξ αθανάτων τόξων θανασίμους απέπεμπεν οϊστούς καί ούπερ αν στοχάσαιτο κατευστοχών ήν, ει μόνον θελήσειε». Ο Γοδεφρείδος υποχώρησε. Πήγε επίσημα στα ανάκτορα των Βλαχερνών και κει, στη μεγάλη αίθουσα των ακροάσεων, μπροστά στον Ελληνα αυτοκράτορα, που καθόταν μεγαλόπρεπα στο θρόνο του, γονάτισε τού φίλησε τό πόδι καί έδωσε τον όρκο που του είχαν ζητήσει. Αναλάμβανε προκαταβολικά την υποχρέωση να παραδώσει στους Βυζαντινούς όλες τις περιοχές που τους ανήκαν άλλοτε και που θα μπορούσε να ξανακατακτήσει από το Ισλάμ. Τότε ο Αλέξιος έσκυψε, τον φίλησε και δήλωσε πως τον υιοθετούσε. Μεγαλόπρεπα δώρα, που δόθηκαν από τον «πατέρα» στον «γιο» - πολυτελή επίσημα ενδύματα, μεταξωτά υφάσματα, κασελίτσες γεμάτες χρυσά υπέρπυρα, άλογα αξίας καί πολλά άλλα ακριβά μπροστά στά μάτια των ηγεμόνων της φεουδαρχικής Δύσης.
Στο μεταξύ αποβιβάστηκε στην Ήπειρο μια δεύτερη στρατιά σταυροφόρων, η στρατιά των Νορμανδών της Νότιας Ιταλίας, με αρχηγό τον Βοημούνδο (Bohemund). Τους σταυροφόρους αυτούς, ο Αλέξιος Κομνηνός τους ήξερε πολύ καλά, γιατί είχε αναγκαστεί να διεξαγάγει εναντίον τους τόν φοβερό πόλεμο από το 1081 ως το 1085. Αυτός ο Βοημούνδος ήταν ο ίδιος εκείνος που πριν από δεκαπέντε χρόνια, με τον πατέρα του Ροβέρτο Γυϊσκάρδο, είχε εισβάλει στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, είχε καταλάβει ένα μέρος της Μακεδονίας καί είχε απειλήσει άμεσα την Κωνσταντινούπολη. Μεγάλη ήταν η ταραχή στη «Βασιλεύουσα», όταν μαθεύτηκε πως, με την πρόφαση της Σταυροφορίας, αυτοί οι κληρονομικοί εχθροί ξαναεμφανίζονταν. Εν τέλει, ο μοχθηρός Νορμανδός δούκας του Τάραντα όταν έφθασε στή «Βασιλεύουσα», χωρίς αντιρρήσεις, έδωσε τόν όρκο καί αποκόμισε δώρα αξίας τά οποία γέμισαν ένα ολόκληρο δωμάτιο του Κοσμιδίου. Ο Ραϋμόνδος του Σαιν-Ζιλ (Raymond IV de Saint-Gilles) καί ο Ούγος του Βερμαντουά (Hugh de Vermandois) ένωσαν καί αυτοί τίς δυνάμεις τους καί ένας μεγάλος στρατός πλέον βρισκόταν σέ ετοιμότητα γιά νά ξεχυθεί στη Μικρά Ασία και ν' αντιμετωπίσει τούς φοβερούς Μογγόλους πολεμιστές.
Στην «Ιστορία των Σταυροφοριών» του Sir Steven Runciman διαβάζουμε: "Οι δυτικοί άρχοντες ήσαν μεμψίμοιροι και ανυπότακτοι. Ένας από αυτούς πήγε και κάθισε στο θρόνο του αυτοκράτορα. Κατόπιν τούτου ο Baldwin τον επέπληξε αυστηρά, υπενθυμίζοντάς του ότι λίγο πριν είχε γίνει υποτελής του αυτοκράτορα και λέγοντάς του να τηρεί τις συνήθειες του τόπου. Ο δυτικός μουρμούρισε θυμωμένος ότι ήταν αγένεια εκ μέρους του αυτοκράτορα να κάθεται ενώ τόσοι γενναίοι αρχηγοί στέκονταν όρθιοι. Ο Αλέξιος που άκουγε την παρατήρηση και έβαλε να του τη μεταφράσουν, ζήτησε να μιλήσει με τον ιππότη και όταν ο τελευταίος άρχισε να καυχιέται για τα αήττητα κατορθώματά του σε μονομαχίες, ο Αλέξιος του συνέστησε με ευγένεια να δοκιμάσει άλλη τακτική, όταν θα πολεμούσε τους Τούρκους".
Μάϊος του 1097 καί ο ηνωμένος στρατός των Λατίνων στρατοπέδευε μπροστά στά τείχη της Νίκαιας, η οποία βρισκόταν στά τουρκικά χέρια από τό 1078. Η πόλη είχε οχυρωθεί ισχυρά από τον τέταρτο αιώνα, και τα τείχη της, που είχαν ανάπτυγμα περί τα τέσσερα μίλια, με τους διακόσιους σαράντα πύργους τους, επισκευάζονταν συνεχώς από τους Βυζαντινούς. Βρισκόταν στο ανατολικό άκρο της Ασκανίας λίμνης με τα δυτικά της τείχη να προβάλλουν μέσα από τα ρηχά νερά και να σχηματίζουν ένα ακανόνιστο πεντάγωνο. Ο Γοδεφρείδος (Godefroy de Bouillon) στρατοπέδευσε έξω από το βόρειο τείχος και ο Τανκρέδος (Tancred) έξω από το ανατολικό τείχος.
Το νότιο τείχος αφέθηκε για το στρατό του Raymond. Ο Σελτζούκος σουλτάνος, Kilidj Arslan Ι, μέ μία αιφνιδιαστική επίθεση, στίς 21 Μαΐου, προσπάθησε νά διασπάσει τόν κλοιό. Απέτυχε καί αποτραβήχτηκε στά βουνά.
Οταν βυζαντινός στολίσκος μεταφέρθηκε διά ξηράς από τή θάλασσα καί απέκλεισε τήν πόλη από τή μεριά της λίμνης, η φρουρά παραδόθηκε στόν Ελληνα στρατηγό Μανουήλ Βουτουμίτη. Στίς 19 Ιουνίου 1097, μόλις χάραξε η μέρα, οι σταυροφόροι είδαν τη σημαία του αυτοκράτορα να κυματίζει επάνω στους πύργους της πόλεως.
Οι οπλίτες των σταυροφόρων είχαν ελπίσει ότι θα λεηλατούσαν τα πλούτη της Νίκαιας και για αυτό είχαν την αίσθηση ότι τους είχαν στερήσει τη λεία που λογάριαζαν νά αποκομίσουν. Αντ' αυτής τους επέτρεψαν να μπουν κατά μικρές ομάδες στην πόλη υπό την άμεση επιτήρηση της αυτοκρατορικής φρουράς. Είχαν ελπίσει ότι θα έπαιρναν λύτρα για τους ευγενείς Σελτζούκους που θα αιχμαλώτιζαν. Αντ' αυτού, τους είδαν να κατευθύνονται υπό συνοδεία, με όλα τα κινητά τους υπάρχοντα, στην Κωνσταντινούπολη ή προς τον αυτοκράτορα πού βρίσκονταν στο Πελεκάνο. Η δυσαρέσκειά τους μετριάσθηκε από την γενναιοδωρία του αυτοκράτορα. Ο Αλέξιος διέταξε αμέσως να δοθούν ως δώρο τρόφιμα σε κάθε σταυροφόρο στρατιώτη, ενώ κάλεσε τους αρχηγούς καί τους έδωσε δώρα από χρυσάφι και κοσμήματα από τους θησαυρούς του σουλτάνου.
Ο Stephen of Blois, που είχε πάει εκεί μαζί με τον Raymond of Toulouse, έμεινε κατάπληκτος από το βουνό το χρυσάφι που ήταν το μερίδιό του.
Μετά την πτώση της Νίκαιας, οι σταυροφόροι άρχισαν να κινούνται κατά μήκος της παλιάς βυζαντινής οδού που διέσχιζε τη Μικρά Ασία. Η οδός από την Χαλκηδόνα (Kadikoy) και τη Νικομήδεια (Izmit) συναντούσε την οδό από την Ελενούπολη (Yalova) και τη Νίκαια (Iznik) στις όχθες του ποταμού Σαγγαρίου (Sakarya) καί συνέχιζε πρός τό Δορύλαιο (Εσκί Σεχήρ). Σε ένα χωριό που το έλεγαν Λεύκη, οι αρχηγοί έκαναν συμβούλιο. Αποφασίστηκε να χωρισθεί ο στρατός σε δύο τμήματα. Το πρώτο τμήμα αποτελούσαν οι Νορμανδοί με τους άνδρες των κόμηδων της Φλάνδρας και του Blois και τους Βυζαντινούς οι οποίοι παρείχαν τους οδηγούς. Το δεύτερο τμήμα περιλάμβανε τους νότιους Γάλλους και τους Λωρραινούς με τους άνδρες του κόμη de Vermandois. Αρχηγοί του πρώτου τμήματος ήταν ο Bohemund μέ τόν ανηψιό του Τανκρέδο και τον Ροβέρτο Κουρτ-Χεζ και του δευτέρου ο Raymond της Τουλούζης και ο Γοδεφρείδος της Μπουγιόν. Η απώλεια της Νίκαιας ανησύχησε τόν σουλτάνο και η απώλεια του εκεί θησαυρού του ήταν σοβαρή. Αλλά οι Τούρκοι εξακολουθούσαν να είναι νομάδες. Η πραγματική πρωτεύουσα του σουλτάνου ήταν η σκηνή του. Τις τελευταίες ημέρες του Ιουνίου ξαναγύρισε προς δυσμάς με όλα τά στρατεύματα του. Την 1η Ιουλίου, το πρωί στο Δορύλαιο, μία βροχή από βέλη έπεφτε πάνω στούς σταυροφόρους του Βοημούνδου. Η επίθεση ήταν τόσο κεραυνοβόλα ώστε οι πάντες αιφνιδιάστηκαν. Σύμφωνα με την τακτική των νομάδων προγόνων τους, οι τουρκικές ίλες πλησίαζαν σε απόσταση βολής, άδειαζαν τις φαρέτρες τους, καί έπειτα έκαναν μεταβολή παραχωρώντας τη θέση τους σέ άλλες ομάδες καβαλάρηδων τοξοτών. Μάταια οι Φράγκοι, που αποδεκατίζονταν από αυτό το χαλάζι των βελών, εφορμούσαν για να έρθουν σέ επαφή με τον αντίπαλο. Αυτός, αποφεύγοντας την επαφή, υποχωρούσε κάθε φορά.
Μα ο Βοημούνδος, πριν κυκλωθεί, είχε προφτάσει να ειδοποιήσει το άλλο φράγκικο τμήμα για τον κίνδυνο όπου βρισκόταν. Επί τέλους, κατά το μεσημέρι, οι απελπισμένοι σταυροφόροι είδαν τους συντρόφους τους να καταφθάνουν, με επικεφαλής τον Γοδεφρείδο του Μπουγιόν και τον Ούγο του Βερμαντουά. Οι Τούρκοι δεν είχαν αντιληφθεί ότι δεν είχαν παγιδεύσει ολόκληρο τον σταυροφορικό στρατό. Όταν είδαν τους νεοερχομένους δίστασαν και έπεσαν σε αμηχανία. Ο δισταγμός τους μετεβλήθη σε πανικό από την ξαφνική εμφάνιση του επισκόπου του Le Puy και ενός αποσπάσματος από σιδερόφραχτους ιππείς επάνω στα υψώματα πίσω τους. Ο Adhemar είχε ο ίδιος σχεδιάσει αυτόν τον ελιγμό και βρήκε Ελληνες οδηγούς να τον πάνε από ορεινά μονοπάτια. Η επέμβασή του εξασφάλισε το θρίαμβο των σταυροφόρων. Οι Τούρκοι έσπασαν τις γραμμές τους και σε λίγο έφευγαν προτροπάδην προς ανατολάς. Στη βιασύνη τους εγκατέλειψαν το στρατόπεδό τους άθικτο και οι σκηνές του σουλτάνου και των εμίρηδων έπεσαν, με όλους τους θησαυρούς τους, στα χέρια των Χριστιανών.
Η μάχη του Δορυλαίου (Eskisehir) έλυσε για περισσότερο από έναν αιώνα το πρόβλημα της ισχύος στην Εγγύς Ανατολή. Από τη μάχη του Μαντζικέρτ (Μαλασκέρδη ή Malazgirt) και τη σύλληψη ενός βυζαντινού αυτοκράτορα από έναν Τούρκο σουλτάνο, στα 1071, η τουρκική δύναμη κυριαρχούσε στην Ανατολή. Η μάχη της 1ης Ιουλίου του 1097 ανήγγειλε στον κόσμο ότι είχε γεννηθεί μια καινούργια δύναμη, η φράγκικη δύναμη, που θα κυριαρχούσε από τώρα και στο εξής. Από αυτή τη μάχη θα προκύψουν δυο αιώνες ευρωπαϊκής ηγεμονίας στην Ανατολή, δυο αιώνες που στη διάρκειά τους ο τουρκικός επεκτατισμός θα υποχωρήσει όχι μονάχα μπροστά στη φράγκικη κατάχτηση στη Συρία και στην Παλαιστίνη, αλλά και μπροστά στη βυζαντινή επανάκτηση της Μικράς Ασίας.
Ζωντανές εντυπώσεις μας δίνει ο ανώνυμος χρονογράφος του «Gesta Francorum»: Quis unquam tam sapiens aut doctus audebit describere prudentiam militiamque et fortitudinem Turcorum? Qui putabant terrere gentem Francorum minis suarum sagittarum, sicut terruerunt ARABES, SARACENOS, et HERMENIOS, SURANIOS et GRECOS. Sed si Deo placet nunquam tantum ualebunt, quantum nostri. Verumtamen dicunt se esse de Francorum generatione, et quia nullus homo naturaliter debet esse miles nisi Franci et illi. («Ποιος μορφωμένος και σοφός άνθρωπος δεν θα περιέγραφε τα στρατιωτικά προτερήματα και τη γενναιότητα των Τούρκων; Νόμιζαν πως θα μας τρομάξουν με το χαλάζι των βελών τους, όπως είχαν τρομάξει τους Άραβες, τους Αρμένιους, τους Σύρους και τους Έλληνες. Αλλά με τη χάρη του Θεού, δε θα μας επιβληθούν. Αληθινά αναγνωρίζουν από την πλευρά τους πως κανείς, έξω απ' τους Φράγκους και αυτούς, δεν έχει το δικαίωμα να λέγεται Ιππότης, ούτε στην Εσπερία, ούτε αλλού..».
Η σχετική αφήγηση της Άννας της Κομνηνής είναι χαρακτηριστική της ιστοριογραφίας της εποχής: «Μάχης ουν καρτεράς γενομένης, εκ πολλών χειρών καί δυνάμεων καί μηδέ θατέρου μέρους τά νώτα θατέρω διδόντος, επεί θαρραλεώτερον οι Τούρκοι τοις εναντίοις εμάχοντο, τούτο θεασάμενος ο Βαϊμούντος του δεξιού κέρως εξάρχων, του λοιπού στρατεύματος διαιρεθείς κατ' αυτού του Κλιτζιασθλάν σουλτάν ιταμώς εξώρμησε, λέων ορεσίτροφος, αλκι πεποιθώς, βοσκομένης αγέλης βούς αρπάση, κατά τόν Όμηρον.»
Τα επίσημα σταυροφορικά στρατεύματα ξεκίνησαν από τη Γαλλία και την Ιταλία σε διαφορετικούς χρόνους τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο του 1096, με πρώτο τον Ούγο του Βερμαντουά και τον κύριο όγκο του στρατού χωρισμένο σε τέσσερα τμήματα να ταξιδεύουν χωριστά προς την Κωνσταντινούπολη. Συνολικά οι δυτικές δυνάμεις ίσως να έφταναν τους 100.000 ανθρώπους, πολεμιστές και άμαχοι. Οι στρατιές ταξίδεψαν δια ξηράς ανατολικά προς την Κωνσταντινούπολη, όπου δέχθηκαν ένα επιφυλακτικό καλοσώρισμα από το Βυζαντινό Αυτοκράτορα. Υποσχόμενος να ανακαταλάβει τα χαμένα εδάφη της αυτοκρατορίας ο κύριος στρατός, κυρίως Γάλλοι και Νορμανδοί ιππότες υπό την ηγεσία αρχόντων, βάδισε νότια μέσω της Μικράς Ασίας. Μεταξύ των ηγετών της Α΄ Σταυροφορίας ήταν οι Γοδεφρείδος του Μπουιγιόν, Ροβέρτος Γ΄ της Νορμανδίας, Ούγος του Βερμαντουά και ο Βαλδουίνος του Μπουιγιόν ( στην εικόνα ο Βαλδουίνος)
Επίσης, μεταξύ των επικεφαλής της πρώτης Σταυροφορίας ήσαν ο Ταγκρέδος της Οτβίλ, ο Ρεϋμόνδος Δ΄ της Τουλούζης, ο Βοϊμούνδος του Τάραντα, ο Ροβέρτος Β΄ της Φλάνδρας και ο Στέφανος Β΄ του Μπλουά (στην εικόνα ο Στέφανος αυτός της Αγγλίας).
Ο Βασιλιάς της Γαλλίας και ο Ερρίκος Δ΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όντας και οι δύο σε σύγκρουση με τον Παπισμό, δεν συμμετείχαν. (στην εικόνα ο Ερρίκος Δ, γνωστός για την υποταγή του στον Πάπα στην Κανόσα)
Οταν οι Γάλλοι σταυροφόροι διέσχισαν τη Γερμανία την άνοιξη του 1096 μονάδες σταυροφόρων έσφαξαν εκατοντάδες ή χιλιάδες Εβραίους στις πόλεις Σπάιερ, Βορμς, Μάιντς και Κολωνία, παρά τις προσπάθειες των Καθολικών επισκόπων να προστατεύσουν τους Εβραίους. Κύριοι ηγέτες ήταν ο Εμιχο και ο Πέτρος ο Ερημίτης. Η Σαζάν (Ισραήλ, γ.1946) αναφέρει : "Η κλίμακα των αντιεβραϊκών ενεργειών ήταν ευρεία, εκτεινόμενη από περιορισμένη, αυθόρμητη βία μέχρι πλήρεις στρατιωτικές επιθέσεις στις Εβραϊκές κοινότητες του Μάιντς και της Κολωνίας". Αυτή ήταν η πρώτη έκρηξη αντιεβραϊκής βίας στη Χριστιανική Ευρώπη και αναφερόταν από τους Σιωνιστές το 19ο αιώνα ως ενδεικτικό της αναγκαιότητας για ένα κράτος του Ισραήλ. Oι στρατιές των σταυροφόρων πολέμησαν για πρώτη φορά κατά των Τούρκων στη μακρά Πολιορκία της Αντιόχειας, που άρχισε τον Οκτώβριο του 1097 και διήρκεσε μέχρι τον Ιούνιο του 1098. Οταν μπήκαν στην πόλη οι σταυροφόροι έσφαξαν τους Μουσουλμάνους κατοίκους και τη λεηλάτησαν. Ομως μια μεγάλη Μουσουλμανική στρατιά υπό τον Κερμπογκά έσπευσε αμέσως και πολιόρκησε τους νικητές σταυροφόρους που ήταν μέσα στην Αντιόχεια. Ο Βοϊμόνδος του Τάραντα ηγήθηκε μιας πετυχημένης αντεπίθεσης του σταυροφορικού στρατού και νίκησε το στρατό του Κερμπογκά στις 28 Ιουνίου.
Ο Βοϊμόνδος και οι άνδρες του διατήρησαν τον έλεγχο της Αντιόχειας, παρά την υπόσχεσή του στο Βυζαντινό αυτοκράτορα. Το μεγαλύτερο μέρος του επιβιώσαντος σταυροφορικού στρατού βάδισε προς τα νότια, πηγαίνοντας από τη μία πόλη στην άλλη κατά μήκος της ακτής, φθάνοντας τελικά στα τείχη της Ιερουσαλήμ στις 7 Ιουνίου 1099 με ένα μόνο τμήμα των αρχικών του δυνάμεων. Εβραίοι και Μουσουλμάνοι αγωνίστηκαν μαζί για να υπερασπιστούν την Ιερουσαλήμ έναντι των Φράγκων εισβολέων. Οι σταυροφόροι μπήκαν στην πόλη στις 15 ιουλίου 1099. Προέβησαν σε σφαγή των απομενόντων Εβραίων και Μουσουλμάνων αμάχων και λεηλάτησαν ή κατέστρεψαν τα τζαμιά και την ίδια την πόλη. Ως συνέπεια της Α΄ Σταυροφορίας δημιουργήθηκαν τέσσερα σταυροφορικά κράτη : η Κομητεία της Έδεσσας, το Πριγκιπάτο της Αντιόχειας, η Κομητεία της Τρίπολης και το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ.
Aπό ιστοριογράφο της εποχής: ".. Μας έμελλε να δούμε θαυμάσια θεάματα. Μερικοί από τους άνδρες μας (και αυτό ήταν πιο ελεήμον) έκοβαν τα κεφάλια των εχθρών μας, άλλοι τους χτυπόυσαν με βέλη, έτσι ώστε έπεφταν από τα τείχη, άλλοι τους βασάνιζαν περισσότερο ρίχνοντάς τους στις φλόγες. Μπορούσες να δεις σωρούς κεφαλιών, χεριών και ποδιών στους δρόμους της πόλης. Επρεπε να ανοίξεις δρόμο πάνω από τα σώματα ανθρώπων και αλόγων. Αλλά αυτά ήταν λίγα, συγκρινόμενα με ότι συνέβαινε στο Ναό του Σολομώντα, ένα χώρο όπου κανονικά τελούνταν θρησκευτικές τελετές ... στο ναό και στη στοά του Σολομώντα άνδρες ίππευαν με το αίμα να φτάνει στα γόνατά και στα χαλινάρια τους .... Ηταν στ' αλήθεια μια δίκαιη και θαυμάσια απόφαση του Θεού, ότι αυτός ο τόπος έπρεπε να γεμίσει με το αίμα των απίστων, αφού είχε υποφέρει τόσο καιρό από τις βλασφημίες τους" Στο επίπεδο του λαού το κήρυγμα της Α΄ Σταυροφορίας εξαπέλυσε ένα κύμα εμπαθούς, με την αίσθηση προσωπικού, ευσεβούς Χριστιανικού μένους, που εκφράστηκε με τις σφαγές των Εβραίων που συνόδευσαν και προηγήθηκαν της πορείας των σταυροφόρων σε όλη την Ευρώπη, καθώς και με τη βίαιη μεταχείριση των "σχισματικών" Ορθόδοξων Χριστιανών στην Ανατολή.
Τη σταυροφορία αυτήν ακολούθησε ένα δεύτερο, λιγότερο επιτυχημένο κύμα σταυροφόρων, γνωστό ως Σταυροφορία του 1101, κατά την οποία οι Τούρκοι υπό τον Κιλίτζ Αρσλάν νίκησαν τους σταυροφόρους σε τρεις διαφορετικές μάχες σε αντίδραση για την Α΄ Σταυροφορία. Ο Σίγκουρντ Α΄ της Νορβηγίας ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος βασιλιάς, που επισκέφθηκε τα σταυροφορικά κράτη, καθώς και ο πρώτος Ευρωπαίος βασιλιάς, που έλαβε μέρος σε σταυροφορική εκστρατεία αν και η απόπειρά του ήταν μάλλον προσκύνημα παρά σταυροφορία. Ο στόλος του βοήθησε στην πολιορκία της Σιδώνας. Επίσης το 1107 ο Βοϊμόνδος της Αντιόχειας επιτέθηκε στους Βυζαντινούς στον Αυλώνα και στο Δυρράχιο, κατά την ενίοτε ονομαζόμενη Σταυροφορία του Βοϊμόνδου, που έληξε το Σεπτέμβριο του 1108 με την ήττα του και την αποχώρησή του στην Ιταλία.
Επόμενες απόπειρες του 1120 περιλαμβάνουν μία σταυροφορία, που κηρύχθηκε από τον Πάπα Κάλλιστο Β΄ γύρω στα 1120, που έγινε η Ενετική Σταυροφορία του 1122-1124, ένα προσκύνημα του Κόμη Φούλκωνα Ε΄ του Ανζού του 1120, μια απόπειρα του Κονράδου Γ΄ της Γερμανίας του 1124, για την οποία λίγες λεπτομέρειες είναι γνωστές.
Ακολούθησε η Σταυροφορία της Δαμασκού από το Φουλκ Ε΄, που είχε ως αποτέλεσμα των Ναϊτών Ιπποτών από τον Πάπα Ονώριο Β΄ τον Ιανουάριο του 1129. Μερικοί ιστορικοί θεωρούν τη χορήγηση από τον Πάπα Ιννοκέντιο Β΄ των ίδιων σταυροφορικών συγχωροχαρτιών σε όσους ήταν αντίθετοι στους εχθρούς του πάπα ως την πρώτη από τις πολιτικά υποκινούμενες σταυροφορίες κατά των αντιπάλων των παπών, αλλά άλλοι ιστορικοί διαφωνούν. Τα σταυροφορικά κράτη ήταν αρχικά ασφαλή αλλά ο Ιμάντ αντ-Ντιν Ζεγκί, που διορίστηκε κυβερνήτης της Μοσούλης το 1127, κατέλαβε το Χαλέπι το 1128 και την Κομητεία της Έδεσσας το 1144. Αυτές οι ήττες έκαναν τον Πάπα Ευγένιο Γ΄ να κηρύξει άλλη μία σταυροφορία την 1 Μαρτίου 1245.
Β΄ Σταυροφορία (1147-1149)
Η νέα σταυροφορία κηρύχθηκε από διάφορους , αλλά κυρίως από το Βερνάρδο του Κλερβό. Γαλλικός και Νοτιογερμανικός στρατός, υπό τους βασιλιάδες Λουδοβίκος Ζ´ και Κονράδο Γ΄ αντίστοιχα, βάδισαν προς την Ιερουσαλήμ το 1147, αλλά δεν κατάφεραν να πετύχουν κάποια σημαντική νίκη, ξεκινώντας μια αποτυχημένη προληπτική πολιορκία της Δαμασκού. Στην άλλη πλευρά όμως της Μεσογείου η Β΄ Σταυροφορία είχε μεγάλη επιτυχία, καθώς μια ομάδα Βορειοευρωπαίων σταυροφόρων στάθμευσε στην Πορτογαλία, συμμάχησε με τον Πορτογάλο Βασιλιά Αλφόνσο Α΄ και ανακατέλαβε τη Λισαβόνα από τους Μουσουλμάνους το 1147. Ενα απόσπασμα από αυτή την ομάδα των σταυροφόρων βοήθησε τον Κόμη Ραϋμόνδο Βερεγγάριο Δ΄ της Βαρκελώνης να καταλάβει την πόλη Τορτόζα την επόμενη χρονιά.
Στους Αγίους Τόπους το 1150, οι βασιλιάδες, τόσο της Γαλλίας όσο και της Γερμανίας, είχαν επιστρέψει στις χώρες τους χωρίς αποτέλεσμα. Ο Βερνάρδος του Κλερβό, που με τα κηρύγματα είχε προτρέψει για τη Β΄ Σταυροφορία, θεωρήθηκε υπεύθυνος για την έκταση της άσχετης με αυτή βίας και σφαγής του Εβραϊκού πληθυσμού της Ρηνανίας. Συνέχεια της σταυροφορίας αυτής ήταν το προσκύνημα του Ερρίκου του Λέοντα, Δούκα της Σαξονίας, το 1172, που μερικές φορές καταγράφεται ως (ξεχωριστή) σταυροφορία.
Bενδική Σταυροφορία (1147-1162)
Συγχρόνως με τη Β΄ Σταυροφορία, Σάξονες και Δανοί πολεμούσαν κατά των Πολάβων Σλάβων στη Bενδική Σταυροφορία ή Α΄ Βόρεια Σταυροφορία. Οι Βένδες νίκησαν τους Δανούς και οι Σάξονες δεν συνέβαλαν πολύ στη σταυροφορία. Οι Βένδες αναγνώρισαν την επικυριαρχία του Σάξονα ηγεμόνα Ερρίκου του Λέοντα. Περαιτέρω σταυροφορικές δραστηριότητες συνεχίστηκαν, αν και δεν είχαν εκδοθεί παπικές εντολές που να καλούν σε νέες σταυροφορίες. Προσπάθειες να κατακτηθούν οι Βένδες έγιναν πάλει το 1160, από τον Ερρίκο τον Λέοντα, που συνεχίστηκαν μέχρι το 1162, οπότε οι Βένδες νικήθηκαν στη Μάχη του Ντέμιν.
Γ΄ Σταυροφορία (1187-1192)
Οι Μουσουλμάνοι πολεμούσαν επί μακρόν μεταξύ τους, αλλά τελικά ενώθηκαν υπό το Σαλαντίν, που δημιούργησε ενιαίο ισχυρό κράτος. Μετά τη νίκη του στη Μάχη του Χαττίν, συνέτριψε εύκολα τους διασπασμένους σταυροφόρους το 1187 και ανακατέλαβε την Ιερουσαλήμ στις 29 Σεπτεμβρίου 1187. Εγινε συνθηκολόγηση και η πόλη παραδόθηκε, με τον Σαλαντίν να μπαίνει στην Ιερουσαλήμ στις 2 Οκτωβρίου 1187. Οι νίκες του Σαλαντίν συγκλόνισαν την Ευρώπη. Μαθαίνοντας τα νέα για την Πολιορκία της Ιερουσαλήμ ο Πάπας Ουρβανός Γ΄ πέθανε από καρδιακή προσβολή στις 19 Οκτωβρίου 1187. Στις 29 Οκτωβρίου ο Πάπας Γρηγόριος Η΄ εξέδωσε παπική βούλα, Audita tremendi, εξαγγέλλοντας την Γ΄ Σταυροφορία. Για να ανατρέψουν την απώλεια της Ιερουσαλήμ, ο Φρειδερίκος Α΄, αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (β. 1152-1190) της Γερμανίας, ο Βασιλιάς Φίλιππος Β΄ της Γαλλίας (β. 1180-1223) και ο Βασιλιάς Ριχάρδος Α΄ (ο Λεοντόκαρδος) της Αγγλίας (β. 1189-1199) οργάνωσαν όλοι δυνάμεις.
Ο Φρειδερίκος πέθανε καθ' οδόν και λίγοι από τους άνδρες του έφθασαν στους Αγίους Τόπους. Οι άλλοι δύο στρατοί έφτασαν αλλά ταλανίζονταν από πολιτικές διενέξεις. Ο Φίλιππος επέστρεψε στη Γαλλία, αφήνοντας πίσω του το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών του. Ο Ριχάρδος απέσπασε το νησί της Κύπρου από τους Βυζαντινούς το 1191. Ανακατέλαβε στη συνέχεια την πόλη της Ακρας μετά από μακρά πολιορκία. Ο στρατός των σταυροφόρων προέλασε νότια κατά μήκος της Μεσογειακής ακτής, νίκησε τους Μουσουλμάνους κοντά στο Αρσούφ, ανακατέλαβε την πόλη-λιμάνι της Γιάφας και μπορούσε να δει την Ιερουσαλήμ, αλλά προβλήματα ανεφοδιασμού τους ανάγκασαν να τερματίσουν τη σταυροφορία χωρίς να την καταλάβουν. Ο Ριχάρδος έφυγε την επόμενη χρονιά, αφού διαπραγματεύθηκε μια συμφωνία με το Σαλαντίν. Οι όροι της επέτρεπαν τις συναλλαγές για τους εμπόρους και στους άοπλους Χριστιανούς προσκυνητές να πηγαίνουν στην Ιερουσαλή, ενώ παρέμενε υπό τον έλεγχο των Μουσουλμάνων.
Βόρειες Σταυροφορίες (1193-1290)
Ο Πάπας Κελεστίνος Γ΄ κήρυξε μια σταυροφορία κατά των ειδωλολατρών στη Βόρεια Ευρώπη το 1193. Ο Επίσκοπος Μπέρτολντ του Ανοβέρου κατέφθασε με ένα μεγάλο στρατιωτικό σώμα σταυροφόρων το 1198, αλλά σκοτώθηκε στη μάχη και οι δυνάμεις του ηττήθηκαν. Για να εκδικηθεί για το Μπέρτολντ ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ εξέδωσε μια βούλα, κηρύσσοντας σταυροφορία κατά των Λιβονιανών (στη σημερινή Λετονία και Εσθονία), που οι περισσότεροι ήταν ακόμη ειδωλολάτρες. Ο Αλμπρεχτ φον Μπουξτέβεν, χειροτονημένος επίσκοπος το 1199, έφθασε την επόμενη χρονιά με μεγάλη δύναμη και έκανε τη Ρίγα έδρα της επισκοπής του το 1201. Το 1202 ίδρυσε το Τάγμα των Αδελφών του ξίφους για να βοηθήσει στον προσηλυτισμό των ειδωλολατρών στο Χριστιανισμό και, κυριότερα, να εξασφαλίσει το Γερμανικό έλεγχο στο εμπόριο της περιοχής. Οι Λιβονιανοί κατακτήθηκαν και προσηλυτίσtηκαν μεταξύ 1202 και 1209. Ο Πάπας Ονώριος Γ΄ κήρυξε μια σταυροφορία κατά των Πρώσων το 1217.
Ο (Πολωνός) Κόνραντ Α΄ της Μασοβίας παραχώρησε το Τσέλμνο στους Τεύτονες Ιππότες το 1226, για να τους χρησιμεύσει ως βάση για την Πρωσική σταυροφορία. Το 1236 οι Λιβονιανοί Ιππότες του Ξίφους ηττήθηκαν από τους Λιθουανούς στο Σάουλε και το 1237 ο Πάπας Γρηγόριος Θ΄ ενέταξε τους απομείναντες Ιππότες του Ξίφους στους Τεύτονες Ιππότες. Το 1249 οι Τεύτονες ιππότες είχαν ολοκληρώσει την κατάκτηση των Πρώσων ,τους οποίους κυβερνούσαν ως φέουδο του Γερμανού αυτοκράτορα. Οι Ιππότες τότε προχώρησαν στην κατάκτηση και τον προσηλυτισμό των ειδωλολατρών Λιθουανών, διαδικασία που διήρκεσε μέχρι τη δεκαετία του 1380. Το Τευτονικό Τάγμα προσπάθησε αλλά απέτυχε να καταλάβει την Ορθόδοξη Ρωσία (ιδιαίτερα τα Πριγκιπάτα του Πσκόφ και τη Δημοκρατία του Νόβγκοροντ, επιχείρηση που επικυρώθηκε από τον Πάπα Γρηγόριο Θ΄, ως τμήμα των Βόρειων Σταυροφοριών. Το 1240 ο στρατός του Νόβγκοροντ νίκησε τους Σουηδούς στη Μάχη του Νέβα και το 1242 τους Λιβονιανούς ιππότες στη Μάχη των Πάγων.
Γερμανική Σταυροφορία (1195-1198) Ο αυτοκράτορας Ερρίκος ΣΤ΄ άρχισε τις προετοιμασίες για μια Γερμανική Σταυροφορία το 1195. Η υγεία του δεν του επέτρεψε να ηγηθεί των δυνάμεων προσωπικά, έτσι η ηγεσία ανατέθηκε στον Κόνραντ του Βίτελσμπαχ, Αρχιεπίσκοπο του Μάιντς. Οι δυνάμεις αποβιβάσθηκαν στην Ακρα το Σεπτέμβριο του 1197 και κατέλαβαν τις πόλεις Σιδώνα και Βηρυτό. Αμέσως μετά ο Ερρίκος πέθανε και οι περισσότεροι σταυροφόροι επέστρεψαν στη Γερμανία. το 1198.
Δ΄ Σταυροφορία (1202-1204)
H Τέταρτη Σταυροφορία δεν έφθασε ποτέ στους Αγιους Τόπους. Αντίθετα, έγινε το όχημα για τις πολιτικές φιλοδοξίες του Δόγη Ερρίκου Δάνδολου και του Γερμανού Βασιλιά Φίλιππου της Σουαβίας, που παντρεύτηκε την Ειρήνη του Βυζαντίου. Ο Δάνδολος είδε μια ευκαιρία να επεκτείνει τις κτήσεις της Βενετίας στην Εγγύς Ανατολή, ενώ ο Φίλιππος είδε τη σταυροφορία ως ευκαιρία να αποκαταστήσει τον εξορισμένο ανηψιό του, Αλέξιο Δ΄ Άγγελο, στο θρόνο του Βυζαντίου. Ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ ξεκίνησε τη στρατολόγηση για τη σταυροφορία το 1200, με κηρύγματα σε Γαλλία, Αγγλία και Γερμανία, αν και οι περισσότερες προσπάθειες έγιναν στη Γαλλία. Οι σταυροφόροι συνήψαν συμφωνία με τους Βενετούς για στόλο και προμήθεια για να τους μεταφέρουν στους Αγιους Τόπους, αλλά δεν είχαν να πληρώσουν , όταν έφτασαν στη Βενετία ελάχιστοι ιππότες. Συμφώνησαν να εκτρέψουν τη σταυροφορία στην Κωνσταντινούπολη και να μοιραστούν ότι θα μπορούσε να λεηλατηθεί ως αμοιβή. Ως εγγύηση οι σταυροφόροι κατέλαβαν τη Χριστιανική πόλη Ζάρα στις 24 Νοεμβρίου 1202. Ο Ιννοκέντιος εξοργίστηκε και αφόρισε τους σταυροφόρους. Οι σταυροφόροι αντιμετώπισαν περιορισμένη αντίσταση κατά την αρχική τους πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, καταπλέοντας τα Δαρδανέλια και παραβιάζοντας τα θαλάσσια τείχη. Ομως ο Αλέξιος στραγγαλίστηκε μετά από ένα ανακτορικό πραξικόπημα, στερώντας τους την επιτυχία τους, και αναγκάσστηκαν να επαναλάβουν την πολιορκία τον Απρίλιο του 1204. Τη φορά αυτή πόλη και οι εκκλησίες λεηλατήθηκαν και μεγάλος αριθμός πολιτών σφαγιάστηκε. Οι σταυροφόροι ανταμείφθηκαν, μοιράζοντας την Αυτοκρατορία σε Λατινικά φέουδα και Ενετικές αποικίες.
Τον Απρίλιο του 1205 οι σταυροφόροι εξουδετερώθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τους Βούλγαρους και τους απομείναντες Ελληνες στην Αδριανούπολη, όπου ο Καλογιάν της Βουλγαρίας συνέλαβε και φυλάκισε το νέο Λατίνο αυτοκράτορα Βαλδουίνο της Φλάνδρας. Ενώ καταδίκαζαν τα μέσα, οι πάπες αρχικά υποστήριξαν αυτή την προφανή αναγκαστική επανένωση Ανατολικής και Δυτικής εκκλησίας. Η Δ΄ Σταυροφορία ουσιαστικά είχε ως αποτέλεσμα δύο Ρωμαϊκές Αυτοκρατορίες στην Ανατολή : μία Λατινική "Αυτοκρατορία των Στενών", που επέζησε μέχρι το 1261 και ένα Βυζαντινό κατάλοιπο, κυβερνώμενο από τη Νίκαια, που αργότερα επανέκτησε τον έλεγχο, απουσία του Ενετικού στόλου. Η μόνη που επωφελήθηκε μακροπρόθεσμα ήταν η Βενετία.
Ε΄ Σταυροφορία (1217-1221) Ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ κήρυξε το ξεκίνημα μιας νέας σταυροφορίας το 1217, μαζί με τη σύγκληση της Δ΄ Συνόδου του Λατερανού το 1215. H πλειοψηφία των σταυροφόρων ήρθε από τη Γερμανία, τη Φλάνδρα και τη Φρισία, μαζί με ένα μεγάλο στρατό από την Ουγγαρία υπό το Βασιλιά Ανδρέα Β΄ και άλλες δυνάμεις υπό το Δούκα Λεοπόλδο ΣΤ΄ της Αυστρίας. Οι δυνάμεις του Ανδρέα και του Λεοπόλδου έφθασαν στην Ακρα τον Οκτώβριο του 1217, αλλά δεν κατάσφεραν πολλά πράγματα και ο Ανδρέας επέστρεψε στην Ουγγαρία τον Ιανουάριο του 1218. Μετά την άφιξη περισσότερων σταυροφόρων, ο Λεοπόλδος και ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ Ιωάννης της Βρυέννης πολιόρκησαν τη Δαμιέτη (στην Αίγυπτο), που τελικά κατέλαβαν το νοέμβριο του 1219. Περαιτέρω προσπάθειες του παπικού λεγάτου Πελάγιου, να εισβάλει ενδότερα στην Αίγυπτο δεν είχαν αποτέλεσμα. Αποκλεισμένοι από δυνάμεις του Αγιουβίδη Σουλτάνου Αλ-Καμίλ, οι σταυροφόροι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Ο Αλ-Καμίλ επέβαλε την επιστροφή της Δαμιέτης και συμφώνησε οκταετή ανακωχή και οι σταυροφόροι εγκατέλειψαν την Αίγυπτο.
ΣΤ΄ Σταυροφορία (1228-1229) Ο Αυτοκράτορας Φρειδερίκος Β΄ (αριστερά) συναντά τον Αλ-Καμίλ (δεξιά), από χειρόγραφο των Nuova Cronica του Τζιοβάνι Βιλάνι Ο Αυτοκράτορας Φρειδερίκος Β΄ είχε επανειλημμένα υποσχεθεί μια σταυροφορία, αλλά δεν κατάφερε να τηρήσει το λόγο του, γιαυτό αφορίσθηκε από το Γρηγόριο Θ΄ το 1228. Παρόλαυτα απέπλευσε από το Μπρίντιζι τον Ιούνιο του 1228 και αποβιβάσθηκε στο Σεν-Ζαν ντ' Ακρ το Σεπτέμβριο του 1228, μετά από μια στάση στην Κύπρο. Δεν υπήρξαν μάχες, καθώς ο Φρειδερίκος έκανε συνθήκη ειρήνης με τον Αλ-Καμίλ, ηγεμόνα της Αιγύπτου. Αυτή η συνθήκη επέτρεπε στους Χριστιανούς να κυβερνούν στο μεγαλύτερο μέρος της Ιερουσαλήμ και σε μια λωρίδα εδάφους από την Ακρα ως την Ιερουσαλήμ, ενώ στους Μουσουλμάνους δόθηκε ο έλεγχος των ιερών τόπων τους στην Ιερουσαλήμ. Σε αντάλλαγμα, ο Φρειδερίκος δεσμαύτηκε να προστατεύσει τον Αλ-Καμίλ έναντι όλων των εχθρών του, ακόμη και αν ήσαν Χριστιανοί.
Συνέχεια αυτής της Σταυροφορίας ήταν η προσπάθεια του Βασιλιά Θεοβάλδου Α΄ της Ναβάρρας το 1239 και 1240, που είχε αρχικά κυρυχθεί το 1234 από τον Πάπα Γρηγόριο Θ΄, για να οργανωθεί τελικά τον Ιούλιο του 1239, στο τέλος μιας ανακωχής. Εκτός από το Θεοβάλδο συμμετείχαν ο Πέτρος του Ντρε, ο Ούγος, Δούκας της Βουργουνδίας και άλλοι Γάλλοι ευγενείς. Εφθασαν στην Ακρα το Σεπτέμβριο του 1239 και, παρά μία ήττα το Νοέμβριο, ο Θεοβάλδος συνήψε μια συνθήκη με τους Μουσουλμάνους, που επέστρεφε εδάφη στα σταυροφορικά κράτη, αλλά προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια μεταξύ των σταυροφόρων. Ο Θεοβάλδος επέστρεψε στην Ευρώπη το Σεπτέμβριο του 1240. Επίσης το 1240 ο Ριχάρδος της Κορνουάλης, νεότερος αδελφός του Βασιλιά Ερρίκου Γ΄ της Αγγλίας, φόρεσε το σταυρό και έφθασε στην Ακρα τον Οκτώβριο. Στη συνέχεια εξασφάλισε την επικύρωση της συνθήκης του Θεοβάλδου και έφυγε από τους Αγιους Τόπους το Μάιο του 1241 για την Ευρώπη.
Ζ΄ Σταυροφορία (1248-1254) Το καλοκαίρι του 1244 μια δύναμη Χωρεσμίων, που κλήθηκε από το γιο του Αλ-Καμίλ, Αλ-Σαλίχ Αγιούμπ, εφόρμησε και κατέλαβε την Ιερουσαλήμ. Οι Φράγκοι συμμάχησαν με το θείο του Αγιούμπ, Ισμαήλ, και τον εμίρη της Χομς και ενωνοντας τις δυνάμεις τους συντάχθηκαν σε μάχη στη Λα Φορμπί της Γάζας. Ο σταυροφορικός στρατός και οι σύμμαχοί του ηττήθηκαν κατά κράτος μέσα σε σαρανταοκτώ ώρες από τη φυλή των Χωρεσμίων. Φανερώνοντας τη μεγάλη του απόγνωση ένας Ναίτης ιππότης θρηνούσε ως εξής : Οργή και θλίψη θρονιάζουν στην καρδιά μου...τόσο βαρειά, που μετά βίας μένω ζωντανός. Φαίνεται ο Θεός να θέλει να υποστηρίξει τους Τούρκους για την απώλειά μας...α, κύριε Θεέ...αλοίμονο, το βασίλειο της Ανατολής έχει χάσει τόσα πολλά, που ποτέ δε θα μπορέσει να ξανασταθεί. Θα φτιάξουν ένα Τζαμί στη μονή της Παναγίας και αφού η κλοπή ευχαριστεί τον Υιό του, ποιος θα θρηνούσε γιαυτό, είμαστε κι εμείς υποχρεωμένοι να συμμορφωθούμε...Οποιος θέλει να πολεμήσει τους Τούρκους είναι τρελός, αφού ο [[Ιησούς Χριστός}} δεν τους πολεμά πια. Εχουν κατακτήσει, θα κατακτήσουν. Γιατί κάθε μέρα μας καταβάλλουν, ξέροντας ότι ο Θεός, που ήταν ξύπνιος, τώρα κοιμάται και ο Μωάμεθ τώρα δυναμώνει. Ο Βασιλιάς Λουδοβίκος Θ΄ της Γαλλίας οργάνωσε μια σταυροφορία, αφού φόρεσε τον σταυρό το Δεκέμβριο του 1244, κηρύσσοντας και στρατολογώντας από το 1245 ως το 1248. Οι δυνάμεις του Λουδοβίκου απέπλευσαν από τη Γαλλία το Μάιο του 1249 και αποβιβάσθηκαν κοντά στη Δαμιέτη στην Αίγυπτο στις 5 Ιουνίου. Περιμένοντας μέχρι το τέλος της πλημμύρας του Νείλου, ο στρατός βάδισε στο εσωτερικό το Νοέμβριο και το Φεβρουάριο βρισκόταν κοντά στη Μανσούρα. Eκεί όμως ηττήθηκαν και ο Λουδοβίκος συνελήφθη ενώ υποχωρούσε προς τη Δαμιέτη. Ο Λουδοβίκος αφέθηκε ελεύθερος αντί 800.000 βυζαντίων (χρυσά νομίσμστα) και συμφωνήθηκε μια δεκαετής ανακωχή. Ο Λουδοβίκος πήγε στη συνέχεια στη Συρία, όπου παρέμεινε μέχρι το 1254, εργαζόμενος για να παγιώσει το βασίλειο της Ιερουσαλήμ και κατασκευάζοντας οχυρώσεις.
Η΄ και Θ΄ Σταυροφορία (1270-1272) Αγνοώντας τους συμβούλους του, το 1270 ο Λουδοβίκος Θ΄ επιτέθηκε πάλί στους Αραβες στην Τύνιδα της Βόρειας Αφρικής. Επέλεξε τη θερμότερη εποχή του χρόνου για την εκστρατεία και ο στρατός του εξολοθρεύτηκε από αθένειες. O ίδιος ο βασιλιάς πέθανε τερματίζοντας την τελευταία σημαντική προσπάθεια κατάληψης των Αγιων Τόπων. Οι Μαμελούκοι, υπό το Μπαϊμπάρ, εκδίωξαν τελικά τους Φράγκους από τους Αγιους Τόπους. Από το 1265 ως το 1271 ο Μπαϊμπάρ περιόρισε τους Φράγκους σε λίγες μικρές παραλιακές προφυλακές. Τα στρατεύματά του έσφαξαν ή υποδούλωσαν όλους τους Χριστιανούς στην πόλη της Αντιόχειας. Ο κατόπιν Εδουάρδος Α΄ της Αγγλίας δεσμεύτηκε για τη σταυροφορία με το Λουδοβίκο Θ΄, αλλά καθυστέρησε και έφτασε στη Βόρεια Αφρική το Νοέμβριο του 1270. Μετά το θάνατο του Λουδοβίκου ο Εδουάρδος πήγε στη Σικελία και στη συνέχεια στην Ακρα το Μάιο του 1271. Οι δυνάμεις του όμως ήταν πολύ μικρές για να κάνουν κάτι και αναστατώθηκε μετά τη σύναψη ανακωχής του Μπαϊμπάρ με το βασιλιά της Ιερουσαλήμ Ούγο. Αν και ο Εδουάρδος πληροφορήθηκε το θάνατο του πατέρα του και την ανάρρησή του στο θρόνο το Δεκέμβριο του 1272, επέστρεψε στην Αγγλία μόνο το 1274, αν και λίγα κατάφερε στους Αγιους Τόπους.
Σταυροφορία της Αραγωνίας Η Σταυροφορία της Αραγωνίας κηρύχθηκε από τον Πάπα Μαρτίνο Δ΄ κατά του Βασιλιά Πέτρου Γ΄ της Αραγωνίας το 1284 και 1285. Ο Πέτρος υποστήριζε τις δυνάμεις κατά των Ανδεγαυών (Ανζού) στη Σικελία μετά τους Σικελικούς Εσπερινούς και οι πάπες υποστήριζαν τον Κάρολο τον Ανδεγαυό. Ο Πάπας Βονιφάτιος Η΄ κήρυξε μια σταυροφορία κατά του Φρειδερίκου Γ΄ της Σικελίας, νεότερου αδελφού του Πέτρου το 1298, αλλά χωρίς να καταφέρει να αποτρέψει τη στέψη και αναγνώριση του Φρειδερίκου ως Βασιλιά της Σικελίας.
Σταυροφορίες του 14ου και 15ου αιώνα Εγιναν διάφορες σταυροφορίες το 14ο και 15ο αιώνα για να εμποδίσουν την επέκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αρχίζοντας το 1296 με το Σιγισμούνδο του Λουξεμβούργου, βασιλιά της Ουγγαρίας. Πολλοί Γάλλοι ευγενείς εντάχθηκαν στις δυνάμεις του Σιγισμούνδου, ανάμεσά τους ο Ιωάννης ο Ισχυρός, γιος του Δούκα της Βουργουνδίας, που ορίστηκε στρατιωτικός αρχηγός της σταυροφορίας. Αν και ο Σιγισμούνδος συμβούλευσε τους σταυροφόρους να υιοθετήσουν αμυντική στάση όταν έφτασαν στο Δούναβη, εκείνοι αντίθετα πολιόρκησαν την πόλη της Νικόπολης (Βουλγαρία). Οι Οθωμανοί αντιμετώπισαν τους σταυροφόρους στη Μάχη της Νικόπολης στις 25 Σεπτεμβρίου 1396, νικώντας τις Χριστιανικές δυνάμεις και συλλαμβάνοντας 3.000 αιχμαλώτους.
Η Χουσιτική Σταυροφορία, γνωστή και ως "Πόλεμοι των Χουσιτών", η "Βοημικοί Πόλεμοι", περιελάμβαναν τις στρατιωτικές ενέργειες κατά των οπαδών του Γιαν Χους στη Βοημία την περίοδο από το 1420 μέχρι το 1431. Την περίοδο αυτή κηρύχθηκαν σταυροφορίες πέντε φορές - 1420, 1421, 1422, 1427 και 1431. Το τελικό αποτέλεσμα των εκστρατειών αυτών ήταν να αναγκάσει τις δυνάμεις των Χουσιτών, που διαφωνούσαν σε πολλά δογματικά θέματα, να ενωθούν για να εκδιώξουν τους εισβολείς. Οι πόλεμοι έληξαν το 1436 με την επικύρωση από την Εκκλησία των Συμφωνιών του Ιγκλάου (σημερινή Γιχλάβα της Τσεχίας). Τον Απρίλιο του 1487 ο Πάπας Ινοκέντιος Η΄ κήρυξε μια σταυροφορία κατά των Βαλδένσιων αιρετικών της Σαβοίας, του Πεδεμοντίου και της Ντοφινέ, στη νότια Γαλλία και τη βόρεια Ιταλία. Οι μόνες ενέργειες που πράγματι έγιναν ήταν κατά των αιρετικών στη Ντοφινέ, με ελάχιστο αποτέλεσμα. Ο βασιλιάς Πολωνίας και Ουγγαρίας Βλάντισλαβ Βαρνέντσικ εισέβαλε στα εδάφη που είχαν πρόσφατα καταλάβει οι Οθωμανοί και έφτασε στο Βελιγράδι τον Ιανουάριο του 1444. Οι διαπραγματεύσεις για ανακωχή οδήγησαν τελικά σε μια συμφωνία που αποκηρύχθηκε από το Σουλτάνο Μουράτ Β΄, μέρες μόνο μετά την επικύρωσή της. Περαιτέρω προσπάθειες των σταυροφόρων τερματίστηκαν με τη Μάχη της Βάρνας, στις 10 Νοεμβρίου 1444, που ήταν μια αποφασιστική νίκη των Οθωμανών, κάνοντας τους σταυροφόρους να αποχωρήσουν. Η αποχώρηση αυτή οδήγησε στην άλωση της Κωνσταντινούπολης, καθώς αυτή ήταν η τελευταία Δυτική προσπάθεια βοήθειας προς τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Το 1456 ο Ιωάννης Ουνιάδης και ο Τζοβάννι ντα Καπιστράνο οργάνωσαν μια σταυροφορία για να άρουν την Οθωμανική πολιορκία του Βελιγραδίου.
Στην εικόνα, ο Γκυ ντε Λουζινιάν, επικεφαλής της δυτικής δυναστείας που βασίλευσε στην Κύπρο μετά τις Σταυροφορίες:
ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΩΝ
Εκατοντάδες χιλιάδες Ρωμαιοκαθολικοί Χριστιανοί έγιναν σταυροφόροι δίνοντας δημόσιο όρκο και παίρνοντας συνοδικά συγχωροχάρτια από το Βατικανό. Οι Σταυροφόροι προέρχονταν από διάφορα φεουδαλικά βασίλεια της Δυτικής Ευρώπης, των οποίων τα ιδιαίτερα έθιμα υπονόμευαν κάθε προσπάθεια δημιουργίας ενιαίας κεντρικής διοίκησης που θα μπορούσε να ηγηθεί των σταυροφόρων. Mε εκατοντάδες αριστοκράτες και ευγενείς μεταξύ των σταυροφόρων, με τον καθένα τους να αγωνίζεται για προσωπική φήμη, πλούτο και δόξα, ήταν αδιανόητη και προσβλητική ακόμη και η σκέψη ότι ένας φεουδάρχης θα παραιτείτο των προσωπικών του διαταγών επί των πιστών του ενόπλων σε έναν μόνο διοικητή, ευγενή και ανταγωνιστή του για τη θέση στην αυλή. Αυτή η έλλειψη κεντρικής διοίκησης είχε ως αποτέλεσμα συχνές διενέξεις μεταξύ των φεουδαρχών ευγενών, των εκκλησιαστικών ηγετών και των αυλικών, καταλήγοντας σε πολιτικές φατρίες και μεταβαλλόμενες συμμαχίες, καθώς εκατοντάδες ιδιότροποι φεουδάρχες συνωθούνταν για πολιτικά οφέλη και επιρροή εντός της Σταυροφορίας, πράγμα που πολλές φορές οδηγούσε σε μάλλον περίεργες καταστάσεις, όπως για παράδειγμα τότε που οι σταυροφόροι ένωσαν τις δυνάμεις τους με τον στρατό του Ισλαμικού Σουλτανάτου του Ρουμ, στη διάρκεια της Ε΄ Σταυροφορίας.
Έντονες ήταν οι επιπτώσεις των Σταυροφοριών: οι απολογισμοί ποικίλλουν ευρέως από εγκωμιαστικοί μέχρι εξαιρετικά επικριτικοί. Ο Τζόναθαν Ρίλεϊ Σμιθ (Άγγλος ιστορικός) αναγνωρίζει τα ανεξάρτητα κράτη που ιδρύθηκαν, όπως το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ και τα Σταυροφορικά Κράτη ως τα πρώτα πειράματα της "Υπερπόντιας Ευρώπης". Αυτές οι εκστρατείες ξαναάνοιξαν τη Μεσόγειο στο εμπόριο και τα ταξίδια, επιτρέποντας στη Γένοβα και στη Βενετία να ακμάσουν. Οι στρατιές των σταυροφόρων συμμετείχαν στο εμπόριο με τους τοπικούς πληθυσμούς, με τους Ορθόδοξους Βυζαντινούς αυτοκράτορες να οργανώνουν συχνά αγορές για δυνάμεις των Σταυροφόρων που κινούνταν μέσα στα εδάφη τους. Το κίνημα των σταυροφοριών εδραίωσε τη συλλογικλη ταυτότητα της Λατινικής Εκκλησίας υπό την ηγεσία του Πάπα και υπήρξε η πηγή της ιδέας του ηρωισμού, του ιπποτισμού και της μεσαιωνικής ευλάβειας. Αυτό με τη σειρά του γέννησε τον μεσαιωνικό ρομαντισμό, τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία. Εντούτοις οι σταυροφορίες ενίσχυσαν τη σχέση μεταξύ Δυτικής Χριστιανοσύνης, φεουδαρχίας και μιλιταρισμού, πράγμα αντίθετο στην Ειρήνη και στην Εκεχειρία του Θεού, που είχε προωθήσει ο Ουρβανός. Οι σταυροφόροι συχνά λεηλατούσαν τις χώρες, μέσω των οποίων ταξίδευαν με τον χαρακτηριστικό μεσαιωνικό τρόπο της τροφοδοσίας ενός μετακινούμενου στρατού. Οι ευγενείς κρατούσαν για λογαριασμό τους το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών που καταλάμβαναν αντί να το επιστρέψουν στους Βυζαντινούς όπως είχαν ορκισθεί. Στη Ρηνανία η Σταυροφορία του Λαού οδήγησε σε σφαγή και δολοφονία χιλιάδων Εβραίων. Στα τέλη του 19ου αιώνα το επεισόδιο αυτό χρησιμοποιήθηκε από Εβραίους ιστορικούς για να υποστηρίξουν τον Σιωνισμό. Η Δ' Σταυροφορία κατέληξε σε λεηλασία της Κωνσταντινούπολης από τους Ρωμαιοκαθολικούς, τερματίζοντας ουσιαστικά την ευκαιρία επανένωσης της Χριστιανικής Εκκλησίας και οδηγώντας στην εξασθένηση και τελική πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στους Οθωμανούς. Ωστόσο, πολλοί σταυροφόροι ήταν απλώς φτωχοί, που προσπαθούσαν να γλιτώσουν από τις δυσκολίες της μεσαιωνικής ζωής με ένα ένοπλο προσκύνημα που οδηγούσε στην Αποθέωση στην Ιερουσαλήμ.
Στην εικόνα, ο Μανουήλ Γ΄Κομνηνός
Τα στρατεύματα των σταυροφόρων αποκαλούνταν με τίτλους όπως ο στρατός «του σταυρού», «του Χριστού», «του Κυρίου» και «της πίστης». Το σύμβολο του σταυρού ήταν το αναγνωριστικό σημείο των Σταυροφόρων, από το οποίο λάμβαναν και το προσφιλές τους όνομα. Οι Σταυροφόροι ονομάζονταν «οι στρατιώτες του Χριστού», προσκυνητές, λατ. περεγκρίνι, και «οι έχοντες το σημείο του σταυρού», λατ. κρουσισιγκνάτι ή σιγκνατόρες. Η συμμετοχή σε σταυροφορία σήμαινε ότι σταυροφόρος «έπαιρνε τον σταυρό» ή «έπαιρνε το σημείο του σταυρού». Από τους συγχρόνους τους δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι οι Σταυροφορίες ήταν θεϊκή αποστολή και μάλιστα περιγράφονταν ως «τα Έργα του Θεού που επιτελούνταν μέσω των Φράγκων». Όσοι θανατώνονταν κατά τις σταυροφορικές εκστρατείες είχαν το προνόμιο ειδικού συγχωροχαρτιού για τις αμαρτίες που είχαν διαπράξει και θεωρούνταν στη συνείδηση του λαού μάρτυρες. Οι κληρικοί της εποχής προωθούσαν απόψεις όπως ότι οι δίκαιοι δεν έπρεπε να φοβούνται ότι θα τους καταλογιζόταν ως αμαρτία το να σκοτώσουν τον εχθρό του Ιησού Χριστού, ότι ο στρατιώτης του Χριστού μπορεί εκ του ασφαλούς να σκοτώσει και ακόμη περισσότερο να σκοτωθεί και ότι όταν ο στρατιώτης πεθάνει, ωφελεί τον εαυτό του ενώ όταν σφαγιάζει, ωφελεί τον Χριστό. Για τους κληρικούς ήταν αποδεκτό να συμμετέχουν στον πόλεμο εφόσον, όπως αναφέρει ο Θωμάς Ακινάτης, το τρόπαιο δεν θα ήταν εγκόσμια οφέλη αλλά η άμυνα της Εκκλησίας ή των φτωχών και των καταπιεσμένων.
Οι σταυροφορίες ξεκινούσαν με απόφαση του εκάστοτε πάπα της Ρώμης και —τουλάχιστον στην αρχή— ήταν πολύ σημαντικά γεγονότα. Συνήθως η κήρυξη μιας Σταυροφορίας συνοδευόταν και από εγκλήματα και διώξεις από απλούς πολίτες εναντίον των Εβραίων, αρκετές κοινότητες των οποίων βρίσκονταν στη Δυτική Ευρώπη. Ήταν η εύκολη λύση για όσους ήθελαν να εκτονώσουν το θρησκευτικό τους μένος, και για πολλούς άλλους που έβρισκαν ευκαιρία για κλοπές και καταστροφές. Έγιναν αρκετές σταυροφορίες από τον 11ο αιώνα μέχρι και τον 15ο, οπότε έγιναν οι τελευταίες σταυροφορίες κατά των Οθωμανών Τούρκων. Η τελευταία αναλαμπή των σταυροφοριών ήταν η Ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571. Στην εικόνα, ο γάλλος ηγεμόνας Φίλιππος ο Ωραίος:
Όμως πίσω από τον ενθουσιασμό και τα ιδανικά που υπερασπίζονταν οι σταυροφόροι υπήρχαν βαθύτεροι και λιγότερο ευγενείς σκοποί. Οι σταυροφορίες ξεκίνησαν υποκινούμενες κυρίως από την Καθολική εκκλησία, με σκοπό να επεκτείνει την εξουσία της στην Ανατολή και να καταφέρει να υποτάξει την εκκλησία της Κωνσταντινούπολης. Παραλλήλως, πολλοί ηγεμόνες ονειρεύονταν πλούτη, δόξα και περιπέτειες. Ακόμη και οι απλοί άνθρωποι και στρατιώτες που ακολούθησαν είχαν τα δικά τους όνειρα για πλούτη, αναγνώριση και μια καλύτερη ζωή. Οι βυζαντινοί αυτοκράτορες είχαν τα δικά τους σχέδια και προσπάθησαν να στρέψουν τους Σταυροφόρους στην Μικρά Ασία χωρίς μεγάλη επιτυχία. Όλοι όσοι πήραν μέρος άμεσα ή έμμεσα ήθελαν να κερδίσουν κάτι αλλά τα αποτελέσματα των σταυροφοριών άλλαξαν εντελώς διαφορετικά την Ευρώπη από αυτό που περίμεναν. Στις εικόνες, κατά σειράν, οι Πάπες Βονιφάτιος ο Όγδοος, Κλήμης ο Τρίτος, Ευγένιος ο Τρίτος, Γρηγόριος ο Έβδομος, Γρηγόριος ο Όγδοος, Ονώριος ο Τρίτος και Ιννοκέντιος ο Τρίτος, που ενεπλάκησαν στα πολιτικοκοινωνικά γεγονότα αυτής της ταραχώδους περιόδου:
Η βυζαντινή αυτοκρατορία αποδυναμώθηκε περισσότερο, αναγκαζόμενη να έχει τον νου της στη Δύση αντί να συγκρατεί τους Τούρκους στην Ανατολία. Το αποκορύφωμα ήταν η προσωρινή διάλυσή της από την Δ' Σταυροφορία. Τελικά οι Βυζαντινοί υποχρεώθηκαν να πολεμούν στα Βαλκάνια, στην Αδριατική και στο Αιγαίο, έχασαν την Μικρά Ασία και κατακτήθηκαν από τους Τούρκους. Η Δ' Σταυροφορία δεν έπληξε μόνο τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αλλά και την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία. Η βίαια υποταγή της στη Ρώμη και οι διωγμοί των ορθόδοξων ιερέων στην κυρίως Ελλάδα και την Κύπρο από τους σταυροφόρους έμειναν χαραγμένα στη μνήμη της. Από την άλλη, διωγμοί και σφαγές Λατίνων, απλών ανθρώπων ή ιερέων, από τους Βυζαντινούς, που είχαν συμβεί κάποιες φορές και πριν το 1204 που κυριεύθηκε η Κωνσταντινούπολη από τους Σταυροφόρους αλλά και αρκετές φορές μετά, συνέτειναν στο να μη βλέπουν με καλό μάτι οι Δυτικοί τους Βυζαντινούς. Μάλιστα, η ιδέα μίας σταυροφορίας εναντίον της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας υπήρξαν εποχές που συζητιόταν αρκετά έντονα στη Δύση. Οι Άραβες βελτίωσαν τις τακτικές τους, έμαθαν καινούρια γι' αυτούς όπλα από τους σταυροφόρους, εφηύραν νέα δικά τους και κατάφεραν το 1187 να ανακαταλάβουν την Ιερουσαλήμ, το 1260 να νικήσουν τους Μογγόλους στο Αν Τζαϊλούτ και να καταλάβουν τον Άγιο Ιωάννη της Άκρας από τους Σταυροφόρους το 1291 τερματίζοντας την κυριαρχία των σταυροφόρων στην Ανατολή. Ήδη όμως, το ενδιαφέρον στη Δύση για τις σταυροφορίες είχε εξαντληθεί, και η εποχή των σταυροφοριών τελείωσε και τυπικά. Οι σταυροφόροι κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ το 1099,και ίδρυσαν τις δικές τους ηγεμονίες στην Ανατολή. Η δύναμή τους, όμως, δεν ήταν ποτέ πολύ μεγάλη, καθώς αποτελούσαν την μειοψηφία του πληθυσμού, και σταδιακά βρέθηκαν σε θέση άμυνας. Τους δύο αιώνες που παρέμειναν στην περιοχή επωφελήθηκαν και αυτά που έμαθαν, τα διέδωσαν, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, στις πατρίδες τους. Έμαθαν τον αραβικό πολιτισμό, εκτίμησαν την ιατρική και πολλοί από αυτούς στα κάστρα τους ζούσαν σαν μουσουλμάνοι, φορώντας ανατολίτικα ρούχα, κάνοντας λουτρά και γευόμενοι την ανατολίτικη κουζίνα. Καλλιεργήθηκαν πνευματικά και έγιναν πραγματικοί ευγενείς άρχοντες. Βελτίωσαν και αυτοί με τη σειρά τους τις πολεμικές τους μεθόδους αλλά τελικά εκδιώχθηκαν από την Ανατολή. Ακόμη, ιδρύθηκαν 3 θρησκευτικά-πολεμικά τάγματα που θα επηρέαζαν σε μεγάλο βαθμό την πορεία των σταυροφοριών. Αυτά ήταν το τάγμα των Ναΐτών,το τάγμα των Ιωαννιτών και το τάγμα των Τευτόνων Ιπποτών.Υπήρχαν και άλλα τάγματα όμως αυτά ήταν τα πιο γνωστά διότι ήταν και τα πιο ισχυρά. Όλα τα τάγματα προέρχονταν από όλη την Ευρώπη. Οι Ναΐτες φορούσαν άσπρη φορεσιά με κόκκινο σταυρό, οι Ιωαννίτες μαύρη φορεσιά με άσπρο σταυρό και οι Τεύτονες άσπρη φορεσιά με μαύρο σταυρό. Οι περισσότεροι Ιωαννίτες υπήρχαν στο Πριγκιπάτο της Αντιόχειας, οι Ναΐτες στο Βασίλειο της Ιερουσαλήμ ενώ οι Τεύτονες κυρίως στην ανατολική Ευρώπη. Υπήρχαν όμως και άλλοι που πολέμησαν ενάντια των Σαρακηνών. Ενας λαός και ένας πολιτισμός που καταγόταν από τους απομείναντες Ευρωπαίους κατοίκους των σταυροφορικών κρατών - ιδιαίτερα Γάλλους Λεβαντίνους στο Λίβανο, την Παλαιστίνη, το Ισραήλ και την Τουρκία - και εμπόρους από τις θαλάσσιες δημοκρατίες της Μεσογείου - Βενετία, Γένοβα και Ραγούζα, συνέχισαν να επιβιώνουν στην Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και άλλα μέρη της Μικράς Ασίας και των ακτών της Ανατολικής Μεσογείου καθόλη τη μεσαιωνική Βυζαντινή και την Οθωμανική εποχή. Αυτοί οι λαοί είναι γνωστοί ως Λεβαντίνοι ή Φραγκολεβαντίνοι και είναι Ρωμαιοκαθολικοί. Αφότου οι Βρετανοί κατέλαβαν τμήματα της Οθωμανικής Συρίας στον απόηχο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο όρος "Λεβαντίνοι" έχει χρησιμοποιηθεί ως δηλωτικός των κατοίκων μεικτής Αραβικής και Ευρωπαϊκής καταγωγής και των Ευρωπαίων - συνήθως Γάλλων, Ιταλών ή Ελληνων - που υιοθέτησαν τοπικές ενδυμασίες και έθιμα. Οι σταυροφορίες επηρέασαν τη στάση της Δυτικής Εκκλησίας και του λαού έναντι του πολέμου. Η συχνή κήρυξη σταυροφοριών εξοικίωσε τον κλήρο με τη χρήση της βίας. Οι σταυροφορίες πυροδότησαν επίσης τη συζήτηση για τη νομιμότητα της αφαίρεσης εδαφών και περιουσιών από τους ειδωλολάτρες για καθαρά θρησκευτικούς λόγους, που θα ανέκυπτε πάλι το 15ο και το 16ο αιώνα με την Εποχή των Ανακαλύψεων. Οι ανάγκες των σταυροφορικών πολέμων προκάλεσαν εξελίξεις στην κοσμική διακυβέρνηση, που όμως δεν ήταν κατ' ανάγκη θετικές. Οι πόροι που συγκεντρώθηκαν για τις σταυροφορίες θα μπορούσαν να είχαν χρησικοποιηθεί από τα συμμετέχοντα κράτη για τοπικές και περιφερειακές ανάγκες και όχι σε μακρινές χώρες. Με τη δύναμη και το κύρος που προήλθαν από τις σταυροφορίες η παπική κουρία απέκτησε μεγαλύτερο έλεγχο σε όλη τη Δυτική Εκκλησία και επεξέτεινε το σύστημα της παπικής φορολογίας σε όλη την εκκλησιαστική δομή της Δύσης. Το σύστημα των συγχωροχαρτιών αναπτύχθηκε σημαντικά στην ύστερη μεσαιωνική Ευρώπη, πυροδοτώντας αργότερα την Προτεσταντική Μεταρρύθμιση στις αρχές του 16ου αιώνα. Η στρατιωτική εμπειρία επηρέασε το σχεδιασμό των Ευρωπαϊκών κάστρων - το Κάστρο Κέρναρφον αντανακλά άμεσα το στυλ των φρουρίων που ο Εδουάρδος Α΄ είχε παρατηρήσει πολεμώντας στις Σταυροφορίες. Η Σταυροφορία των Αλβιγηνών σχεδιάστηκε για να εξαλείψει την αίρεση των Καθαρών στο Λανγκντόκ. Ενα αποτέλεσμά της ήταν η απόκτηση από τη Γαλλία εδαφών με στενότερους πολιτιστικούς και γλωσσικούς δεσμούς με την Καταλονία. Η Σταυροφορία των Αλβιγηνών έπαιξε επίσης ρόλο στη δημιουργία και θεσμοθέτηση τόσο του Τάγματος των Δομινικανών όσο και της Μεσαιωνικής Ιεράς Εξέτασης. Ο Διωγμός των Εβραίων στην Α΄ Σταυροφορία εγκαινίασε μια χιλιόχρονη παράδοση οργανωμένων επιθέσεων κατά των Εβραίων της Ευρώπης.
Μετά την πτώση της Ακρας το 1291 η Ευρωπαϊκή υπεράσπιση των Σταυροφοριών διατηρήθηκε, παρά τις επικρίσεις από σύγχρονους όπως ο Ρότζερ Μπέικον που αισθανόταν ότι οι Σταυροφορίες ήταν ανώφελες αφού "αυτοί που επέζησαν, μαζί με τα παιδιά τους, είναι όλο και πιο πικραμένοι έναντι της Χριστιανικής πίστης". Ο ιστορικός Νόρμαν Ντέιβις (γ. 1939) συνόψισε την άποψη κατά των σταυροφοριών ως αντίθετων προς την "Ειρήνη και Εκεχειρία του Θεού", που ο Ουρβανός είχε προωθήσει. Αντιθέτως ενίσχυσαν τη σύνδεση της Δυτικής Χριστιανοσύνης με τη φεουδαρχία και το μιλιταρισμό. Η δημιουργία στρατιωτικών θρησκευτικών ταγμάτων σκανδάλισε τους Βυζαντινούς Ελληνες Ορθόδοξους Χριστιανούς. Οι σταυροφόροι λεηλατούσαν τις χώρες που περνούσαν κατά την πορεία τους προς την Ανατολή. Αντί να κρατήσουν τον όρκο τους να αποδώσουν τα εδάφη στους Βυζαντινούς, συνήθως τα κρατούσαν για λογαριασμό τους. Η Σταυροφορία του Λαού υποκίνησε τη Γερμανική Σταυροφορία και τη σφαγή χιλιάδων Εβραίων. Η Δ΄ Σταυροφορία είχε ως αποτέλεσμα την άλωση της Κωνσταντινούπολης θέτοντας ουσιαστικά τέρμα στην ευκαιρία επανένωσης της Χριστιανικής εκκλησίας με την άρση του Σχίσματος Ανατολής-Δύσης, οδηγώντας στην εξασθένιση και τελική υποταγή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στους Οθωμανούς.
Οι ιστορικοί του Διαφωτισμού επέκριναν τη λοξοδρόμηση των σταυροφοριών. Ειδικότερα επεσήμαναν την Δ΄ Σταυροφορία, που αντί να επιτεθεί στο Ισλάμ επιτέθηκε σε μια άλλη Χριστιανική δύναμη - την (Ανατολική) Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ο Ντέιβιντ Νίκολ (γ.1944) αναφέρει ότι η Δ΄ Σταυροφορία υπήρξε πάντα αμφιλεγόμενη όσον αφορά την "προδοσία" του Βυζαντίου. Οκτακόσια χρόνια μετά την Δ΄ Σταυροφορία ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ εξέφρασε δύο φορές τη λύπη του για τα γεγονότα γύρω από αυτή. Το 2001 έγραψε στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χριστόδουλο αναφέροντας "Είναι τραγικό που οι επιδρομείς, που ξεκίνησαν για να διασφαλίσουν την ελεύθερη πρόσβαση των Χριστιανών στους Αγίους Τόπους στράφηκαν κατά των εν πίστη αδελφών τους. Το γεγονός ότι αυτοί ήταν Λατίνοι Χριστιανοί γεμίζει τους Καθολικούς με βαθειά θλίψη." Το 2204, όταν ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος επισκέθηκε το Βατικανό ο Ιωάννης Παύλος Β΄ αναρωτήθηκε "Πώς να μη μοιραστούμε, μετά από οκτακόσια χρόνια, τον πόνο και την αποστροφή". Αυτό έχει θεωρηθεί ως απολογία προς την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία για τη φοβερή σφαγή που διέπραξαν οι πολεμιστές της Δ΄ Σταυροφορίας. Τον Απρίλιο του 2004, σε ομιλία για την 800ή επέτειο της άλωσης της πόλης, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος έκανε επίσημα δεκτή την απολογία. "Το πνεύμα της συμφιλίωσης είναι ισχυρότερο από το μίσος" είπε, κατά τη διάρκεια μιας λειτουργίας που παρακολουθούσε και ο Ρωμαιοκαθολικός Αρχιεπίσκοπος Φιλίπ Μπαρμπαρέν της Λυών της Γαλλίας. "Αποδεχόμαστε με ευγνωμοσύνη και σεβασμό την εγκάρδια χειρονομία σας για τα τραγικά γεγονότα της Δ΄ Σταυροφορίας. Είναι γεγονός ότι εδώ στην πόλη διαπράχθηκε ένα έγκλημα πριν από 800 χρόνια". Ο Βαρθολομαίος είπε ότι η αποδοχή του ήρθε με το πνεύμα του Πάσχα. "Το συμφιλιωτικό πνεύμα της ανάστασης ... μας παρακινεί προς τη συμφιλίωση των εκκλησιών μας". Ένα πολύ σημαντικό μάθημα ήταν αυτό που πήραν οι βασιλείς. Πριν από τις σταυροφορίες, σε όλη σχεδόν τη Δυτική Ευρώπη, οι κόμητες και οι δούκες ήταν αυτοί που είχαν την ουσιαστική εξουσία, και η επιρροή της Καθολικής Εκκλησίας ήταν αδιαμφισβήτητη. Ο βασιλιάς στις περισσότερες χώρες ήταν ένα συμβολικό πρόσωπο με μικρή εξουσία και πολύ λίγα εδάφη. Ζητούσε από τους φεουδάρχες να τον βοηθήσουν σε περίπτωση πολέμου και δεν τους διέταζε. Οι φεουδάρχες ήταν ελεύθεροι να διεξάγουν τους δικούς τους πολέμους, και στην περίπτωση που πολεμούσαν με ένα φεουδάρχη από το ίδιο βασίλειο, ο βασιλιάς έπαιζε απλώς τον ρόλο του διαιτητή. Όμως, στην Ανατολή παρατήρησαν τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες και τους μουσουλμάνους ηγεμόνες που είχαν απόλυτη και ουσιαστική δύναμη σε ότι αφορούσε τις επικράτειές τους, ακόμη και πάνω στον κλήρο, και θέλησαν να τους μιμηθούν. Αυτό το τελευταίο, οδήγησε στην αποδυνάμωση της επιρροής της Καθολικής Εκκλησίας, που με τον καιρό και με τους λανθασμένους χειρισμούς ορισμένων παπών έχανε όλο και πιο πολύ τη δύναμή της, αλλά και στη δημιουργία των σύγχρονων εθνών. Στην Α' Σταυροφορία όλοι ανεξαιρέτως, από όπου και αν κατάγονταν, έφεραν στο μπράτσο τους τον κόκκινο σταυρό. Στην Γ' Σταυροφορία, οι Γάλλοι έφεραν κόκκινο σταυρό, όσοι ήταν από τη Φλάνδρα και τη Λορραίνη έφεραν πράσινο σταυρό, και οι Άγγλοι άσπρο σταυρό σε κόκκινο φόντο, σημάδι ότι δε συμμετείχαν απλά ως στρατιώτες της Πίστης, αλλά και ότι ο κάθε λαός συμμετείχε υπό τη δική του σημαία.
Η Δ' Σταυροφορία (1201-1204) είχε στόχο την κατάληψη της Ιερουσαλήμ μέσω μιας εισβολής στην Αίγυπτο, αλλά παρέκκλινε από το στόχο της και οι Σταυροφόροι κατέλαβαν τελικά την Κωνσταντινούπολη, καταλύοντας τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και ιδρύοντας τη Λατινική Αυτοκρατορία. Ως ιστορικό γεγονός, η Δ' Σταυροφορία αποτέλεσε ένα εξαιρετικά πολύπλοκο ιστορικό φαινόμενο, το οποίο υπήρξε αποτέλεσμα διάφορων συμφερόντων και συναισθημάτων: θρησκευτικά αισθήματα, ελπίδες των Σταυροφόρων για ηθική ανταμοιβή και επιθυμία για κέρδη και περιπέτειες και υλικά κέρδη από την άλλη πλευρά. Όμως, η επικράτηση των υλικών συμφερόντων, η οποία ήταν αισθητή και στις προηγούμενες Σταυροφορίες, εκδηλώθηκε ξεκάθαρα κατά την Δ’ Σταυροφορία με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1204. Την εποχή εκείνη η Παλαιστίνη ανήκε στην αιγυπτιακή δυναστεία των Αγιουβιδών. Μετά τον θάνατο όμως του Σαλαδίνου (Μάρτιος 1193), τα μέλη της δυναστείας ήλθαν σε εμφύλια σύγκρουση. Η εξέλιξη αυτή φαίνονταν ότι ήταν ευνοϊκή για την επιτυχή έκβαση μιας επικείμενης Σταυροφορίας.Μάλιστα την εποχή εκείνη στα χέρια των Σταυροφόρων είχαν μείνει μόνο, δύο αξιόλογες πόλεις: η Αντιόχεια (στη Συρία) και η Τρίπολη (στην Παλαιστίνη), καθώς και ένα παραλιακό κάστρο, η Άκρα. Ήταν επομένως επιτακτική η κήρυξη Σταυροφορίας για την επανάκτηση των υπόλοιπων Αγίων Τόπων (κυρίως των Ιεροσολύμων). Kατά τo έτoς που προηγήθηκε της έναρξης της Δ' Σταυροφορίας, στο Βυζάντιο επικρατούσε γενικός αναβρασμός και ατμόσφαιρα εμφυλίου πολέμου, η οποία οφειλόταν στις ανεπαρκείς ικανότητες τις αυτοκρατορικής δυναστείας των Αγγέλων. Στην Πελοπόννησο, ο τοπικός άρχοντας Λέων Σγουρός είχε αποστατήσει, και με έδρα το Άργος επέκτεινε την κυριαρχία του βόρεια, μέχρι την κεντρική Εύβοια και τη Λάρισα. Στη Ρόδο αποστάτησε ο τοπικός άρχοντας, Λέων Γαβαλάς. Στην Μικρά Ασία σημαντικό υπήρξε το κίνημα του Θεόδωρου Λάσκαρη στη Βιθυνία. Στον Πόντο, τον Απρίλιο του 1204, η Τραπεζούντα καταλήφθηκε με γεωργιανό στρατό από τον εγγονό του Ανδρόνικου, Αλέξιο Α', ο οποίος ίδρυσε εκεί στη συνέχεια την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Η περιοχή της Σμύρνης, είχε αποσπαστεί από το Βυζάντιο από το 1198. Η περιοχή της Φιλαδέλφειας το 1203 αποστάτησε με επικεφαλής τον τοπικό της άρχοντα. Η Αττάλεια είχε και αυτή ανεξάρτητο δικό της κυβερνήτη, κάποιον Ιταλό τυχοδιώκτη. Η άλλοτε ισχυρή κεντρική εξουσία της Αυτοκρατορίας ήταν πια σκιώδης.
Η Δύση μετά την Γ’ Σταυροφορία Κατά τα τέλη του 12ου αιώνα και κυρίως την εποχή που αυτοκράτορας της (γερμανικής) Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, Ερρίκου Στ’, η επιρροή των Γερμανών ήταν αισθητή στην Ιταλία, ενώ τα σχέδια του απειλούνταν από το Βυζάντιο. Ο νέος Πάπας, που εξελέγη το 1198, Ιννοκέντιος Γ', έστρεψε την προσοχή του στην πλήρη αποκατάσταση της παπικής εξουσίας, στην οποία αποτελούσαν εμπόδιο οι εκάστοτε Γερμανοί Αυτοκράτορες και στην τοποθέτησή του ως αρχηγού κατά του Ισλάμ σε επικείμενη Σταυροφορία. Οι πόλεις της Ιταλίας, αντιδρώντας στην γερμανική επιρροή, βρίσκονταν στο πλευρό του Πάπα. Θεωρώντας ως εχθρό του παπισμού και της Ιταλίας την γερμανική αυτοκρατορική δυναστεία των Χοενστάουφεν, ο Πάπας άρχιζε να υποστηρίζει την αντίπαλη φατριά του Όθωνα του Μπράουνσβαϊχ. Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας, Αλέξιος Γ’ πιστεύοντας πως θα μπορούσε να αποτελέσει το Βυζάντιο ένα κοσμικό κράτος, απέστειλε επιστολή στον Πάπα λέγοντας ότι μονό αυτός, ως απόγονος της γνήσιας οικουμενικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας θα ήταν δυνατό να επιβληθεί πολιτικά σε όλο τον δυτικό κόσμο. Στην πραγματικότητα, η πολύπλοκη εσωτερική και εξωτερική κατάσταση του Βυζαντίου δεν άφηνε καμία ελπίδα για την επιτυχία τόσο φιλόδοξων σχεδίων. Πάπας Ιννοκέντιος Γ’ Ο Ιννοκέντιος, σε αντίθεση με τους προκατόχους του, δεν ήθελε να βλέπει το Βυζάντιο ως σχισματικό κράτος και άρχισε συνεννοήσεις για την ένωση των Εκκλησιών, απειλούσε μάλιστα ότι σε περίπτωση που ο Αλέξιος Γ’ φέρει αντιρρήσεις θα υποστηρίξει τον εκθρονισθέντα αυτοκράτορα Ισαάκιο, που η κόρη του είχε παντρευτεί τον Γερμανό Φίλιππο της Σουαβίας. Ο Αλέξιος Γ’ όχι μόνο δεν συμφώνησε με την πιθανή ένωση των εκκλησιών, αλλά σε επιστολή του υποστήριξε ότι η αυτοκρατορική εξουσία είναι ανώτερη από την πνευματική. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ενταθούν οι μεταξύ τους σχέσεις. Ταυτόχρονα με τις διπλωματικές προσεγγίσεις ο Ιννοκέντιος οργάνωνε την επικείμενη Σταυροφορία, κατά την οποία οι Χριστιανοί της Ανατολής και της Δύσης θα ενώνονταν για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τα χέρια των ‘απίστων’. Απεσταλμένοι του Πάπα εστάλησαν σε όλους τους άρχοντες της Ευρώπης που ταυτόχρονα υπόσχονταν άφεση αμαρτιών σε περίπτωση συμμετοχής. Στο κάλεσμα όμως δεν ανταποκρίθηκε ικανοποιητικός αριθμός: ο βασιλιάς Φίλιππος Αύγουστος Β' της Γαλλίας είχε ήδη αφορισθεί λόγω του διαζυγίου του, ο Ιωάννης ο Ακτήμων της Αγγλίας ήταν απασχολημένος σε συγκρούσεις με τους βαρόνους του και στη Γερμανία, είχε ξεσπάσει αγώνας μεταξύ του Όθωνα του Μπράουνσβαϊχ και του Φιλίππου του Σουαβίας. Από τους σημαντικούς βασιλιάδες μόνο αυτός της Ουγγαρίας έλαβε μέρος στην Σταυροφορία. Πάντως οι πιο εκλεκτοί ιππότες της Δύσης, κυρίως από τη βόρεια Γαλλία, ακολούθησαν τους Σταυροφόρους. Δόγης Δάνδολος Σημαντικό ρόλο στην Δ’ Σταυροφορία έπαιξε ο δόγης της Βενετίας Ερρίκος Δάνδολος. Αν και ανέβηκε στον θρόνο σε ηλικία ογδόντα ετών, ήταν αρκετά δυναμικός ως χαρακτήρας και είχε πλήρη επίγνωση των επιδιώξεων της Βενετίας, κυρίως των οικονομικών. Επίσης υπήρξε, κατά τις πηγές, μεγαλοφυής διπλωμάτης, πολιτικός και πολύπειρος οικονομολόγος. Την εποχή εκείνη οι σχέσεις Βενετίας και Βυζαντίου δεν ήταν φιλικές. Ένας θρύλος αναφέρει ότι ο Δάνδολος, όταν ήταν νεώτερος και έμενε για ένα διάστημα φιλοξενούμενος στην Κωνσταντινούπολη, τυφλώθηκε ύπουλα από κάποιους Βυζαντινούς με ένα κοίλο κάτοπτρο που αντανακλούσε τις ακτίνες του ήλιου και το γεγονός αυτό ήταν η αιτία του μίσους που έτρεφε ο δόγης προς το Βυζάντιο. Βέβαια η αμοιβαία δυσπιστία και ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο κρατών είχαν βαθύτερα αίτια. Ο Δάνδολος είχε αντιληφθεί καλά ότι η Ανατολή (χριστιανική και μωαμεθανική) ήταν πηγή πλούτου και έστρεψε την προσοχή του πρώτα στον πλησιέστερο αντίπαλο, το Βυζάντιο. Ως πρώτο βήμα ζήτησε την πλήρη αποκατάσταση όλων των εμπορικών προνομίων που είχε αποκτήσει η Βενετία παλαιότερα στο Βυζάντιο και είχαν περιοριστεί την εποχή των Κομνηνών. Επίσης, όπως και ο Πάπας, έτσι και ο Δάνδολος απειλούσε ότι θα υποστηρίξει τις αξιώσεις επί του βυζαντινού θρόνου της οικογένειας του εκθρονισθέντος Ισαάκιου Αγγέλου. Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας της Δ’ Σταυροφορίας δύο χαρακτήρες έπαιξαν σημαντικό ρόλο: ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ’ ως αντιπρόσωπος του πνευματικού παράγοντα και ο δόγης Ερρίκος Δάνδολος, ως εκπρόσωπος του κοσμικού παράγοντα, που έδινε προτεραιότητα στους υλιστικούς εμπορικούς σκοπούς. Ο κόμης Θεοβάλδος Γ' της Καμπανίας εξελέγη αρχηγός του στρατού των Σταυροφόρων, αλλά πέθανε ξαφνικά πριν αρχίσει η Σταυροφορία. Ως νέος ηγέτης εκλέχθηκε ο Βονιφάτιος ο Μομφερατικός, έτσι η αρχηγία περιήλθε σε Ιταλό πρίγκιπα. Οι Σταυροφόροι έπρεπε να συγκεντρωθούν αρχικά στη Βενετία, που αντί ορισμένου χρηματικού ποσού ανέλαβε να τους μεταφέρει με τα πλοία της στην Ανατολή. Η Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας όμως δεν ήθελε να τους μεταφέρει πριν εισπράξει ολόκληρο το χρηματικό ποσό που της είχαν υποσχεθεί. Μη έχοντας όλο το ποσό, οι Σταυροφόροι αναγκάστηκαν να δεχτούν την πρόταση του Δάνδολου: να τον βοηθήσουν να καταλάβει τη δαλματική πόλη Ζάρα (σημερινή Ζαντάρ) που είχε αποσπαστεί από τη Βενετία για να προσαρτηθεί στην Ουγγαρία. Αν και ο βασιλιάς της Ουγγαρίας μετείχε στην Σταυροφορία, οι Σταυροφόροι δέχτηκαν την πρόταση του δόγη και κατευθύνθηκαν εναντίον της Ζάρα, μιας πόλης που επρόκειτο να συμμετάσχει στη Σταυροφορία. Έτσι η Σταυροφορία που προορίζονταν να στραφεί κατά των μουσουλμάνων "απίστων" άρχισε την πολιορκία μιας χριστιανικής πόλης στην οποία ζούσαν Σταυροφόροι. Παρά τις έντονες διαμαρτυρίες του Πάπα και τις απειλές για μαζικούς αφορισμούς, οι σταυροφόροι κατέλαβαν τη Ζάρα και την κατέστρεψαν. Δεν πτοήθηκαν ούτε όταν οι κάτοικοι της πόλης τοποθέτησαν στα τείχη Εσταυρωμένους. Όταν ο Πάπας πληροφορήθηκε την κατάληψη της Ζάρα και άκουσε τα εναντίον των Σταυροφόρων και των Ενετών παράπονα του Βασιλιά της Ουγγαρίας, προέβη στον αφορισμό τους. Αυτό, όμως, δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, αν και ανακάλεσε μετέπειτα τον αφορισμό κατά των Σταυροφόρων άφησε 'τιμωρημένους' τους Βενετούς. Πάντως, ο Ιννοκέντιος δεν απαγόρευσε στους Σταυροφόρους να έρχονται σε επαφή με τους αφορεσμένους Βενετούς και έτσι η συνεργασία τους συνεχίστηκε.
Παρέκκλιση προς Κωνσταντινούπολη Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Ζάρα, αναδείχτηκε μια νέα προσωπικότητα στο προσκήνιο: ο γιος του εκθρονισμένου βυζαντινού αυτοκράτορα Ισαάκιου, Αλέξιος, που είχε καταφύγει στη Δύση με σκοπό να ζητήσει βοήθεια για την αποκατάσταση του θρόνου του. Ενώ αρχικά κατέφυγε στην Γερμανία, ο Όθωνας του Μπράουνσβαϊχ ήταν ανίκανος να τον υποστηρίξει, λόγω εσωτερικών προβλημάτων στην χώρα του, έστειλε όμως αντιπροσωπεία στη Ζάρα, ζητώντας από τη Βενετία και τους Σταυροφόρους να τον βοηθήσουν. Για τη βοήθεια αυτή ο Αλέξιος υποσχέθηκε, σε ό,τι αφορούσε τον θρησκευτικό τομέα, να υποτάξει το Βυζάντιο στη Ρώμη, αλλά και να πληρώσει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό μετά την αποκατάστασή του και τέλος να συμμετάσχει και ο ίδιος προσωπικά στην μετέπειτα Σταυροφορία. Ο Δάνδολος αντιλήφθηκε αμέσως όλα τα πλεονεκτήματα αυτής της πρότασης και ήθελε να παίξει κύριο ρόλο στην εκστρατεία κατά της Κωνσταντινούπολης. Έβλεπε ότι ανοίγονταν μεγάλες ευκαιρίες από αυτή την τροπή των γεγονότων. Αρχικά, οι Σταυροφόροι δεν ενέκριναν αυτή την αλλαγή στα σχέδια, όμως τελικά συμφώνησαν με τον Δάνδολο. Οι περισσότεροι από τους Σταυροφόρους αποφάσισαν να συμμετάσχουν κατά της Κωνσταντινούπολης, υπό τον όρο μετά να κατευθυνθούν προς την Αίγυπτο. Έτσι, τον Μάιο του 1203 ο Ενετικός στόλος με τον Δάνδολο, τον Βονιφάτιο Μομφερατικό και τον πρίγκιπα Αλέξιο, απέπλευσε από τη Ζάρα και ύστερα από ένα μήνα έκανε την εμφάνισή του στην πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Πολλοί ερευνητές πάντως έχουν δώσει μεγάλη σημασία στο ζήτημα αυτής της παρέκκλισης της Σταυροφορίας προς Κωνσταντινούπολη. Αυτή η εκδοχή των τυχαίων συμπτώσεων που οδήγησαν τελικά την Σταυροφορία κατά του Βυζαντίου, υποστηρίζεται από τον ιστορικό Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο, που είχε συμμετάσχει στην Σταυροφορία και ήταν κύρια πρωτογενής πηγή της Δ' Σταυροφορίας. Υπάρχουν όμως και άλλες πηγές που υποστηρίζουν ότι η πορεία κατά της Κωνσταντινούπολη είχε μυστικά αποφασιστεί εξαρχής από τον Πάπα και τον Γερμανό βασιλιά Φίλιππο της Σουαβίας[1][2]. Γενικά, από διαφορετικές πηγές έχουν διατυπωθεί τα δύο αυτά διαφορετικά σενάρια, δηλαδή των «τυχαίων γεγονότων» και της «προμελέτης»[3][4]. Μια άλλη ιστορική πηγή, ο Γάλλος μελετητής, Μα-Λατρί, υποστήριξε ότι η Βενετία, είχε μυστική συνθήκη με τον Σουλτάνο της Αιγύπτου και, ως εκ τούτου, με δεξιοτεχνία ανάγκασε τους Σταυροφόρους να εγκαταλείψουν τον βασικό τους στόχο, την Αίγυπτο, και να κατευθυνθούν εναντίον του Βυζαντίου[5]. Πέρα από τις διάφορες θεωρίες, οι πηγές συγκλίνουν σε ένα συμπέρασμα: ότι επικράτησε η ισχυρή θέληση του Δάνδολου, ο οποίος είχε ανησυχήσει από την οικονομική ανάπτυξη των άλλων ιταλικών κρατών, της Γένουας και της Πίζας και προσδοκούσε στον απεριόριστο πλούτο και λαμπρό μέλλον από την κατάκτηση των αγορών της Ανατολής. Τελικά, κατά τα τέλη του Ιουνίου του 1203, ο στόλος των Σταυροφόρων έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, η οποία την εποχή εκείνη κατά τον Νικήτα Χωνιάτη, θύμιζε στους Δυτικοευρωπαίους «την Σύβαρι, που ήταν γνωστή για την μαλθακότητά της»[6]. Από σύγχρονες δυτικές πηγές, αναφέρεται ο απεριόριστος θαυμασμός που έτρεφαν οι Σταυροφόροι για το πλούτο που κατείχε η Πόλη.
Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους (1204). Φαινόταν πιθανό ότι η οχυρωμένη βυζαντινή πρωτεύουσα θα μπορούσε να αντισταθεί με επιτυχία στους Σταυροφόρους, των οποίων ο αριθμός δεν ήταν τόσο μεγάλος. Οι τελευταίοι, όμως, αποβιβάστηκαν στην ευρωπαϊκή ακτή και κατέλαβαν τον Γαλατά, έσπασαν την αλυσίδα που έκλεινε τον Κεράτιο κόλπο και εισχώρησαν σε αυτόν πυρπολώντας τα πλοία που βρίσκονταν εκεί. Ταυτόχρονα οι ιππότες επιτέθηκαν κατά της πόλης, που παρά την απεγνωσμένη αντίσταση, ιδιαίτερα από τους μισθοφόρους Βαράγγους, καταλήφθηκε τον Ιούλιο του 1203 από τους Σταυροφόρους. Ο Αλέξιος Γ΄ που δεν είχε ούτε τη θέληση, ούτε τη δύναμη να αντισταθεί, εγκατέλειψε την πόλη και διέφυγε παίρνοντας μαζί του το δημόσιο θησαυροφυλάκιο. Ο Ισαάκιος Β΄ απελευθερώθηκε από τη φυλακή και επανήλθε στον θρόνο, ενώ ο γιος του Αλέξιος που είχε φτάσει μαζί με τους Σταυροφόρους ανακηρύχθηκε συν-αυτοκράτορας (Αλέξιος Δ΄). Η πρώτη αυτή πολιορκία και κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους έγινε με σκοπό την αποκατάσταση του Ισαακίου Β΄ στον θρόνο. Η συνέχεια της Σταυροφορίας δεν ήταν αυτή που είχε σχεδιαστεί στη Ζάρα. Το αυτοκρατορικό ταμείο πλέον ήταν άδειο. Απελπισμένος ο νέος συν-αυτοκράτορας προσπαθεί να συλλέξει το χρηματικό ποσό που έχει υποσχεθεί στους Σταυροφόρους με διάφορους τρόπους: πρόσθετοι φόροι, δασμοί, συλλέγεται ακόμη και το ασήμι και το χρυσάφι από το στολισμό της εκκλησιαστικής περιουσίας. Όμως ο λαός της Κωνσταντινούπολης τρέφει εχθρικά αισθήματα για την νέα του εξουσία, που την θεωρούσε προδοτική καθώς συναίνεσε στην Άλωση της πόλης. Η επανάσταση δεν αργεί να ξεσπάσει. Ο λαός της Πόλης ανατρέπει την εξουσία του και ανακηρύσσει αυτοκράτορα τον Αλέξιο Ε΄ Μούρτζουφλο. Ο Μούρτζουφλος, γνωστός και ως Αυτοκράτορας Αλέξιος Ε΄, υποστηριζόταν από την παράταξη που διατίθεντο εχθρικά προς τους Σταυροφόρους και δεν δέχεται σε καμία περίπτωση να τηρήσει τους όρους των προκατόχων του με τους Σταυροφόρους και αρνείται οποιονδήποτε συμβιβασμό. Αντίθετα προσπαθεί να οργανώσει την άμυνα της πόλης για ενδεχόμενη επίθεση που δεν αργεί να πραγματοποιηθεί. Οι Σταυροφόροι μετά το θάνατο του Ισαακίου και του Αλεξίου, ύστερα από διαταγή του ίδιου του Μούρτζουφλου, θεώρησαν τους εαυτούς τους απαλλαγμένους από κάθε υποχρέωση που είχαν αναλάβει έναντι του Βυζαντίου. Η ευθεία σύγκρουση Ελλήνων και Σταυροφόρων ήταν πια αναπόφευκτη και οι δεύτεροι άρχισαν να σχεδιάζουν την, για λογαριασμό τους, κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Τον Μάρτιο του ίδιου έτους (1204) πραγματοποιήθηκε μεταξύ Βενετίας και Σταυροφόρων συνθήκη, σχετικά με τη διαίρεση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η πρώτη πρόταση της συνθήκης είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή: «Εν ονόματι του Χριστού, πρέπει να καταλάβουμε, δια των όπλων, την πόλη» . Τα κύρια σημεία της συνθήκης είχαν ως εξής: Η κυβέρνηση των Λατίνων θα εγκαθίστατο στην πόλη και οι σύμμαχοι τους θα συμμετείχαν στην κατανομή των λαφύρων. Επιτροπή αποτελούμενη από έξι Βενετούς και έξι Γάλλους, θα εξέλεγε εκείνον που, κατά τη γνώμη τους, θα κυβερνούσε καλύτερα τη χώρα «προς δόξαν του Θεού, της Αγίας Ρωμαϊκής Εκκλησίας και της Αυτοκρατορίας». Ο Αυτοκράτορας θα είχε στη διάθεσή του το ένα τέταρτο της πόλης, την έξω από την πόλη περιοχή, καθώς και δύο ανάκτορα εντός της πόλης. Τα υπόλοιπα τρία τέταρτα θα δίνονταν κατά το ήμισυ στους Βενετούς και το υπόλοιπο στους άλλους Σταυροφόρους. Όλοι οι Σταυροφόροι που θα λάμβαναν μικρές ή μεγάλες κτήσεις, εκτός από τον Ερρίκο Δάνδολο, όφειλαν να ορκιστούν πίστη στον Αυτοκράτορα. Αφού οι Σταυροφόροι δέχθηκαν τους όρους αυτούς, άρχισαν την προσπάθειά τους να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη με συνδυασμένες επιθέσεις από ξηρά και θάλασσα. Μια πρώτη επίθεση των Σταυροφόρων το πρωί της 9ης Απριλίου 1204 εναντίον του θαλάσσιου τείχους αποκρούστηκε. Στις 12 Απριλίου, όμως η επίθεση επαναλήφθηκε στο τείχος του Κεράτιου. Οι Βενετοί, που είχαν δέσει τις γαλέρες τους ανά δύο και τις είχαν υπερυψώσει με ξύλινες κατασκευές, τις οδήγησαν γεμάτες στρατό κατά των πύργων. Μετά από σκληρή μάχη, το απόγευμα κατόρθωσαν να καταλάβουν δύο πύργους και να δημιουργήσουν πρώτα ένα άνοιγμα στα τείχη και να ανοίξουν τρεις πύλες από όπου άρχιζαν να εισχωρούν στην πόλη. Όταν νύχτωσε, οι Σταυροφόροι είχαν καταλάβει ένα μικρό μέρος της περιοχής κοντά στον Κεράτιο κόλπο. Η βυζαντινή ηγεσία απέδειξε τότε πως δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει τις περιστάσεις. Ο Αλέξιος Ε' Μουρτζούφλος και πολλοί ευγενείς εγκατέλειψαν την πόλη από τις χερσαίες πύλες προς τη Θράκη. Έτσι την επόμενη μέρα οι επιτιθέμενοι άρχισαν να προελαύνουν χωρίς να συναντήσουν ουσιαστική αντίσταση. Η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας «έπεσε αφού υπέστη την επίθεση αυτής της εγκληματικής και πειρατικής εκστρατείας που λέγεται Δ' Σταυροφορία». Μετά την κατάληψη της πόλης, επί τρεις μέρες, οι Λατίνοι μεταχειρίστηκαν με φοβερή σκληρότητα, λεηλατώντας κάθε τι που είχε συγκεντρωθεί, δια μέσου των αιώνων, στην Κωνσταντινούπολη. Τίποτα δεν έμεινε σεβαστό: οι εκκλησίες, τα λείψανα, τα μνημεία τέχνης. Οι ιππότες της Δύσης και οι στρατιώτες τους, καθώς και οι Λατίνοι μοναχοί και ηγούμενοι, έλαβαν και αυτοί μέρος στη λεηλασία. Ο Νικήτας Χωνιάτης, αυτόπτης μάρτυρας της κατάληψης της πόλης, δίνει μια τρομακτική εικόνα της λεηλασίας, της βίας και της ερήμωσης που έφεραν οι Σταυροφόροι. Κατά τη διάρκεια των τριών ημερών λεηλασίας, χάθηκαν πολλά πολύτιμα έργα τέχνης, πολλές βιβλιοθήκες λαφυραγωγήθηκαν και πολλά χειρόγραφα καταστράφηκαν, ενώ η Αγία Σοφία λεηλατήθηκε ανελέητα. Ο Βιλλεαρδουίνος παρατηρεί ότι «από την εποχή της δημιουργίας του κόσμου, ποτέ, σε καμία πόλη, δεν κατακτήθηκαν τόσα λάφυρα». Μετά από αυτή την Σταυροφορία, όλη η δυτική Ευρώπη κοσμήθηκε με τους θησαυρούς της Κωνσταντινούπολης, ενώ οι περισσότερες από τις εκκλησίες της Δυτικής Ευρώπης απέκτησαν μέρος από τα «ιερά λείψανα» της πόλης. Το μεγαλύτερο μέρος των λειψάνων, που βρίσκονταν σε μοναστήρια της Γαλλίας, καταστράφηκε κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης (1789). Τα τέσσερα ορειχάλκινα άλογα που αποτελούσαν ένα από τα καλύτερα στολίδια του Ιπποδρόμου της Κωνσταντινούπολης, μεταφέρθηκαν από τον Δάνδολο στην Βενετία, όπου και διακοσμούν σήμερα την εξώθυρα του καθεδρικού ναού του Αγίου Μάρκου. Εν τω μεταξύ προέκυψε το πρόβλημα της οργάνωσης της κατακτηθείσας περιοχής από τους Σταυροφόρους. Τελικά αποφασίστηκε η ίδρυση μια Αυτοκρατορίας, όμοιας με αυτής που προϋπήρχε και τέθηκε ζήτημα εκλογής Αυτοκράτορα. Ο επικρατέστερος φαίνονταν ο Βονιφάτιος ο Μομφερατικός. Ο Δάνδολος όμως φαίνεται ότι αντιτάχθηκε στην υποψηφιότητα αυτή, θεωρώντας τον πολύ ισχυρό και φοβούμενος το γεγονός ότι οι κτήσεις του βρίσκονταν πολύ κοντά στην Βενετία. Έτσι και παραμερίστηκε και επιλέχτηκε ο Βαλδουίνος, κόμης της Φλάνδρας, που απείχε περισσότερο από τη Βενετία, ενώ συγχρόνως ήταν λιγότερο δυναμικός. Σχετικά με τη διανομή των εδαφών, η Κωνσταντινούπολη, βάσει της συμφωνίας διανομής (Partitio Terrarum Imperii Romaniae), ο Βαλδουίνος έλαβε τα πέντε όγδοα και ο Δάνδολος τα τρία όγδοα μαζί με την Αγία Σοφία. Ο Βαλδουίνος έλαβε και την περιοχή της νότιας Θράκης, ένα μικρό τμήμα της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας στον Ελλήσποντο και μερικά νησιά του Αιγαίου. Ο Βονιφάτιος πήρε τη Μακεδονία με τη Θεσσαλονίκη καθώς και τη βόρεια Θεσσαλία και γινόταν υποτελής του Βαλδουίνου. Η Βενετία κατά τον διαμοιρασμό, εξασφάλισε τη μερίδα του λέοντος. Η Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου έλαβε μερικές περιοχές στις ακτές της Αδριατικής, όπως π.χ. το Δυρράχιο, τα νησιά του Ιονίου, το μεγαλύτερο μέρος των νησιών του Αιγαίου, περιοχές στην Πελοπόννησο, την Κρήτη, μερικούς λιμένες στην Θράκη. Βάσει της συμφωνίας, η Αγία Σοφία περιήλθε στα χέρια του κλήρου της Βενετίας και ο Βενετός Θωμάς Μοροζίνι έγινε Πατριάρχης και κεφαλή της Καθολικής Εκκλησίας της Νέας Αυτοκρατορίας. Σε αυτή την κατάσταση, δημιουργήθηκαν εστίες ελληνικής αντίστασης. Ήδη είχαν δημιουργηθεί η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και η Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Αμέσως, μετά ο Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας ιδρύει το Δεσποτάτο της Ηπείρου, με πρωτεύουσα την Άρτα.
ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΤΗ ΦΡΑΓΚΟΚΡΑΤΙΑ (βιβλιοπαρουσίαση της Ελένης Σβορώνου στην ιστοσελίδα "Αναγνώστης") «Φραγκοκρατία: η άγνωστη πτυχή μας» Αναμφίβολα η Αρχαία Ελληνική Ιστορία είναι η αγαπημένη της παιδικής λογοτεχνίας ενώ τα τελευταία χρόνια άρχισε να κερδίζει κάπως έδαφος και η Βυζαντινή Ιστορία. Η επαναξιολόγηση του Βυζαντίου και της άλλοτε θεωρούμενης κάπως «σκοτεινής» αυτής ιστορικής περιόδου υπήρξε αντικείμενο συστηματικής προσπάθειας από ιστορικούς, ιστορικούς της τέχνης και ερευνητές των κοινωνικών επιστημών. Χαρακτηριστική είναι η επιτυχία που γνώρισε το βιβλίο της Αρβελέρ Γιατί το Βυζάντιο; (30.000 πωλήσεις μέσα σε τρεις μήνες από την έκδοσή του, το 2010), ένα εκλαϊκευμένο βιβλίο για τον βυζαντινό πολιτισμό. Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα όμως δεν έτυχε ούτε μιας Ζακλίν ντε Ρομιγύ, ούτε μιας Αρβελέρ, φιλολόγων και ιστορικών που συνέβαλαν ουσιαστικά στην αντίληψή μας για τη σημασία του αρχαίου και βυζαντινού πολιτισμού. Κι όμως, η Φραγκοκρατία είναι παντού. Στα κάστρα και τα Φραγκοκάστελα, στα ενετικά τείχη, στα μοναστήρια, την κοσμική αρχιτεκτονική, στα ονόματα, στη γλώσσα, στους θεσμούς, και την τέχνη… Στην Ιστορία όμως (τη σχολική αλλά και την «εξωσχολική») η Φραγκοκρατία κατέχει ισχνή θέση. Το ίδιο και στην παιδική και νεανική λογοτεχνία. (Βεβαίως οι νεαροί αναγνώστες πάντα μπορούν να ξετρυπώσουν από τη βιβλιοθήκη των γονιών τους ή από τη δημόσια βιβλιοθήκη μια Πριγικιπέσσα Ιζαμπώ ή ένα Εμείς και οι Φράγκοι και να ευχαριστηθούν Φραγκοκρατία!) Ευχάριστη έκπληξη λοιπόν είναι το Κάστρο της Ωριάς, των Παντελή Σταματελόπουλου και Μαρίας Ηλιοπούλου, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Κέδρος. Οι συγγραφείς, δημοσιογράφοι και οι δυο, είναι γνωστοί από το Ένα κουκούτσι στο στρατό του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που απέσπασε το Βραβείο του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου και από το Ο κλέφτης του θησαυρού του Αλή πασά, που συμπεριλήφθηκε στη Βραχεία λίστα για τα Κρατικά βραβεία νεανικού-εφηβικού βιβλίου. Κατέχοντας ήδη μια αξιόλογη θέση στο ιστορικό μυθιστόρημα για νέους, στρέφουν τώρα τη ματιά τους στη Φραγκοκρατούμενη Αχαΐα του 13ου αι. και της εποχής των Βιλεαρδουίνων. Ο Σταυροφόρος Βάλτερ, από το Οριγιόν της Καμπανίας, περίπου 200 χλμ. από το Παρίσι, γιος σιδερά, φτάνει ψηλά χάρη στη γενναιότητα που επέδειξε ως Σταυροφόρος και στη φιλοδοξία του. Αποκτά τον τίτλο του ιππότη του Πριγκιπάτου της Αχαΐας, και του κόμη του Νέου Οριγιόν, όπως ονόμασε περιοχή της σημερινής Κυλλήνης. Νέος και φρεσκοπαντρεμένος έφυγε από την πατρίδα του για τον πόλεμο και χρόνια ολόκληρα περίμενε να ανταμώσει πάλι με την αγαπημένη του Ματθίλδη και τους δίδυμους γιους του Ρωμανό και Ιούλιο. Έρχεται επιτέλους η ώρα που ενώνεται πάλι η οικογένεια. Η Ματθίλδη και οι γιοι της έρχονται στην Αχαΐα. Η απλή γυναίκα γίνεται αρχόντισσα. Ο Βάλτερ και η Ματθίλδη Ντε Οριγιόν διαφεντεύουν τώρα τις τύχες της κομητείας του Νέου Οριγιόν. Το Πριγκιπάτο της Αχαΐας ανθεί υπό τον Γοδεφρείδο Βιλεαρδουίνο. Το ίδιο και η οικογένεια Ντε Οριγιόν. Ώσπου ξεσπά το κακό. Τα δίδυμα αδέρφια σκοτώνονται. Ο ένας κατά λάθος, από το χέρι του αδερφού του, κι ο άλλος από το μαράζι του. Ο δεύτερος όμως πρόλαβε να αφήσει έναν απόγονο. Ένα κοριτσάκι «υβριδικό είδος», γόνος Φράγκου και Ελληνίδας, που γεννιέται στο δάσος,. Το έκθετο το παίρνει και το μεγαλώνει με πολλή αγάπη ένα ζευγάρι απλών ανθρώπων. Η Πολυζώη μεγαλώνει και διψάει για γράμματα. Τα μαθαίνει στο μοναστήρι, στη Μονή Φιλοσόφου, στο φαράγγι του Λούσιου. Η Πολυζώη μορφώνεται, μεγαλώνει, ερωτεύεται, ζει τη ζωή της χωρικής αγνοώντας την καταγωγή της. Με τον Δήμο, τον νεαρό Έλληνα, θα κάνει οικογένεια και θα ζήσει στο Λούσιο ευτυχισμένη. Ώσπου ο τροχός της τύχης θα γυρίσει για όλους. Οι Ρωμαίοι ανακτούν την Πόλη, οι ισορροπίες αλλάζουν, οι δυο πλευρές συγκρούονται για τον έλεγχο των δεσποτάτων, των πριγκιπάτων, των κομητειών και των κάστρων. Η Πολυζώη θα καταλάβει ποια είναι, θα σμίξει με τους παππούδες της και θα κληθεί να αναλάβει τα ηνία του κομιτάτου μαζί με τον Δήμο. Οι δυο του θα στήσουν μια πολύτιμη γέφυρα ανάμεσα στον κόσμο των Φράγκων και των Ρωμαίων. Αυτό είναι άλλωστε το πνεύμα της διοίκησης των Βιλεαρδουίνων: το γεφύρωμα του χάσματος ανάμεσα σε κατακτητή και κατακτημένο. Αλλά τα πράγματα δεν είναι τόσο εύκολα. Οι ήρωες θα φτάσουν στο χείλος της καταστροφής για να επανακάμψουν ισορροπώντας πάλι στη νέα πολιτική πραγματικότητα. Το κάστρο της Ωριάς, το βασίλειο τους εκεί, στα σύνορα ανάμεσα στο Πριγκιπάτο της Αχαΐας και το Δεσποτάτο του Μορέως, θα γίνει τελικά μια εστία ανταμώματος της Δύσης με την Ανατολή.
Kατά τη βυζαντινή περίοδο, ολόκληρη η Λακωνική υπαγόταν αρχικά στην Επαρχία Ελλάδος και στη συνέχεια, μετά την ίδρυση των θεμάτων -των βυζαντινών αυτών διοικητικών και στρατιωτικών περιφερειών -στο θέμα Πελοποννήσου. Από τον 6ο αιώνα άρχισε η έλευση Σλάβων στην περιοχή, κυρίως Μηλιγγών, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν σε απομακρυσμένες ορεινές περιοχές του Ταϋγέτου, διατηρώντας σε μεγάλο βαθμό την αυτονομία τους. Σύμφωνα με τον Βασίλη Παναγιωτόπουλο, είναι πιθανό η έλευση και εγκατάσταση των νομαδικών αυτών φύλων να διευκολύνθηκε από την πληθυσμιακή ερήμωση που ακολούθησε κάποια επιδημία πανώλης (Παναγιωτόπουλος, 1985). Δε φαίνεται, πάντως, να υπήρξαν ιδιαίτερα προβλήματα συνύπαρξης των επήλυδων με τους τοπικούς πληθυσμούς, και κατά το 10ο αιώνα ο όσιος Νίκων ο Μετανοείτε ανέλαβε συστηματική δράση για τον εκχριστιανισμό τους. Η παρουσία των Μηλιγγών Σλάβων στις ανατολικές πλαγιές του Ταϋγέτου ανιχνεύεται στα τοπωνύμια της περιοχής, ειδικά στα ανατολικά χωριά του Δήμου Σμύνους. Αναφέρουμε, για παράδειγμα, το τοπωνύμιο Celina (σημ. Μελιτίνη) που προέρχεται από τη σλαβική λέξη Zelina και σημαίνει χόρτο, λάχανο, βοτάνι, και τα Rosova (σημ. Λεμονιά) και Strozza (σημ. Προσήλιο), από τα οποία το μεν πρώτο προέρχεται από τη σλαβική λέξη roza και την κατάληξη –ova και δηλώνει τον τόπο με τις τριανταφυλλιές, το δε δεύτερο από τη σλαβική λέξη struga που σημαίνει το ρεύμα, το ρυάκι, την κοίτη του ποταμού (Κόμης 1995). Η πολιτική ιστορία της Πελοποννήσου μεταβλήθηκε ριζικά το 1204, έτος κατάληψης της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους. Με τη διάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, Φράγκοι πρίγκηπες, που παρέμειναν στην Πελοπόννησο, συγκρούστηκαν με τους τοπικούς βυζαντινούς άρχοντες, που υπερασπίζονταν κυρίως τη δική τους τοπική εξουσία. Οι Φράγκοι προοδευτικά κατέλαβαν την Πελοπόννησο και εγκαθίδρυσαν ένα φεουδαλικού τύπου καθεστώς, το πριγκηπάτο της Αχαϊας (ή Μορέως) υπό την ηγεσία του Γοδεφρείδου Βιλλαρδουίνου. Για τον έλεγχο τόσο των Μανιατών, οι οποίοι βρίσκονταν σε διαρκή εμπόλεμη κατάσταση, όσο και των Μηλιγγών Σλάβων, οι Φράγκοι έκτισαν μια σειρά κάστρων στην ευρύτερη περιοχή της Λακωνίας. Στα οχυρωματικά έργα της περιόδου ανήκουν το κάστρο του Πασσαβά στην Κλεισούρα του δρόμου από το Γύθειο προς την Αρεόπολη, το κάστρο του Λεύκτρου, που οι Φράγκοι ονόμαζαν Beaufort, το κάστρο της Μεγάλης Μάνης και βορειότερα το κάστρο του Μυστρά, το κτίσιμο του οποίου σηματοδότησε την εδραίωση της φραγκικής κυριαρχίας στην Πελοπόννησο. Η φραγκική κυριαρχία στην Πελοπόννησο διατηρήθηκε μέχρι τη μάχη της Πελαγονίας το 1259 μ.Χ. Εκεί το φραγκικό εκστρατευτικό σώμα του πριγκηπάτου της Αχαϊας ηττήθηκε από τον στρατό του βασιλείου της Νίκαιας και ο Γουλιέλμος Β΄ Βιλλαρδουίνος συνελήφθη από τον Ιωάννη Παλαιολόγο. Με τη συνθήκη της Κωνσταντινούπολης τα τέσσερα κάστρα της Λακωνίας -του Μυστρά, του Γερακίου, της Μονεμβασιάς και της Μεγάλης Μάνης-παραχωρήθηκαν στο βυζαντινό αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο και αποτέλεσαν τον πυρήνα της βυζαντινής διοίκησης στην Πελοπόννησο. Ο πυρήνας αυτός αργότερα εξελίχθηκε στο φημισμένο Δεσποτάτο του Μορέως με έδρα το Μυστρά, τις υποθέσεις του οποίου διαχειριζόταν η οικογένεια των Παλαιολόγων (Παναγιωτόπουλος 1985). Την ίδια περίοδο οι κάτοικοι της Μάνης, εκμεταλλεύομενοι τη γεωγραφική της θέση, εξεγέρθηκαν αρχικά εναντίον των Φράγκων, καταλαμβάνοντας τα κάστρα του Πασσαβά και του Λεύκτρου, και στη συνέχεια εναντίον της βυζαντινής διοίκησης, μαχόμενοι πάντα για τη διατήρηση της αυτονομίας τους. Μετά το 1430 οι Βυζαντινοί εξεδίωξαν εντελώς τους Φράγκους από την Πελοπόννησο. Οι μόνοι που διατήρησαν τις κτήσεις τους σε αυτή ήταν οι Βενετοί, με τους οποίους οι Βυζαντινοί, παρά τις περιοδικές μεταξύ τους προστριβές, διατηρούσαν καλές σχέσεις (Παναγιωτόπουλος 1985). Η βυζαντινή εξουσία, ωστόσο, δεν μπόρεσε να αντισταθεί για πολύ στις τουρκικές επιθέσεις, τόσο λόγω της σταδιακής αποδυνάμωσης της κεντρικής εξουσίας στην Πελοπόννησο εξαιτίας των εσωτερικών συγκρούσεων, όσο και λόγω της τουρκικής στρατιωτικής υπεροχής. Το 1460 οι Τούρκοι υπό το Μωάμεθ Β΄ κατέλαβαν το βυζαντινό τμήμα της Πελοποννήσου, με την εξαίρεση της Μονεμβασίας που καταλήφθηκε το 1540, ενώ οι βενετικές κτήσεις διατηρήθηκαν για μερικές ακόμη δεκαετίες. Η πρώτη τουρκοκρατία, όπως πολλοί ιστορικοί ονομάζουν την περίοδο από το 1460 έως το 1685, είχε αρχίσει για την Πελοπόννησο. Η Μάνη, ωστόσο, προέβαλε σθεναρή αντίσταση μετά την κατάλυση του δεσποτάτου του Μυστρά και δεν υπέκυψε στις επιθέσεις των τουρκικών στρατευμάτων. Οχυρωμένοι στα δυσπρόσιτα εδάφη τους και με εξόδους διαφυγής προς τη θάλασσα και τις απόκρημνες πλαγιές του Ταϋγέτου, οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής της Μάνης αντιστάθηκαν πάντα σε κάθε μορφή ελέγχου από την εκάστοτε κεντρική εξουσία. Ο Κώστας Κόμης αναφέρει ότι μετά την κατάλυση του Μυστρά θα πρέπει να υπήρξαν μετακινήσεις πληθυσμού από το Μυστρά προς την υπό βενετική προστασία Μάνη (Κόμης 1995). Παράλληλα, στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα αναφέρεται στην περιοχή η παρουσία Αλβανών stradioti, που με τη συνεργασία των Μανιατών πραγματοποιούσαν εξορμήσεις εναντίον των οθωμανικών στρατευμάτων, συχνά υπό τις οδηγίες των Βενετών.
Οι Βυζαντινοί και η Άλωση από τους Σελτζούκους Τούρκους Λίγο πριν την άλωση της 29ης Μαΐου, η Κωνσταντινούπολη ήταν περικυκλωμένη από τους Τούρκους και "αποικιοποιημένη" απ' τους Λατίνους. Μπροστά σ' αυτό το αδιέξοδο ο (αισθητά μειωμένος) πληθυσμός της πόλης αποφάσισε να δεχτεί τις θέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας και να επιμείνει σ' αυτές. Ήταν οι μόνες που του πρόσφεραν βεβαιότητα μέσα σε ένα θλιβερό και συγκεχυμένο τοπίο. Μπροστά στην καταστροφή θυμήθηκαν πως η ήττα ήταν έκφραση της θέλησης του Θεού. Η θεωρία αυτή στηριζόταν στη βιβλική παράδοση, ότι η οργή του Θεού ήταν αποτέλεσμα των αμαρτημάτων και των λαθών που είχε διαπράξει ο λαός και οι κυβερνήτες του. Η κατεξοχήν προστάτιδα της πόλης, η Θεία Χάρις, είχε πλέον εκλείψει και η πόλη ήταν έτοιμη να παραδοθεί. Μ' αυτήν την πεποίθηση κάθε απόπειρα ανάληψης οποιασδήποτε δράσης για την αποφυγή του χειρότερου θα ήταν μάταιη, μιας και η κρίση του Θεού ήταν οριστική. Το Βυζάντιο όφειλε να χαθεί για να αποπλύνει τα αμαρτήματά του. Αυτή ήταν η θεία βούληση και τίποτα δεν μπορούσε να εμποδίσει την πραγματοποίησή της. Κατά την τελευταία περίοδο του Βυζαντίου, ο λαός άρχισε να συγχέει το τέλος του Βυζαντίου με το εφήμερο τέλος του Χριστιανικού. Όμως, η αναγέννηση του Βυζαντίου, του νέου περιούσιου λαού, και της Κωνσταντινούπολης, της νέας Ιερουσαλήμ, θα έφερνε και την αναγέννηση του Χριστιανικού κόσμου. Ακόμα, δηλαδή, και στις έσχατες στιγμές τονίζεται η μεσσιανική πεποίθηση για το Βυζάντιο, το οποίο μετά το "θάνατό" του "θα αναστηθεί" και θα "συναναστήσει" όλο το Χριστιανικό κόσμο. Η θυσία του νέου περιούσιου λαού είναι αυτή που θα αποπλύνει τα αμαρτήματα όλου του κόσμου και θα οδηγήσει στην αναγέννησή του. Προτιμούν να εκβαρβαριστούν παρά να εκλατινιστούν, καθώς μόνο με τον εκβαρβαρισμό του μόνου πολιτισμένου λαού, του βυζαντινού, θα έρθει το τέλος της ιστορίας που θα φέρει και τη νέα αφετηρία. Έτσι, μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε τη "μοιρολατρία" που είχε καταλάβει τους τελευταίους κατοίκους και υπερασπιστές της πόλης και την αντίδραση σε κάθε πιθανότητα προσπάθεια σωτηρίας της πόλης, η οποία θα είχε ως προϋπόθεση την υποταγή στους Λατίνους.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: Η ΤΥΧΗ ΕΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΝΗΣΙΟΥ Λατινοκρατία στη Νάξο Το 1207 ο Βενετός Μάρκος Σανούδος καταλαμβάνει την Νάξο και την Άνδρο και ιδρύει την ηγεμονία που θα μείνει γνωστή στην ιστορία ως Δουκάτο του Αιγαίου Πελάγους με πρωτεύουσα τη Νάξο. Στη συνέχεια κατακτήθηκαν και τ’ άλλα νησιά, εκτός από την Τήνο και τη Μύκονο που αποτέλεσαν ξεχωριστή ηγεμονία υπό τους Ghisi. Αν και Βενετοί οι Σανούδοι αναγνώριζαν ως επικυρίαρχό τους τον Λατίνο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης κι όχι τη Βενετία, απέναντι στην οποία κράτησαν ανεξάρτητη πολιτική, όσο αυτό το επέτρεπαν οι γεωπολιτικές συνθήκες της εποχής. Έτσι, οι προστριβές με τη Βενετία έγιναν αναπόφευκτες και με την πάροδο του χρόνου η λατινική ηγεμονία των Κυκλάδων έγινε ένα προτεκτοράτο της Βενετίας. Η τοπική παράδοση «θέλει» τον Μ. Σανούδο να μοιράζει το νησί στους ευγενείς του σε φέουδα και να επιβάλει το φεουδαλικό σύστημα κατά τα δυτικά πρότυπα. Στην πραγματικότητα, ό,τι γνωρίζουμε για τον ιδρυτή της ηγεμονίας είναι η συνθήκη που σύνηψε με τον δούκα της Κρήτης, όταν κλήθηκε εκεί για να καταστείλει την εξέγερση Ελλήνων αρχόντων. Οι Βενετοί αθέτησαν ή δεν θέλησαν να εκπληρώσουν τους όρους της συμφωνίας, μ’ αποτέλεσμα ο Μ. Σανούδος να συμμαχήσει με μερίδα Ελλήνων αρχόντων και να καταλάβει ολόκληρο το νησί. Ενισχύσεις που στάλθηκαν από τη Βενετία τον ανάγκασαν να αποχωρήσει και ανάμεσα στους όρους της συνθήκης ήταν να πάρει μαζί του 20 από τους Έλληνες άρχοντες (τα αρχοντόπουλα που διαφέντευαν την Κρήτη από τα χρόνια του Βυζαντίου) ενώ απέκτησε φεουδαλικά δικαιώματα σε εδάφη του νησιού. Εξεστράτευσε εναντίον της αυτοκρατορίας της Νίκαιας στην προσπάθειά του να αποτρέψει επίθεση των Βυζαντινών εναντίον των κτήσεων του. Αιχμαλωτίστηκε όμως από τον αυτοκράτορα Θεόδωρο Λάσκαρη, που τελικά γοητευμένος από την προσωπικότητά του τον άφησε ελεύθερο να επιστρέψει στις κτήσεις του, δίνοντας του ως σύζυγο μια από τις πριγκίπισσες της οικογένειάς του. Το 1227, από το Βενετία πλέον, όπου είχε αποσυρθεί, λίγο πριν το θάνατό του, το 1228, παραχωρεί το Μοναστήρι του Φωτοδότη Χριστού στο τάγμα των Βενεδικτίνων μοναχών. Επί των ημερών του, κατά πάσα πιθανότητα, ιδρύεται μία θρησκευτική οργάνωση, η «Αδελφότης του Αγιωτάτου Σώματος του Χριστού», το 1226, από Καθολικούς μη ιερωμένους για να διαχειρίζεται δωρεές προς την νεοσύστατη καθολική εκκλησία. Η περίοδος της ηγεμονίας των Σανούδων υπήρξε μια τρικυμισμένη περίοδος αφού αναγκάζονταν σε διαρκείς πολεμικές επιχειρήσεις ή σε διπλωματικούς χειρισμούς, για να αντιμετωπίσουν τους γείτονές τους Ghisi, τους πειρατές, τον Βυζαντινό στόλο του αυτοκράτορα Βατάτζη της Νίκαιας που, τελικά, ποτέ δεν παραιτήθηκαν από τις αξιώσεις τους πάνω στα Κυκλαδονήσια, και τελικά τις παρεμβάσεις της Βενετίας. Η δυναστεία των Σανούδων ( έδωσε επτά ηγεμόνες), έληξε το 1383 όταν ο φιλοβενετός άρχοντας της Μήλου Φραντζέσκο Κρίσπο (είχε νυμφευθεί αρχόντισσα από τον οίκο των Σανούδων, τη Μαρία) δολοφόνησε κατά τη διάρκεια κυνηγιού, λίγο έξω από το χωριό Μέλανες, τον τελευταίο δούκα της Νάξου, γιο της δούκισσας Φιορέντσα Σανούδο, Νικόλα Dalle Carceri, κι ανέλαβε την ηγεμονία του δουκάτου. Οι Κρίσπο (12 συνολικά) ηγεμόνευσαν μέχρι το 1566, οπότε κατελήφθη το δουκάτο από τον Τούρκο αρχιναύαρχο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα. Για τη φεουδαλική κοινωνία των νησιών είναι δυνατόν να σχηματίσουμε κάποια ιδέα από τα γράμματα των δουκών που διασώθηκαν ως τις μέρες μας. Στα νησιά οι «Ασσίζες της Ρωμανίας» ήταν ο φεουδαλικός κώδικας, μεταρρυθμισμένος σύμφωνα με τα συνήθεια της Νάξου. Ο δούκας ήταν η κεφαλή της κοινωνικής ιεραρχίας, ομότιμος στην ηγεμονία της Αχαΐας, την οποία αναγνώριζε ως επικυρίαρχο. Στη διοίκηση συνεπικουρείτο από αξιωματούχους όπως ήταν ο «παρατηρητής», ο «μπάϊλος», και ο «πραξικός του δούκα» ενώ υπήρχε κι ένας «καπετάνιος» του κάστρου της Νάξου, καθώς και το αξίωμα του «απανωκυνηγάρι». Οι φόροι και τα τέλη δεν φαίνεται να ήταν βαριά. Ένα νεράτζι τα Χριστούγεννα ή μια πουλάδα ήταν η συνηθισμένη προσφορά στον αυθέντη, τυπική αναγνώριση της φεουδαλικής εξάρτησης. Ο βυζαντινός έγγειος φόρος, το ακρόστιχον διασωζόταν. Υπήρχε η «δέτζιμα του φέουδου», δηλαδή η δεκάτη, η εντριτία, τα εντριτεμένα χωράφια, τα ελεύθερα, δηλαδή αυτά των οποίων οι καλλιεργητές είχαν απαλλαγεί από την υποχρέωση ν’ αποδίδουν την εντριτία στον γαιοκτήμονα, η τάσα, η κουντουβερνία, δηλαδή ο γαιοκτήμονας παραχωρούσε κτήμα σε καλλιεργητή-κοπιαστή σαν μισιάρικο, το καλαθιάτικο, αντίστοιχο με το βυζαντινό κανίσκι. Τέλος, το τουρκοτέλι, φόρος που πληρωνόταν στους Τούρκους κουρσάρους από το δούκα και που εισπράττονταν από τους υποτελείς του χωρικούς-κοπιαστές. Από την περίοδο της Λατινοκρατίας ας θυμόμαστε ένα ρήμα χαρακτηριστικό: το γαλδέρω που σημαίνει νέμομαι, εξουσιάζω, καρπούμαι γιατί βέβαια ο αφέντης νεμόταν, εξουσίαζε, εκαρπούτο! Από τα μέσα του 16ου αι. ένα νέο «μεταναστευτικό» ρεύμα έρχεται να κατακλύσει το νησί. Μπαρότσι, Γκριμάλντι, Τζιουστινιάνι, Κόκκοι, Ντέλλα-Ρόκκα, Ντε Μοντένα, κ. ά. επενδύουν, είτε αγοράζοντας γη είτε αποκτώντας την με επιγαμίες, δημιουργώντας μεγάλες ιδιοκτησίες. Κλασική περίπτωση αποτελεί ο «τόπος του Φιλωτιού». Θα διατηρήσουν το φεουδαλικό καθεστώς εντατικοποιώντας την εργασία των δουλοπάροικων κατοίκων του νησιού. Οι πέτρινοι επιβλητικοί πύργοι «μιλούν» μέχρι σήμερα για το φεουδαλικό καθεστώς. Για μια εποχή που υπήρχαν αφέντες κι αφεντότοποι, δηλαδή κάτοχοι γης (οι τόποι) στους οποίους αποδίδονταν δικαιώματα, άσπρα, γρόσια, δουκάτα, ριάλια, τζεκίνια και για τους ντόπιους, τους χωρικούς, μια σειρά από υποχρεώσεις, από φόρους που είχαν πάντα σχέση με τη γη που καλλιεργούσαν, με τα ζώα που βοσκούσαν στα πάσκουλα-βοσκότοπους. Τουρκοκρατία. Τούρκοι δεν αποίκησαν τη Νάξο και τις άλλες Κυκλάδες. Ελάχιστοι εγκαταστάθηκαν στα νησιά, εξαιτίας του φόβου των πειρατών, κι ελάχιστοι κάτοικοι δέχτηκαν το Ισλάμ. Ο Σουλτάνος Σελήμ ΙΙ (1524-1574) παραχώρησε την παλαιότερη και ωραιότερη απ’ όλες τις Λατινικές πολιτείες της Ανατολής στον ευνοούμενό του Ιωσήφ Νάζη, έναν ιουδαίο τυχοδιώκτη, τραπεζίτη, που καταγόταν από Πορτογάλους Εβραίους, είχε προσχωρήσει στον χριστιανισμό κι είχε πάρει το πορτογαλικό όνομα Joao Miquez. Ο Ιουδαίος Δούκας της Νάξου, δεν επισκέφθηκε ποτέ το δουκάτο του τα δεκατρία χρόνια που του ανήκε. Τοποθέτησε στη θέση του έναν άνθρωπο της εμπιστοσύνης του, τον Φραντζέσκο Κορονέλλο, να εισπράττει τους φόρους από τους οποίους είχε ανάγκη και γενικά να διοικεί τα νησιά που του παραχωρήθηκαν από τον φίλο του Σελήμ ΙΙ. Ο Νάζη διατήρησε τα παλαιά έθιμα και τους νόμους των λατίνων. Με τον νέο Σουλτάνο Μουράτ ΙΙΙ(1574-1595) η δύναμή του εξασθένησε και τελικά πέθανε με λιθοβολισμό το 1579. Στα 1580. μια επιτροπή χριστιανών από τα νησιά, παρουσιάστηκε στην Πύλη και πήρε από τον Μουράτ ΙΙΙ εξαιρετικά ευνοϊκά προνόμια. Ο κεφαλικός τους φόρος θα παρέμενε στην παλαιά του μορφή. Οι εκκλησίες τους θα μένανε ελεύθερες και θα μπορούσαν να χτίζονται όπως ήθελαν. Οι παλαιοί τους νόμοι και τα έθιμα θα διατηρούνταν, θα μπορούσαν να φορούν τα τοπικά τους ρούχα και το μετάξι, το κρασί και τα τρόφιμα θα απαλλάσσονταν από κάθε φόρο στα νησιά τους. Αυτά τα προνόμια επικυρώθηκαν από τον Ιμπραήμ (1640-1648) εξήντα χρόνια αργότερα και σχημάτισαν τον «καταστατικό» χάρτη των Κυκλάδων στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Άρχιζε η εποχή των διομολογήσεων για την Ανατολή, κάτω από την ηγεμονική επιρροή της Γαλλίας. Ωστόσο στους παλιούς φόρους που συνέχιζαν να ισχύουν προστέθηκαν νέοι επιβαρύνοντας περισσότερο τους κατοίκους του νησιού: το χαράτζι, ο κεφαλικός φόρος, ο τζερεμές, πρόστιμο, ο μουκατάς η πληρωμή σε χρήμα της δεκάτης των καρπών της γης, το γιεμεκλίκι, φόρος στον καπουδάν πασά για τα έξοδα του τουρκικού στόλου κατά την παραμονή του στις Κυκλάδες. Από την Τουρκοκρατία ας σημειώσουμε το διαγουμίζω που σημαίνει αρπάζω, λεηλατώ, κουρσεύω! Η Ανεξαρτησία. Οι Ναξιώτες εξεγέρθηκαν πολλές φορές ενάντια στους κατακτητές, Λατίνους και Τούρκους. Το 1595 έγινε τολμηρή συνωμοτική κίνηση αντιπροσώπων δεκαπέντε νησιών στη Νάξο, που απέβλεπε στην κατάλυση της τουρκικής αυτοκρατορίας. Ενάντια στους Φράγκους ξεσηκώθηκαν το 1563, το 1643, το 1670 και το 1681. Σημαντικότερες είναι οι εξεγέρσεις κατά τον 18ο αι. με πρωταγωνιστές τα μέλη της οικογένειας των Πολιτών και με κέντρο τον πύργο του Μάρκου Πολίτη στους Ακαδήμους, στο λεκανοπέδιο της Τραγαίας. Ο αρχηγός του «κοινού των χωρίων» Μαρκάκης Πολίτης έγινε το φόβητρο των Λατίνων πολεμώντας τους από το 1770 μέχρι το 1802 και το είδωλο των Ελλήνων. Ξεσήκωσε τους αγρότες της Δρυμαλιάς, χρησιμοποίησε τους Τούρκους στον αγώνα του εναντίον των Μπαρότσι τους οποίους προσεταιρίσθηκε εναντίον των Λατίνων. Συνεισέφερε για τη λειτουργία της Σχολής του Αγ. Γεωργίου της Γρόττας και την ανοικοδόμηση του Αγ. Αρτεμίου στην κοιλάδα του χωριού Κινίδαρος. Χαρακτηρίστηκε «αναστήτωρ της Ναξίας» και «πρόμαχος της αποκοπής του φεουδαλισμού» στο νησί. Οι Φράγκοι τον συκοφάντησαν, τον καταδίωξαν, η περιουσία του δημεύτηκε, και κατάφεραν να εξορισθεί στη Μυτιλήνη όπου με διαταγή του Χουσεΐν πασά πνίγηκε με σχοινί στις 25 Μαρτίου 1802. Ο γιος του Μαρκοπολίτη, Μιχαλάκης, συνέχισε το έργο του πατέρα του, ανέκτησε την πατρική περιουσία, επιβλήθηκε σαν προεστός και αρχηγός του Κοινού των Χωρίων και αγωνίσθηκε εναντίον των Φράγκων και των Τούρκων. Στα τέλη του 1821 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης είχε στείλει ανθρώπους στις Κυκλάδες με επαναστατικές προκηρύξεις. Το Δεκέμβριο του 1820 ορκίστηκαν οι πρώτοι Φιλικοί στη Νάξο, μεταξύ αυτών και ο Μαρκοπολίτης οι οποίοι κήρυξαν την Επανάσταση στις 6 Μαΐου 1821.
Η Ελένη Αρβελέρ διαλύει τους μύθους για την Αλωση
«Κερκόπορτα; Αστεία πράγματα» Η Ελένη Γλύκατζη- Αρβελέρ θυμάται παλαιότερα τους- ξένους φοιτητές της στη Σορβόννη να της στέλνουν... συλλυπητήριο τηλεγράφημα κάθε 29η Μαΐου, την ίδια ώρα που τα περισσότερα Ελληνόπουλα αν τα ρωτούσες τι έγινε τη μέρα εκείνη δεν ήξεραν ακριβώς. Τα τελευταία χρόνια η κατάσταση αντιστράφηκε. Στην Ελλάδα έγινε, λίγο έως πολύ, μόδα να θυμόμαστε κάθε χρόνο τέτοια μέρα την Αλωση της Πόλης- μερικοί από κεκτημένη ταχύτητα ή άγνοια μιλούν για «εορτασμό», αντί για επέτειο, και να μην αρκούμαστε στον εορτασμό της έναρξης της Επανάστασης, κάθε 25 του Μαρτίου. Μεγάλη η σημασία της Πόλης, θα πει κανείς, για τους Ελληνες. Σωστό. Οπότε και η συμβολική σημασία της Αλωσης είναι εξίσου μεγάλη. Εστω και αν η πολιορκία της από τους Οθωμανούς ήταν απλώς μία από τις πολλές, έστω και αν το κλίμα της εποχής ήταν τέτοιο, η κατάσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήταν τέτοια, που έκπληξη θα ήταν το να μην αλωθεί η Πόλη. «Βρισκόμαστε στα μέσα του 15ου αιώνα, γύρω στο 1450. Η Πόλη είναι μια μικρή πόλη πια- έχει δεν έχει 70.000 κατοίκους, όταν άλλοτε είχε περάσει το μισό εκατομμύριο» αφηγείται στα «ΝΕΑ» η Ελένη Γλύκατζη- Αρβελέρ, επιχειρώντας να βάλει για λογαριασμό μας τα πράγματα στη θέση τους, να καταγράψει αλήθειες και μύθους της Αλωσης έτσι όπως μόνο μία βυζαντινολόγος με τη δική της διαδρομή μπορεί να κάνει. «Η Πόλη έχει αποδεκατιστεί από την πανώλη και τις αλλεπάλληλες πολιορκίες των Τούρκων. Αλλά και από τις διαμάχες των Δυτικών, αφού οι προστριβές Γενοβέζων και Βενετσιάνων γίνονταν στο λιμάνι της μέσα. Υπήρχε και μια τάση ανεξαρτητοποίησης των λίγων χωρών που παρέμεναν ελεύθερες- όχι μόνο του Μυστρά που παρεμπιπτόντως έπεσε το 1460, επίσης στις 29 Μαΐου! Η κατάσταση ήταν μια ανασφάλεια γενική». Ο διχασμός. Και σαν να μην έφθαναν αυτά, «υπήρχε μια μεγάλη ενωτική και ανθενωτική διαμάχη, υπέρ και εναντίον της Ενωσης των Εκκλησιών. Οι αντίθετοι στην Ενωση συμμαχούσαν και με τους Τούρκουςήταν οι λεγόμενες παρά φύσιν συμμαχίες. Οι υπέρμαχοι της Ενωσης διακήρυσσαν: "Οταν οι δύο Ρώμες ήταν ενωμένες διαφεντεύαμε τον κόσμο. Οταν διχάστηκαν, χάσαμε τα πρωτεία". Με αυτή την έννοια η πραγματική πτώση της Πόλης χρονολογείται από το 1204 και μετά. Η ανθενωτική διαμάχη πήρε μάλιστα τεράστιες διαστάσεις μετά το 1438 και τη Σύνοδο της Φερράρας. Εκεί ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ ξεσήκωσε την Εκκλησία σε μια τελευταία προσπάθεια Ενωσης, αλλά ενώ η διανόηση ήθελε να είναι αναγεννησιακή, η Εκκλησία παρέμενε προσηλωμένη στα πάτρια κατά τρόπο φανατικό, αν όχι τίποτα παραπάνω», λέει χωρίς να μασάει τα λόγια της η ελληνίδα βυζαντινολόγος, η πρώτη γυναίκα πρύτανης της Σορβόννης στα 700 χρόνια ιστορίας του μεγάλου γαλλικού πανεπιστημίου. «Υπήρχε όμως ακόμη ένας παράγοντας παρακμής. Ηταν η γενική δεισιδαιμονία που τρεφόταν από τις προφητείες. Ηδη από τον 6ο αιώνα υπήρχαν προφητείες, τότε ήταν όμως αισιόδοξες. Τώρα προφήτευαν το τέλος της Πόλης και μαζί το τέλος του κόσμου και της Ιστορίας. Αυτό ήταν, λοιπόν, το κλίμα στην Κωνσταντινούπολη της εποχής. Δεισιδαιμονία, διχόνοια, φτώχεια, κακομοιριά. Οι Βυζαντινοί ζούσαν σε μια πόλη ερημωμένη. Και στα ανάκτορα του Πορφυρογέννητου πολύ λίγα δωμάτια χρησιμοποιούνταν. Οπως λέει και ο Παλαμάς στον "Δωδεκάλογο του Γύφτου": "Και ήταν οι καιροί που η Πόλη/ πόρνη σε μετάνοιες ξενυχτούσε/ και τα χέρια της δεμένα τα κρατούσε/ και καρτέραγ΄ ένα μακελάρη (...) Και καρτέραγε τον Τούρκο να την πάρει"».
Το κλίμα της εποχής ήταν: δεισιδαιμονία, διχόνοια, φτώχεια, κακομοιριά
«Η Πόλη θα μπορούσε να είχε πέσει πολύ νωρίτερα» Η Πόλη θα μπορούσε να είχε πέσει στα χέρια των Τούρκων πολύ νωρίτερα. «Ο λόγος που δεν έγινε αυτό και ανάσανε για πενήντα χρόνια ήταν ότι ο Βαγιαζίτ έπεσε στα χέρια των Μογγόλων» λέει η Ελένη Γλύκατζη- Αρβελέρ. «Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν μπορούσε να σταθεί μόνη της όρθια. Ο Μανουήλ έτρεχε να δει τους Καρόλους, ο Ιωάννης πήγε στη Φερράρα. Είναι η εποχή των επαιτών αυτοκρατόρων. Πήγαιναν επαίτες στη Δύση, έστω και αν τους δέχονταν εκεί με τιμές και δόξες. Κάτι που συνήθως οι Ελληνες δεν δέχονται είναι ότι ο Πάπας προσπάθησε να βοηθήσει. Διέθεσε τις ιντουλγκέντσιες- τα επί πληρωμή συγχωροχάρτια- του 1450, που ως ιντουλγκέντσιες Ιωβηλαίου ήταν πιο προσοδοφόρες, στον πόλεμο κατά των Τούρκων. Αλλο αν αυτό δεν ήταν αποτελεσματικό, αφού έδωσε τα χρήματα στους Αραγωνέζους που τα χρησιμοποίησαν για δικούς τους σκοπούς. Πολλοί λένε ότι η Δύση δεν βοήθησε. Οταν όμως μιλάμε για Δύση τι εννοούμε; Οι Βυζαντινοί ήταν όλη η Ανατολή. Η Δύση ήταν πολυδιασπασμένη και ο Πάπας είχε ένα σχίσμα στην πλάτη του και την Ανατολική Εκκλησία εναντίον του. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν ο Παλαιολόγος πολεμάει τους Τούρκους μαζί με τον απεσταλμένο του Πάπα, Ισίδωρο του Κιέβου, και τους Γενοβέζους, ο Γεννάδιος- ο Γεώργιος Σχολάριος, πρώτος Πατριάρχης μετά την Αλωσητοιχοκολλούσε ανάθεμα εναντίον του Παλαιολόγου. Και επίσης: μετά την πτώση της Πόλης, οι Δυτικοί έτρεμαν. Οταν ανέλαβε Πάπας ο Ενιο Σίβλιο Πικολομίνι, δηλαδή ο Πίος Β΄, έγραψε μια πραγματεία για την Αλωση στην οποία μιλούσε για καταστροφή της Χριστιανοσύνης. Αντίθετα οι Ρώσοι, που είναι μάλιστα φανατικοί ανθενωτικοί, δεν γράφουν σχεδόν τίποτα για την πτώση της Πόλης. Πέρασαν χρόνια για να αρχίσουν οι σλαβικοί θρήνοι. Εκείνοι που θρήνησαν από την αρχή για την Πόλη είναι στην Τραπεζούντα. "Πάρθεν η Πόλη, πάρθεν η Ρωμανία", έλεγαν». Κάτι που συνήθως οι Ελληνες δεν δέχονται είναι ότι ο Πάπας προσπάθησε να βοηθήσει
Η συμφωνία του σουλτάνου με τον Πατριάρχη Το Ρούμελι Χισάρ, το κάστρο που έχτισε ο Μωάμεθ το 1452 για να ελέγχει το πέρασμα ανάμεσα στη Μαύρη Θάλασσα και τη Θάλασσα του Μαρμαρά, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην έκβαση της πολιορκίας, λέει η Ελένη Γλύκατζη- Αρβελέρ. «Διούλκησε και τον στόλο περνώντας τα πλοία του στον Κεράτιο. Από την άλλη πλευρά, μόνο 3-4 πλοία γενοβέζικα πέρασαν και αυτά για να φέρουν τροφή στους πολιορκημένους». Βέβαια, δεν ήταν μόνο αυτή η αιτία της ήττας των Βυζαντινών. «Ο Μωάμεθ είχε μαζέψει Σέρβους, Αλβανούς, Τούρκους. Απέναντι στους τουλάχιστον 100.000 άντρες του- μερικοί μιλούν για 120.000, άλλοι τους ανεβάζουν σε 200.000- αντιπαρατάσσονταν περίπου 4.500 άνθρωποι το πολύ, μαζί με τους ξένους. Και πολλοί ήταν παιδιά και γυναίκες που πολεμούσαν με αγκωνάρια. Μεγάλη ήταν η βοήθεια των Γενοβέζων, αλλά όταν σκοτώθηκε ο Τζουστινιάνι έχασαν το ηθικό τους και υποχώρησαν. Οσοι πολέμησαν, πάντως, πολέμησαν ηρωικά. Οταν ο Μωάμεθ έστειλε αποκρισάριο στον Παλαιολόγο ζητώντας του να παραδώσει την Πόλη, πήρε την απάντηση ότι η Πόλη δεν είναι δικό του πράγμα και πως "με τη δική μας θέληση αποφασίσαμε να πεθάνουμε". Ακόμη και ο περίφημος Νοταράς που είχε τρεις υπηκοότητες και όλη του την περιουσία στο εξωτερικό, και που είπε ότι είναι καλύτερο το τουρκικό καφτάνι από τη λατινική τιάρα, πολέμησε και εν τέλει εκτελέστηκε από τους Τούρκους. Χαρακτηριστικό του ηρωισμού είναι ότι όταν στην Πύλη του Ρωμανού οι Τούρκοι άρχισαν να ανεβαίνουν πάνω και πέρασαν μέσα, έψαχναν τους αντίπαλους πολεμιστές και δεν πίστευαν ότι ήταν τόσοι λίγοι. Και πρέπει να πούμε και για τον Μωάμεθ, που συνηθίζουμε να τον ταυτίζουμε με τη βαρβαρότητα, ότι δεν ήταν βάρβαρος ή δεν ήταν μόνο βάρβαρος. Ηταν από τους μεγαλύτερους μεταρρυθμιστές της Τουρκίας. Ηξερε τι ήθελε και πώς να το κάνει». Οσο για την Κερκόπορτα... «Ανοιγμένη ή ξεχασμένη. Αστεία πράγματα. Ηταν χιλιάδες έξω, τα καράβια τους στον Κεράτιο, οι Γενοβέζοι έφευγαν. Τι να πεις για την Κερκόπορτα; Σε συμβολικό επίπεδο μόνο μπορείς κάτι να πεις. Αλλά είναι σαν να λέμε ότι αντί να σκοτώνονταν τρεις Τούρκοι κατά την είσοδό τους στην Πόλη, θα σκοτώνονταν δέκα αν η πόρτα ήταν κλειστή. Και λοιπόν; Αφού είχαν ανεβάσει σκάλες και έμπαιναν από όπου ήθελαν». «Ο Μωάμεθ έδωσε το πατριαρχικό αξίωμα στον Γεννάδιο Σχολάριο, ορίζοντάς τον αμέσως αρχηγό του Μιλιέτ, δηλαδή όλων των ορθοδόξων. Κάπως έτσι ξέρουμε γιατί η Εκκλησία κράτησε όλα τα κτήματά της και η αυτοκρατορία τα έχασε», λέει δηκτικά η Ελένη Γλύκατζη- Αρβελέρ. «Κάπως έτσι φτάσαμε και στα σημερινά βατοπεδινά βακούφια. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε, σε αντίθεση με άλλες συμπεριφορές της πολιτείας, ότι όταν ο Μανουήλ Παλαιολόγος είναι στη Θεσσαλονίκη και υπάρχει κίνδυνος καταστροφής, δημεύει όλα τα κτήματα του Αθω. Και ότι ο Κομνηνός δημεύει όλη την εκκλησιαστική περιουσία για να αντιμετωπίσει τους Σελτζούκους». Την εποχή της Αλωσης, εξάλλου, υπήρχε έξαρση του μοναχισμού. «Σε όλη τη διαμάχη των ανθενωτικών οι καλόγεροι στα μοναστήρια της Πόλης και του Αθω ήταν πρώτοι. Είναι πολλοί και δεν πολεμούν. Αντίθετα με τους δυτικούς μοναχούς που μπορούν να φέρουν όπλα, οι ορθόδοξοι δεν μπορούν», σημειώνει η Ελληνίδα βυζαντινολόγος.
Ευγένιου Ντελακρουά, Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης Για το βιβλίο της Ε. Γλύκατζη-Αρβελέρ Γιατί το Βυζάντιο Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2009. Το βιβλίο της βυζαντινολόγου κυρίας Ελένης Αρβελέρ Γιατί το Βυζάντιο είναι, όπως γράφει η ίδια, «ένα κείμενο χωρίς επιστημονικές απαιτήσεις» και «απευθύνεται σε όσους από τους Νεοέλληνες ταλανίζονται με το πρόβλημα της ελληνικής ιστορικής συνέχειας» και σκοπό έχει να αναδείξει την ελληνικότητα, τα «επιτεύγματα» και το «πολιτιστικό μεγαλείο» του «ένδοξου βυζαντινισμού» (σ. 9-11), τα οποία, κατά τη γνώμη της, έχουν παραγνωρισθεί από Έλληνες και ξένους (σ. 97, 255). Δηλαδή από την αρχή η συγγραφέας είναι σαφής και ειλικρινής, διευκρινίζει ότι οι στόχοι του βιβλίου είναι κυρίως ιδεολογικοί, οπότε και το επιλεγμένο υλικό και η διαχείρισή του εξυπηρετούν τους στόχους αυτούς. Στο παρόν θα εξετάσουμε κριτικά μόνο αυτές τις ομολογημένες ιδεολογικές θέσεις του βιβλίου, όπως τις εκθέτει ρητώς η συγγραφέας. Το μεσαιωνικό Βυζάντιο H κυρία Αρβελέρ εστιάζεται κατ’ αρχάς στην προσπάθεια να δικαιολογήσει ότι η «έννοια του μεσαίωνα δεν αρμόζει στη βυζαντινή πραγματικότητα» παραθέτοντας τρία επιχειρήματα (σ. 28). Στο πρώτο επιχείρημα («το Βυζάντιο δεν έπαψε ποτέ να χρησιμοποιεί μία από τις δύο κλασικές γλώσσες, την λατινική ή την ελληνική») η απάντηση είναι ότι και στη Δύση μιλάνε τη λατινική, αλλά και τις δικές τους εθνικές γλώσσες. Επί πλέον η συγγραφέας δεν διευκρινίζει γιατί, για ποιο λόγο η χρήση των εθνικών γλωσσών συνιστά στοιχείο του μεσαίωνα, ενώ η χρήση της ελληνικής και των εθνικών γλωσσών του βυζαντινού πολυεθνικού κράτους δεν συνιστά. Είναι λοιπόν αστήρικτο το επιχείρημα αυτό. Όσον αφορά στο τρίτο επιχείρημα («συνέχισε θεσμικά να έχει ο ηγέτης του κράτους τον αυτοκρατορικό τίτλο, τον οποίο μπορούσε να διεκδικήσει ο κάθε άξιος πολίτης») υπάρχουν τρεις ισχυρές ενστάσεις. Πρώτον, το γεγονός ότι στο Βυζάντιο συνέχισε θεσμικά ο ηγέτης του κράτους να έχει τον αυτοκρατορικό τίτλο δεν αποτελεί τεκμήριο ότι δεν υπήρχε μεσαίωνας. Δεύτερον, στο Βυζάντιο δεν υπάρχουν πολίτες, όπως γράφει η κυρία Αρβελέρ και αλλού (σ. 174, 177), αλλά υπήκοοι του αυτοκράτορα και πιστοί του Θεού. Πολίτης δεν είναι αυτός που μπορεί να ασκήσει ένα επάγγελμα και να λάβει μέρος στην κρατική διοίκηση. Πολίτης, με την ουσιαστική και την πραγματική έννοια και όχι με την τυπική και τη θεωρητική, είναι αυτός που συμμετέχει στον πολιτικό βίο της πόλεως, στη λήψη των αποφάσεων, στη θέσπιση των νόμων και στην άσκηση της εξουσίας, όπως γινόταν στην πολιτική πρακτική των αρχαίων πόλεων της κλασικής Ελλάδας και δη των δημοκρατικών. Η συμμετοχή αυτή εξασφαλιζόταν μέσω των θεσμών της εκκλησίας του δήμου και της κληρώσεως. Αυτό τονίζει και ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά. Άλλωστε ο υπήκοος του αυτοκράτορα και ο πιστός του πατριάρχη απέχει από τη «Δημοκρατία», που, όπως και η ίδια η κυρία Αρβελέρ σημειώνει, στο Βυζάντιο κατάντησε να σημαίνει την «οχλοκρατία και διατάραξη της τάξεως», «την ταραχή που οι άναρχοι δήμοι προκαλούν και η οποία τιμωρείται από τον νόμο» (και σ. 164). Άρα ο βυζαντινός υπήκοος δεν είναι πολίτης, αλλά χριστιανός ορθόδοξος πιστός που πορεύεται «με τη χάρη του θεού και την αυτοκρατορική πρόνοια» (σ. 178). Τίποτε δηλαδή πιο ξένο προς την αρχαιοελληνική έννοια του πολίτη. Τρίτον, στην ανώτατη βαθμίδα της βυζαντινής διοίκησης δεν μπορεί να ανέλθει οποιοσδήποτε υπήκοος - ακόμη και σήμερα με τις ατομικές ελευθερίες και τα δικαιώματα παραμένει θεωρητικό δικαίωμα, είναι πολύ δύσκολο αν όχι ακατόρθωτο. To ίδιο ισχύει και για την άνοδο στον βυζαντινό θρόνο, αντίθετα με ότι αφήνει να εννοηθεί η κ. Αρβελέρ και αλλού (σ. 174). Αυτός που κατόρθωνε να ανέλθει στην ανώτατη εξουσία δεν ήταν ο «άξιος», δεν έβγαινε με εκλογές ούτε αξιολογούνταν από κάποια αμερόληπτη επιτροπή που εξέταζε τα προσόντα του και τον έκρινε «άξιο» (είτε αυτή η «επιτροπή» λεγόταν στρατός ή σύγκλητος είτε δήμοι), αλλά αυτός που ήταν περισσότερο ισχυρός, πανούργος, συνωμότης, κυνικός και απάνθρωπος. Αυτός που ανήκε είτε στην παλατινή καμαρίλα, και ιδιαιτέρως στον στενό συγγενικό κύκλο του αυτοκράτορα (πατέρας, γυιος, σύζυγος, θείος, αδελφός, ή ανηψιός), ευνοούμενος ή εραστής της αυτοκράτειρας, είτε ανήκε στην ανώτερη τάξη των δυνατών, των γαιοκτημόνων, των αυλικών, των στρατιωτικών και δεν δίσταζε να σκοτώσει όποιον έστεκε εμπόδιο στην αναρρίχησή του (στρατιωτικό, αυλικό, ευγενή και οποιονδήποτε συγγενή) ή να τους ακρωτηριάσει συνήθως με τύφλωση, ρινότμηση ή γλωσσοτόμηση, όπως μπορεί οποιοσδήποτε να διαπιστώσει διατρέχοντας απλώς την ιστορία των αυτοκρατόρων, λ.χ. στη Χρονογραφία του Μιχαήλ Ψελλού ή στη Χρονική διήγησιν του Νικήτα Χωνιάτη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ραδιούργου και δολοφόνου είναι η Ειρήνη η Αθηναία, η οποία, για να αποκτήσει την εξουσία, συνήργησε κατ’ αρχάς στον θάνατο του συζύγου της Λέοντος Δ΄ το 780, αναλαμβάνοντας την αντιβασιλεία υπέρ του οκταετούς γυιού της Κωνσταντίνου ΣΤ΄. Αυτός όμως την απομάκρυνε το 790, αλλά η Ειρήνη εν συνεχεία τον συνέλαβε και τον τύφλωσε στις 15 Αυγούστου του 797 (ήταν τότε είκοσι πέντε ετών) για να μείνει μόνη στον θρόνο της Κωνσταντινούπολης μέχρι το 802, που ανατράπηκε. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που η κ. Αρβελέρ αναφέρεται στην Ειρήνη Αθηναία αποκαθαίροντας τα γεγονότα από την απανθρωπία και τη βαναυσότητά τους (σ. 36): «αυτοκρατόρησε [η Ειρήνη] πρώτα με το άνδρα της, ύστερα (780) με τον γιό της και τέλος, το 797-802, μόνη ως αυτοκράτωρ βασιλεύς»! «Αναγεννήσεις» και Αναγέννηση Ένα άλλο επιχείρημα υπέρ του Βυζαντίου που προβάλλει η κυρία Αρβελέρ είναι ότι μεσαίωνας στο Βυζάντιο θεωρείται η περίοδος από τα μέσα του 7ου αιώνα έως τα μέσα του 9ου αιώνα, γνωστή ως «σκοτεινοί χρόνοι» (σ. 28). Η αλήθεια όμως είναι ότι στο Βυζάντιο δεν υπάρχουν «φωτεινοί χρόνοι», αλλά μόνο σκοτεινοί, υπάρχει δηλαδή διαδοχή σκοτεινών και λιγώτερο ή περισσότερο σκοτεινών χρόνων. Οι περίοδοι που ορισμένοι – και η κυρία Αρβελέρ (σ. 255) - ονομάζουν καταχρηστικώς «αναγεννήσεις» ή «ουμανισμούς» («του Φωτίου και των Μακεδόνων, των Κομνηνών και των Παλαιολόγων») είναι απλώς περίοδοι που επικρατούν ομαλότερες συνθήκες στην αντιμετώπιση ορισμένων ιδεών και των αρχαιοελληνικών κειμένων. Οι περίοδοι αυτοί δεν έχουν σχέση με αυτό που έχει ονομασθεί Αναγέννηση και Ουμανισμός στη Δυτική Ευρώπη κατά τους Νέους Χρόνους. Πράγματι, η Αναγέννηση στη Δυτική Ευρώπη σημαδεύθηκε από την άνοδο της αστικής τάξης των εμπόρων, των τεχνιτών και βιοτεχνών, από την ανάδυση της σύγχρονης επιστήμης, που συνοδευόταν και από τεχνική ανάπτυξη, από την εξύμνηση του επίγειου και σαρκικού έρωτα στα τραγούδια, στη μουσική και στα κείμενα, από την επικράτηση του ρεαλισμού των γυμνών σωμάτων στη ζωγραφική και τη γλυπτική, από την ελεύθερη διάδοση, δημιουργική μελέτη και συζήτηση των αρχαιοελληνικών και λατινικών κειμένων καθώς και την έμπνευση από αυτά, την ανακάλυψη της λογοτεχνίας και της φιλοσοφικής αναζήτησης σε αντίθεση προς τη θεολογική δογματική. Κυρίως όμως χαρακτηρίσθηκε από τον απεγκλωβισμό από τα ουράνια και το θείον (θεοκεντρισμός), επιστροφή στην πραγματικότητα, ενασχόληση με τον άνθρωπο, με σκοπό την καλυτέρευση των συνθηκών του βίου και την ευτυχία του (ανθρωποκεντρισμός). Ο Πετράρχης λ.χ. γράφει ερωτικά ποιήματα, εκφράζει την ανθρώπινη αμφιβολία, τα ανθρώπινα αισθήματα και τα σαρκικά πάθη, εξυψώνοντας έτσι την ανθρώπινη ύπαρξη. Από την αντίθεση προς την απόλυτη θρησκευτική αλήθεια και τη θεολογία που στρέφονταν αποκλειστικώς στη μεταφυσική, το κίνημα αυτό έλαβε το όνομα ανθρωπισμός (humanismus). Αυτή η νέα κίνηση είχε ως βάση το κριτικό πνεύμα, την πίστη στις δυνατότητες του ατόμου και της ανθρώπινης αξίας. Οι λόγιοι της Αναγέννησης είχαν συνείδηση της νέας εποχής και της αλλαγής στον τρόπου του σκέπτεσθαι και του ζήν. Όπως σημειώνει ο Jacob Burckhardt αυτή η στροφή του ανθρώπου από τον ουρανό στα επίγεια και τον εσωτερικό του κόσμο τον καθιστά διαφορετικό απο τον άνθρωπο του Μεσαίωνα, είναι ένα νέο επίτευγμα, διότι «ο άνθρωπος γίνεται έτσι πνευματικό άτομο και αναγνωρίζει τον εαυτό του ως τέτοιο άτομο». Τίποτε από αυτά δεν παρατηρήθηκε στους βυζαντινούς αιώνες, σκοτεινούς ή λιγώτερο σκοτεινούς. Κλείνοντας το βιβλίο της η κυρία Αρβελέρ (σ. 255) εξαίρει το «χιλιόχρονο Βυζάντιο» διότι «διέσωσε τα κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας που οι διανοούμενοί του διέδωσαν στη Δύση. Στα κείμενα αυτά στηρίχθηκε το πνευματικό ξύπνημα της Ευρώπης». Επιβάλλονται ορισμένες διευκρινίσεις διότι η έκφραση της κυρίας Αρβελέρ στο σημείο αυτό είναι κάπως ασαφής και διφορούμενη. Κατ’ αρχάς το πνευματικό ξύπνημα της Ευρώπης είχε ξεκινήσει πολύ πιο πριν οι διανοούμενοι του Βυζαντίου καταφύγουν στη Δύση, ήδη από τον 12ο –13ο αιώνα, όπως σωστά γράφει στις σελ. 235-236. Ορισμένα αρχαιοελληνικά κείμενα υπήρχαν ήδη στη Δύση, αρκετά άλλα διαδίδονται και γίνονται γνωστά από τους Άραβες από τον 9ο αιώνα και από τους καθολικούς αντιγραφείς από τον 12ο αιώνα στο όρος Saint Michel. Oι βυζαντινοί λόγιοι μετέφεραν απλώς και άλλα πρωτότυπα και δίδαξαν ελληνικά, δηλαδή διευκόλυναν τη διάδοση. Η αλήθεια είναι ότι και χωρίς το Βυζάντιο η αφύπνιση της Ευρώπης είχε δρομολογηθεί. Εν πάση περιπτώσει η Αναγέννηση της Ευρώπης οφείλεται όχι σε βυζαντινές αξίες και δημιουργίες, αλλά στις ελληνικές, τις οποίες από την αρχή έως το τέλος η επίσημη αυτοκρατορική και εκκλησιαστική εξουσία απαγόρευσαν, κατεδίωξαν, απαξίωσαν παντοίω τρόπω - και φυσικά ουδόλως κατάλαβαν. Από την άλλη, η κ. Αρβελέρ δεν λέει τίποτε για τις τεράστιες απώλειες έργων της αρχαιοελληνικής γραμματείας που οφείλονται οπωσδήποτε και στις καταστροφές των βιβλιοθηκών και στις καύσεις των βιβλίων ήδη από την ίδρυση του χριστιανισμού, από τον Παύλο έως τον 6ο αιώνα. Ενα μεγάλο μέρος της αρχαιοελληνικής γραμματείας έχει καταστραφεί από την μισαλλοδοξία της χριστιανικής ηγεσίας και των βυζαντινών αυτοκρατόρων, από τον φανατισμό των χριστιανών μοναχών. Σημαντικά κείμενα, από τα πιο ριζοσπαστικά, δεν θα τα γνωρίσουμε ποτέ, όπως των Προσωκρατικών, των σοφιστών, του Επικούρου, των τραγικών, καθώς και τα αντιχριστιανικά κείμενα του Κέλσου, του Πορφυρίου και του Γεωργίου Γεμιστού-Πλήθωνα, προς το τέλος του Βυζαντίου. Οι βαρβαρότητες του Bυζαντίου Η κυρία Αρβελέρ γράφει επίσης αυθαιρέτως ότι ο Μεσαίωνας για το ανατολικό τμήμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας άρχισε το 1453 (σ. 75), και θεωρεί πως ο σχολαστικισμός, ο λογιοτατισμός και ο σκοταδισμός που έχουν αποδοθεί στο Βυζάντιο είναι «ακραίες θέσεις και δηλώνουν άγνοια του βυζαντινού κατορθώματος» (σ 250). Προσπαθώντας εν συνεχεία να περιγράψει ποιο είναι αυτό το «βυζαντινό κατόρθωμα», αναφέρει τρία στοιχεία που, κατά τη γνώμη της, στηρίζονται σε «ανθρωπιστικές αρχές. Το πρώτο στοιχείο που αναφέρει είναι πως η βυζαντινή νομοθεσία απαγορεύει το «μετά βασάνων εξετάζεσθαι». Όμως η κυρία Αρβελέρ κάνει λάθος, διότι η βυζαντινή ιστορία από την αρχή έως το τέλος γέμει παραδειγμάτων που τα βασανιστήρια είναι παρόντα κατά το ανακριτικό και δικαστικό έργο. Οι σχετικοί όροι που χρησιμοποιούνται στα νομικά κείμενα είναι εμβάσανος ζήτησις, εμβάσανος εξέτασις ή απλώς εξέτασις, ζήτησις, βασάνων πείρα, βάσανα, βάσανος, ενώ στα ιστορικά και φιλολογικά κείμενα οι όροι είναι ετάζω, ανετάζω (που σημαίνουν βασανίζω) και ετασμός, ανετασμός (που σημαίνουν βασανιστήρια). Επίσης ερώτησις και ζήτησις. Τα βασανιστήρια χρησιμοποιούνταν για να επιτευχθεί η ομολογία υπόπτων για αξιόποινη πράξη ή για να επιβεβαιωθεί αυτή η ομολογία είτε για να ληφθεί μαρτυρία επί ποινικών ή μη υποθέσεων. Βασανιστήρια χρησιμοποιούνταν επίσης νομίμως για να εξαναγκασθούν οι φορολογούμενοι να πληρώσουν φόρους. Η «Νεαρά» 1.3 (παρ. 2) του Θεοδοσίου και Ουαλεντιανού (450 μ.Χ.) αναφέρεται στα βασανιστήρια που ασκούσαν οι φοροεισπράκτορες. Το δεύτερο στοιχείο του βυζαντινού «κατορθώματος», κατά την κυρία Αρβελέρ, είναι η «αρχή της εξυπηρέτησης της παγκόσμιας ειρήνης» και η «διατήρηση του status quo που εγγυόταν την Pax Romana» (σ. 250). Όμως οι βυζαντινοί αυτοκράτορες και επιθετικούς πολέμους έκαναν και σε κατακτήσεις άλλων εθνών και χωρών προέβησαν. Η ιδεολογία του Βυζαντίου ήταν, όπως και ή ίδια η κυρία Αρβελέρ γράφει ότι «κάθε πόλεμος κατά της αυτοκρατορίας δηλώνει υπεξαίρεση και είναι αθέμιτος, ενώ κάθε πόλεμος του Βυζαντίου, που είναι κληρονόμος της παγκόσμιας Ρώμης και αμύντωρ της χριστιανοσύνης ως ‘’κράτος πρώτον πιστεύσαν εις τον Δεσπότην Χριστόν’’, είναι πόλεμος δίκαιος και αμυντικός» (σ. 150). Φυσικά μετά τις κατακτήσεις τους οι Βυζαντινοί ήθελαν να διατηρήσουν την ειρήνη και το status quo, όπως έκαναν από την αρχή όλοι οι ηγέτες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας – αυτό ήταν η Pax Romana. Συνεπώς, οι Βυζαντινοί δεν έπραξαν κάτι το καινοφανές, όλες οι κατακτητικές εξουσίες το ίδιο έπραξαν και πράττουν. Ως τρίτο παράδειγμα «βυζαντινού κατορθώματος» και δείγμα της «φιλανθρωπίας» ως «ανωτάτης αυτοκρατορικής αρετής» αναφέρει η Aρβελέρ ότι τον 12ο αιώνα ο αυτοκράτορας Μανουήλ Α΄ Κομνηνός (1143-1180) κατήργησε τη δουλεία και «εγγυήθηκε τις προσωπικές ελευθερίες των Βυζαντινών», χωρίς να παραθέτει τίποτε άλλο ή κάποια πηγή (σ. 250). Η αλήθεια δεν είναι ακριβώς έτσι, και χρειάζονται ορισμένες διευκρινίσεις. Όπως αναφέρει ο χρονικογράφος Ιωάννης Κίνναμος, ο Μανουήλ απελευθέρωσε κάποιους που, λόγω ατυχίας - και όχι επειδή ήταν φύσει δούλοι – είχαν υποχρεωθεί να μπούν στην έμμισθη υπηρεσία των ευγενών και των δυνατών, και μετά αυτοί τους κρατούσαν εκεί είτε με τη θέλησή τους είτε παρά τη θέλησή τους. Αυτή τη μορφή δουλικότητας προσπάθησε να καταργήσει Μανουήλ, διότι, όπως γράφει ο Κίνναμος, ο Μανουήλ «ήθελε να κυβερνά ελευθέρους Ρωμαίους και όχι ανδράποδα». Άλλωστε αυτό που λέει η κυρία Αρβελέρ –και ο Κίνναμος - δεν εναρμονίζεται με την πληροφορία του Νικήτα Χωνιάτη, που γενικώς δεν έχει αμφισβητηθεί, πως ο Μανουήλ έθεσε «ελευθέρους Ρωμαίους» αγρότες υπό τον ζυγό ημιβαρβάρων προνοιαρίων. Ο Χωνιάτης αναφέρει επίσης ότι ο Μανουήλ εμπιστευόταν δύο ομάδες ανθρώπων και τις ευνοούσε ιδιαιτέρως: τους ευνούχους των διαμερισμάτων του και τους υπηρέτες του ξένης καταγωγής που τους είχε διορίσει σε κρατικά αξιώματα. Άλλωστε, στο Βυζάντιο υπήρχαν οικιακοί δούλοι ανέκαθεν και επί πλέον το σύστημα της δουλοπαροικίας ήταν ήδη εν εξελίξει στον 12ο αιώνα, όπως, σημειώνει η καθηγήτρια βυζαντινής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ Αγγελική Λαΐου-Θωμαδάκη: «Μετά τους Κομνηνούς, και ιδιαίτερα στην εποχή του 14ου-15ου αιώνα, η βυζαντινή κοινωνία αποκτά εμφανή φεουδαλικά στοιχεία, σε βαθμό που να μπορεί να χαρακτηρισθεί φεουδαλική, με τις δικές της πάντα ιδιομορφίες». Πράγματι, κατά την εποχή των Παλαιολόγων παρατηρείται ευρεία εξάπλωση του θεσμού της προνοίας, που εξελίσσεται ήδη από τον 12ο αιώνα. Τα εισοδήματα των γαιοκτημόνων προνοιαρίων «προέρχονταν από τους φόρους των αγροτών, που παλαιότερα τους εισέπραττε το κράτος, και ακόμη από τη φεουδαλική πρόσοδο, δηλαδή ένα μέρος του πλεονάσματος, που με τη μορφή μεριδίου στην παραγωγή, περνούσε στα χέρια των αρχόντων. Οικογένειες χωρικών ή και ολόκληρα χωριά παραχωρούνταν στους γαιοκτήμονες, έτσι που τελικά ο ανεξάρτητος αγρότης κατέληγε να μεταβληθεί σε πάροικο, εξαρτημένο δηλαδή καλλιεργητή». Συνεπώς, η έκφραση της κυρίας Αρβελέρ (ότι ο Μανουήλ κατήργησε τη δουλεία) είναι υπερβολική και δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική αλήθεια. Η κ. Αρβελέρ γράφει επίσης πως ο Μανουήλ εγγυήθηκε «προσωπικές ελευθερίες». Είναι όμως ασαφές τι είδους ήταν αυτές οι «ελευθερίες», διότι φυσικά στο απολυταρχικό και θεοκρατικό καθεστώς του Βυζαντίου δεν υπάρχουν προσωπικές ελευθερίες, ατομικά ή ανθρώπινα δικαιώματα, όπως τα γνωρίζουμε μετά τον 18ο αιώνα. Ούτε η έννοια και πρακτική του ανθρωπισμού υπάρχει, όπως τη γνωρίζουμε στην Αναγέννηση και μετέπειτα. Γενικώς η βυζαντινή ιστορία δεν χαρακτηρίζεται από ανθρωπιστικές αρχές και φιλανθρωπία. Η έλλειψή τους είναι εμφανής στις προσπάθειες των Βυζαντινών για την άνοδο στην εξουσία και την εξασφάλισή της από τους υποψήφιους ανταγωνιστές, αφού συνοδευόταν συνήθως από δολοφονίες, ακρωτηριασμούς μύτης και αυτιών και κυρίως από τύφλωση, όπως ανέφερα προηγουμένως. Επίσης μπορούν να αναφερθούν ορισμένα από τα εκατοντάδες παραδείγματα εξαχρείωσης των ηθών, τα οποία η κυρία Αρβελέρ αποσιωπά, όπως τα επόμενα: α) Οι διώξεις κατά των Ελλήνων και οι καταστροφές της λατρείας τους και του πολιτισμού τους από τους χριστιανούς ιερωμένους και αυτοκράτορες (4ος-6ος). Από τον 4ο αιώνα που προσπαθεί να εδραιωθεί η κοσμική και θρησκευτική εξουσία στη βυζαντινή επικράτεια, οι αυτοκράτορες και η εκκλησιαστική ηγεσία εξαπέλυσαν μία πρωτοφανή επίθεση κατά του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, της αρχαιοελληνικής παιδείας και λατρείας. Οι διώξεις, οι λεηλασίες και οι καταστροφές σχεδόν κατέστρεψαν σημαντικώτατο τμήμα του ελληνικού πολιτισμού, μέχρι το 529 μ.Χ., που τυπικά τοποθετείται το τελειωτικό κτύπημα, όταν ο χριστιανός αυτοκράτορας Ιουστινιανός απαγορεύει με διάταγμα τη διδασκαλία της φιλοσοφίας και κλείνει τις φιλοσοφικές σχολές της Αθήνας. Το ελληνίζειν απαγορεύεται με διαδοχικές νομοθετικές πράξεις που ισχύουν καθόλη τη διάρκεια της αυτοκρατορίας, και τιμωρείται με αυστηρές ποινές. Οι καταστροφές αυτές των βυζαντινών χριστιανών είναι ίσως από τα μεγαλύτερα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και του πολιτισμού. β) Οι διώξεις, οι αποκλεισμοί και οι εκκαθαρίσεις των «αιρετικών» και των πάσης φύσεως διαφωνούντων με τη μοναδική αλήθεια, με το επίσημο δόγμα του χριστιανικού ιερατείου και της αυτοκρατορικής αυθεντίας, το οποίο κτιζόταν επί τέσσερις αιώνες με τις Οικουμενικές Συνόδους από το 325 μ.X. έως το 681 μ.Χ. Η Α΄ Σύνοδος της Νικαίας λ.χ. επέβαλε τις διώξεις των οπαδών του Αρείου και την καύση των βιβλίων τους. Η συγγραφέας περιορίζεται απλώς σε μία σύντομη γενικόλογη αναφορά: αυτή η μακρά περίοδος «δίχασε την αυτοκρατορία και τους πληθυσμούς της, παίρνοντας συχνά βίαιες και ανοίκειες μορφές εκβιασμών και καταδιώξεων κατά των αντιφρονούντων» (σ. 164). Πρέπει να αναφερθεί χάριν παραδείγματος η περίπτωση του χριστιανού μοναχού Μαξίμου του Ομολογητή (580-662 μ.Χ.), ο οποίος αρνήθηκε να υποκύψει στην επίσημη άποψη της βυζαντινής εξουσίας, καταδικάσθηκε, του κόψανε τη γλώσσα και το δεξί χέρι και πέθανε εξόριστος. Χαρακτηριστικό του μεσαίωνα είναι και οι αγριότητες μεταξύ των αντιμαχομένων μερίδων και η κακοποίηση του ομόδοξου αντιπάλου. γ) Η σφαγή 30.000 αμάχων βυζαντινών υπηκόων από τον Ιουστινιανό και τη Θεοδώρα στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης το 532 μ.Χ. με τη «στάση του Νίκα», την οποία εμμέσως υπερασπίζεται η κυρία Αρβελέρ (σ. 164-165). Αυτό το απάνθρωπο γεγονός εδραιώνει de facto και de jure την αρχή της απόλυτης μοναρχίας στο Βυζάντιο: princeps legibus solutus est (ο ηγεμών δεν υπόκειται σε νόμους). δ) Η ανηλεής και άνευ ορίων και κανόνων διαμάχη για τις εικόνες μεταξύ εικονομαχών και εικονολατρών που κράτησε από τον 727 έως το 843 μ.Χ. με πολυάριθμα θύματα εκατέρωθεν και καταστροφές έργων τέχνης και βιβλίων. ε) Η απάνθρωπη πράξη, από τις μεγαλύτερες βαρβαρότητες στην ανθρώπινη ιστορία, του αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ Βουλγαροκτόνου μετά τη νίκη του στο Κλειδί (1014 μ.Χ.): χώρισε τους 15.000 Βούλγαρους αιχμαλώτους σε λόχους των εκατό ανδρών, τύφλωσε τους ενενήντα εννέα του κάθε λόχου και αφαίρεσε από τον εκατοστό το ένα μάτι για να οδηγήσει τους υπόλοιπους τυφλούς στρατιώτες! Όταν ο Βασιλεύς των Βουλγάρων είδε το θέαμα λιποθύμησε και πέθανε λίγο αργότερα από καρδιακή προσβολή. στ) Τέλος, ας σημειωθεί και μία από τις πολυάριθμες πράξεις βαρβαρότητας του βυζαντινού όχλου. Το 1182 μ.Χ. οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης υποδέχθηκαν τον Ανδρόνικο Α΄ Κομνηνό ως σωτήρα του κράτους, υπερασπιστή της ορθοδοξίας και του θρόνου. Τρία έτη μετά (1185 μ.Χ.) ο Ισαάκιος Άγγελος διεκδίκησε τον θρόνο και στράφηκε κατά του Ανδρονίκου, ο οποίος οχυρώθηκε στο μέγα παλάτιον. Όμως ο όχλος τάχθηκε υπέρ του Ισαακίου, έσπασε την κυρία πύλη του παλατίου, λεηλάτησε το βασιλικό θησαυροφυλάκιο αποκομίζοντας 170.000 υπέρπυρα. Τελικώς, ο Ανδρόνικος συνελήφθη και παραδόθηκε στον όχλο για να υποστεί φρικτό θάνατο, τον οποίο ο Κ. Παπαρρηγόπουλος περιγράφει ως εξής: «Ο δε όχλος εξερρίζωσε μεν πρώτον τους οδόντας και τας τρίχας αυτού, εξώρυξε δε τον ένα των οφθαλμών, έκοψε δε αμφοτέρας τας χείρας και ταύτα πάντα ου δια μιας, αλλ’ εκ διαλειμμάτων. Έπειτα εκάθησαν αυτόν επί καμήλου, και περιήγαγον εις απάσας τας οδούς της πόλεως επάγοντες αδιακόπως ύβρεις και πληγάς. Τελευταίον, εκρέμασαν τον δυστυχή εκ των ποδών μεταξύ δύο κιόνων... πάντες δε όσοι ηδύναντο να φθάσωσι το σώμα του, εξηκολούθουν πλήττοντες».[23] Μετά από δεκαεννέα έτη οι Σταυροφόροι καταλαμβάνουν, κατόπιν προσκλήσεως των ιδίων των βυζαντινών αυτοκρατόρων, ευκόλως το παρακμιακό Βυζάντιο, το κλυδωνιζόμενο και σπαρασσόμενο από τις άγριες διαμάχες για την εξουσία.
Αθήνα - Θεσσαλονίκη Για να τονίσει τη σπουδαιότητα του Βυζαντίου η κυρία Αρβελέρ, αναφερόμενη στην Αθήνα του 12ου αιώνα, υιοθετεί τον χαρακτηρισμό του Μιχαήλ Χωνιάτη ότι ήταν σχεδόν «λασποχώρι» (σ. 99). Όμως εν προκειμένω απωθεί την πραγματική ιστορία και τα πραγματικά αίτια του μαρασμού της Αθήνας, η οποία ακόμη τον 4ο αιώνα, παρότι υπό ρωμαϊκή κατοχή επί πολλούς αιώνες, ήταν κέντρο πολιτισμού και παιδείας, στο οποίο συρρέουν από όλο τον κόσμο για μόρφωση, ακόμη και οι χριστιανοί θεολόγοι μελλοντικοί διώκτες της αρχαιοελληνικής παιδείας. Η κυρία Αρβελέρ δεν αναφέρει καθόλου τις καταστροφικές λεηλασίες των βυζαντινών αυτοκρατόρων και της χριστιανικής εκκλησίας, που στέρησαν την πόλη της δημοκρατίας από τον πνευματικό και πολιτισμικό βίο. Αντιθέτως, θεωρεί «μεγάλο» τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α΄, τον μεγάλο διώκτη και καταστροφέα του ελληνικού πολιτισμού (σ. 145, 146), και προσπαθεί να συγκαλύψει αυτές τις καταστροφές των βυζαντινών χριστιανών από τον 4ο έως τον 6ο αιώνα, γράφοντας ότι «η παρακμή του αρχαίου κόσμου στην Ελλάδα ταυτίζεται με την εξαφάνιση του αστικού βίου και τον αφανισμό πολυάριθμων αρχαίων πολισμάτων» (σ. 99). Όμως η παρακμή και ο αφανισμός αυτός οφείλονται εν πολλοίς στις βαρβαρότητες των Χριστιανών και στις καταστροφές των αυτοκρατορικών στρατευμάτων. Σημαντικό ρόλο έπαιξε επίσης η από τον 6ο αιώνα εγκατάλειψη τής Αθήνας από την αυτοκρατορική εξουσία, η κατάργηση από τον Ιουστινιανό των φιλοσοφικών σχολών και η απαγόρευση διδασκαλίας της φιλοσοφίας, καθώς και η άγρια φορολογική αφαίμαξη όπως φαίνεται σαφώς στον λόγο που έγραψε ο μητροπολίτης της Αθήνας Μιχαήλ Χωνιάτης προς τον νέο πραίτορα της Ελλάδας που είχε διορίσει ο Ανδρόνικος Α΄. Η κυρία Αρβελέρ συγκρίνει τη βυζαντινή Θεσσαλονίκη με την Αθήνα της ιδίας εποχής για να αποφανθεί για την επιφανή θέση και αίγλη της πρώτης με κορύφωμα τον 12ο αιώνα. Η σύγκριση κατά τη γνώμη μου είναι άστοχη, ίσως ιδεολογική, διότι η συγγραφέας δεν αναφέρει αξιόλογους πολιτισμικούς παράγοντες αυτής της υπεροχής, παρά μόνο το γεγονός ότι η Θεσσαλονίκη ήταν σημαντικό διοικητικό και εμπορικό κέντρο στο βυζαντινό κράτος, χαρακτηριστικά που οφείλονται στις εύνοιες και τις πολιτικές των αυτοκρατόρων και της εκκλησίας, σε γεωγραφικούς και γεωπολιτικούς παράγοντες και όχι σε πολιτισμικούς ή πολιτειακούς. Αρκεί κανείς να συγκρίνει και τους δέκα αιώνες της βυζαντινής ιστορίας της Θεσσαλονίκης μόνο με ένα αιώνα της αθηναϊκής ιστορίας - όχι βεβαίως με αιώνα από τους κλασικούς με τους οποίους η Θεσσαλονίκη δεν δύναται να συγκριθεί, διότι υστερεί εμφανώς της Αθήνας -, αλλά με έναν από τους ελληνιστικούς αιώνες κατά τη διάρκεια των οποίων η Αθήνα τελεί υπό μακεδονική ηγεμονία. Επί παραδείγματι, κατά τον 3ο π.Χ. αιώνα στην Αθήνα υπάρχουν οι μεγάλοι φιλόσοφοι Επίκουρος, Ζήνων, Χρύσιππος, Αρκεσίλαος. Αντιθέτως, στους δέκα αιώνες της βυζαντινής Θεσσαλονίκης δεν σημειώνεται καμία νέα ή ουσιαστική προσφορά στην ανθρώπινη σκέψη και τον πολιτισμό. Τα ονόματα που μπορούν να αναφερθούν είναι μόνο θεολόγων και μητροπολιτών (Ευστάθιος, Γρηγόριος Παλαμάς, Καβάσιλας), και του Αρμενόπουλου, που συνέγραψε ένα συμπίλημα υπαρχόντων νομοθετημάτων. Οι σχέσεις κράτους και εκκλησίας Προβληματική είναι επίσης η ανάπτυξη που έχει η κ. Αρβελέρ για τις σχέσεις μεταξύ κράτους και εκκλησίας στο Βυζάντιο (σ. 158). Κάνει λόγο για «αρμονική σύμπραξη των δύο αυτών αρχών» καθόλη τη διάρκεια της βυζαντινής ιστορικής πραγματικότητας, και γράφει ότι αυτή η σχέση εκφράσθηκε με σαφήνεια από ένα νομοθέτημα του Βασιλείου Α΄ (885/6), την Επαναγωγή ή Εισαγωγή, με την καθοριστική συμμετοχή του πατριάρχη Φωτίου. Πρέπει όμως να γίνουν ορισμένες διευκρινίσεις που αναδεικνύουν τις αποχρώσεις του ζητήματος αυτού. Καθόλη τη διάρκεια του Βυζαντίου δεν έλειψαν οι αντιθέσεις και οι διενέξεις ανάμεσα στις δύο εξουσίες, δείγμα των οποίων είναι και οι συχνές καθαιρέσεις πατριαρχών από τους εκάστοτε αυτοκράτορες. Ο πατριάρχης Φώτιος λ.χ. καθαιρέθηκε δύο φορές (την πρώτη το 867, επανήλθε στον θρόνο το 877, καθαιρέθηκε ξανά το 886 και πέθανε εξόριστος). Από ερευνητές θεωρείται ότι κατά περιόδους κράτος και εκκλησία, παρά τον ανταγωνισμό τους, δεν είναι δύο χωριστοί θεσμοί, αλλά δύο μορφές της μίας και αδιαίρετης έννοιας του Χριστιανισμού. Άμεση συνέπεια θεωρείται η ύπαρξη μίας μόνον εξουσίας, της απολυταρχικής του αυτοκράτορα. Με την Εισαγωγή επιχειρήθηκε η καθίδρυση της θεωρίας των δύο εξουσιών, με συγκεκριμένο καθορισμό των δικαιωμάτων και καθηκόντων του αυτοκράτορα και του πατριάρχη (τίτλοι 2 και 3). Αργότερα όμως ο Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός (886-912) με τον Πρόχειρο Νόμο προβαίνει σε αναθεώρηση της θεωρίας των δύο εξουσιών, απαλείφοντας τους τίτλους 2 και 3 της Εισαγωγής. Έτσι επί Λέοντος ΣΤ΄ δεν ίσχυσε η ομοταξία των δύο εξουσιών αλλά η απολυταρχική του αυτοκράτορα. Επίσης, στους μετέπειτα και ιδίως τους τελευταίους αιώνες υπάρχει η αντίθεση ανάμεσα στην κρατική εξουσία και την Εκκλησία, που χαρακτηρίζεται από τον εμφύλιο διχασμό μεταξύ ενωτικών και ανθενωτικών. Εν ολίγοις, η σχέση των δύο αρχών δεν ήταν και τόσο «αρμονική» όπως γράφει η κ. Αρβελέρ.
Η θρησκειοκεντρική αντίληψη για την ιστορία Η συγγραφέας φαίνεται να πιστεύει στην επέμβαση του θείου παράγοντα στις ανθρώπινες υποθέσεις. Πράγματι, αφού επισημαίνει τη σχέση της Κωνσταντινούπολης με την Παναγία, που τήν «έσωσε» από τους εχθρούς το 626 («Ακάθιστος Ύμνος»), γράφει χωρίς καμία αμφισβήτηση ή αμφιβολία: «Στη Θεοτόκο πάντως οφείλει τη σωτηρία της η Κωνσταντινούπολη και τότε που τα ρωσικά πλοία, για πρώτη φορά την πολιορκούν στα 860». Μάλιστα προσδιορίζει και πώς ακριβώς έγινε η σωτηρία αυτή: «τα ρωσικά πλοία συνετρίβησαν από την αιφνίδια θαλασσοταραχή που προκάλεσε [θαυματουργικά βέβαια] η εμβάπτιση του μαφορίου της Παναγίας από τον πατριάρχη Φώτιο στα νερά του Βοσπόρου» (σ. 71). Την ίδια θρησκευτική πίστη εκφράζει η κυρία Αρβελέρ όταν, αναφερόμενη στην πολιορκία της Θεσσαλονίκης τον 7ο αιώνα, γράφει ότι οι Σλάβοι δεν κατάφεραν να την κυριεύσουν διότι την «προστάτευε ακούραστος ο Άγιος Δημήτριος ο Μυροβλήτης» (σ. 100). Προς εμπέδωση της σωτηριολογικής παρουσίας του Δημητρίου επαναλαμβάνει ότι «η Θεσσαλονίκη σώθηκε χάρη στις θαυματουργικές επεμβάσεις του Αγίου Δημητρίου, εξού και Μαρτυροφύλακτος» (σ. 107). Δεν εξηγεί όμως γιατί η Θεοτόκος δεν έσωσε τη «Βασιλεύουσα» από τους Σταυροφόρους το 1204 και το 1453, καθώς επίσης γιατί «θαυματουργός άγιος» δεν έσωσε τη Νύμφη του Θερμαϊκού από τις τρεις αλώσεις: από τους Άραβες πειρατές το 904, από τους Νορμανδούς το 1185 και από τους Οθωμανούς το 1430. Ίσως να πιστεύει ότι οι αλώσεις αυτές οφείλονταν στις αμαρτίες των κατοίκων της και της ηγεσίας, όπως ακριβώς οι ήττες, οι καταστροφές και οι αλώσεις που γνώρισε η Κωνσταντινούπολη οφείλονται στις «αμαρτίες των κατοίκων της», όπως γράφει χαρακτηριστικώς ο Θεόδωρος Α΄ Λάσκαρις μετά την πτώση της το 1204, και εκφράζεται στο λακωνικό «κρίμασιν οις οίδεν Κύριος» (σ. 72, 247). Αλλά ενώ για τους Κωνσταντινουπολίτες η κυρία Αρβελέρ εντοπίζει την αμαρτία τους στην ανθενωτική διαμάχη (σ. 247), δεν προσδιορίζει όμως το είδος των αμαρτημάτων των Θεσσαλονικέων. Η κυρία Αρβελέρ αναρωτιέται με αγωνία για το «πότε άραγε θα αποφασίσει η εκκλησία να οσιοποιήσει τον πρώτο εθνομάρτυρα, τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο» (σ. 74). Είναι εύκολη πάντως η οσιοποίηση αυτή δεδομένου ότι η εκκλησία έχρισε ισαπόστολο και αγιοποίησε τον Κωνσταντίνο Α΄ παρά τα πολλά εγκλήματά του, μεταξύ των οποίων και φόνοι στενών συγγενικών του προσώπων, και παρά το ότι δεν είχε βαπτισθεί χριστιανός (ή έστω βαπτίσθηκε λίγο πριν τον θάνατό του). Αναρωτιέται κανείς τι θα προσφέρει ακόμη μία οσιοποίηση. Φαίνεται όντως πολύ παράταιρη και μουχλιασμένη η θρησκευτική και μεταφυσική αντίληψη της ιστορίας που θεραπεύει η κυρία Αρβελέρ. Ο μύθος της «συνέχειας» της φυλής Ήδη από τον Πρόλογο του βιβλίου αρχίζει η εισαγωγή του ιδεολογήματος της ελληνικότητας, όταν γράφει για τη «χιλιόχρονη αυτοκρατορία του ελληνισμού των μεσαιωνικών χρόνων» (σ. 11). Είναι όμως γνωστό πως η βυζαντινή αυτοκρατορία αποτελούνταν από πολλές έθνότητες. Η πιο σωστή έκφραση θα ήταν η «χιλιόχρονη πολυεθνική αυτοκρατορία των μεσαιωνικών χρόνων». Η κυρία Αρβελέρ γράφει επίσης ότι μέχρι την εποχή της εικονομαχίας τον 7ο αιώνα η πολιτική, η διανόηση, η τέχνη του Βυζαντίου «τρεφόταν από τις ελληνικές ρίζες» (σ. 36). Αυτό είναι η μισή αλήθεια, διότι η άλλη μισή είναι πως ήδη από τον 4ο αιώνα οι χριστιανοί αυτοκράτορες και εκκλησιαστικοί έχρισαν τον ελληνικό πολιτισμό εχθρό τους και τον καταδίωξαν (βλ. πιο πάνω κεφ. 2 και 3). Η κυρία Αρβελέρ γράφει επίσης πως η «ελληνόφωνη, ελληνοπρεπής πνευματική κίνηση και διανόηση είναι ένα από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του Βυζαντίου» (σ. 254). Ελληνόφωνη είναι μεν, αλλά όχι ελληνοπρεπής, διότι τους πρώτους αιώνες πολέμησε και κατέστρεψε τον ελληνικό πολιτισμό, όπως ήδη ανέφερα, και καθ’ όλη τη διάρκεια τού Βυζαντίου παρέμεινε εχθρική προς την ελληνική παιδεία, προς τις ελληνικές αξίες, σημασίες και συμπεριφορές. Την κατάσταση αυτή εκφράζει χαρακτηριστικώς με ευστοχία προς το τέλος του Βυζαντίου ο Γεώργιος Σχολάριος, ανθενωτικός κληρικός και αντίπαλος του Γεωργίου Πλήθωνα: «Έλλην ων τη φωνή, ουκ αν ποτέ φαίην Έλλην είναι, δια το μη φρονείν ως εφρόνουν ποτέ οι Έλληνες αλλ’ από της ιδίας μάλιστα θέλω ονομάζεσθαι δόξης. Και ει τις έροιτό μοι τις ειμί, αποκρινούμαι χριστιανός είναι». Οι ελάχιστες εξαιρέσεις λογίων που μελέτησαν τους Έλληνες συγγραφείς επιβεβαιώνουν τον κανόνα, δεν τον αναιρούν. Άλλωστε οι λόγιοι αυτοί δεν εμπνεύσθηκαν σημαντικά πράγματα από τα ελληνικά κείμενα, παρέμειναν στο βυζαντινό φαντασιακό ή διώχθηκαν από την επίσημη κοσμική και θρησκευτική εξουσία. Μήπως στο πνεύμα της Αρβελέρ θα έπρεπε να χαρακτηρισθούν και οι Άραβες ελληνοπρεπείς επειδή επίσης μελέτησαν και διέδωσαν τους αρχαίους Έλληνες, και μάλιστα χωρίς διώξεις από την επίσημη κοσμική και θρησκευτική εξουσία τους; Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί πως ελληνόφωνες ήταν και οι αρχαιοελληνικές πόλεις κατά τη διάρκεια της μακεδονικής κυριαρχίας και των ελληνιστικών βασιλείων, και μάλιστα περισσότερο από τους Βυζαντινούς, αλλά δεν ήταν ελληνοπρεπείς. Δεν ήταν πρωτίστως αυτόνομες, αυτόδικες και αυτοτελείς, που ήταν το χαρακτηριστικό ιδεώδες των κλασικών ελληνικών πόλεων, όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης. Δεν μπορούσαν δηλαδή να θεσπίζουν οι ίδιες νόμους, να δικάζουν ανεξάρτητα και να έχουν οικονομική αυτοτέλεια. Και προκειμένου για τις δημοκρατικές πόλεις, δεν είχαν επί πλέον ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη, παιδεία, δημοκρατία. Με άλλα λόγια οι κάτοικοί τους δεν ήταν πλέον πολίτες, αλλά υπόδουλοι και υπήκοοι του μονάρχη και των τοπικών εκπροσώπων του. Άλλωστε, ελληνόφωνη είναι και η σημερινή Ελλάς, αλλά δεν είναι ελληνοπρεπής, ουδεμία σχέση έχει με τον αρχαίο πολιτισμό και δη τον δημοκρατικό. ουδεμία σχέση έχει με την κουλτούρα του, τις αξίες, τα ιδεώδη και τον τρόπο του βίου, τον τρόπο ύπαρξής του - χωρίς βεβαίως η σημερινή Ελλάς να είναι εχθρική προς τον αρχαίο πολιτισμό, τουλάχιστον εν τοις λόγοις. Υπάρχει άλλωστε η περίφημη φράση του Ισοκράτη που εξέφρασε πολύ ωραία την ουσιαστική ευρύτερη έννοια του Έλληνα: «η Αθήνα (...) έκανε το όνομα Έλληνες να σημαίνει όχι τη φυλή (γένος), αλλά το πνεύμα. επέβαλε να ονομάζονται Έλληνες όχι αυτοί που μετέχουν στην ίδια φυλή, αλλά στον ίδιο πολιτισμό (παιδεύσεως)». Δηλαδή, στην ελληνική αντίληψη Έλληνες θεωρούνταν αυτοί που συμμετείχαν στις ίδιες αξίες, σημασίες και αρχές της πόλεως και δη της δημοκρατικής. Η αντίληψη αυτή δεν στηρίζεται σε φυλετικά, εθνικά ή θρησκευτικά κριτήρια, αλλά στη δημιουργία πολιτισμού ισότητας, ελευθερίας και δημοκρατίας. Εν ολίγοις, η προτεραιότητα στο εθνικό στοιχείο, στην ελληνικότητα, στη γλώσσα, συγκαλύπτει και εξουδετερώνει τα βασικά αξιακά στοιχεία του αρχαιοελληνικού πολιτισμού και δη του δημοκρατικού. συγκαλύπτει τις αξίες και σημασίες της ελευθερίας, της ισότητας, του πολίτη, της δικαιοσύνης των πολιτών, της κοσμικής παιδείας, της δημοκρατίας, της συμμετοχής των ανθρώπων, της φιλοσοφίας, της ρητορικής. Όλα αυτά απουσιάζουν εκκωφαντικά από τη χριστιανική Νέα Ρώμη. Δεν υπάρχει λοιπόν καμία συνέχεια μεταξύ των δύο κόσμων. Οπως σημειώνει ο Κορνήλιος Καστοριάδης «Δεν υπάρχει ιστορική συνέχεια. Οι ιστορικές μορφές και τα κοινωνικά μορφώματα δεν αποτελούν αναδιατάξεις προτέρων σταδίων, αλλά αναδύσεις νέων ειδών, νέων μορφών ριζικής ετερότητας».[31] Η κατασκευή του ιδεολογήματος της τρισχιλιετούς αδιάσπαστης συνέχειας εξυπηρετεί την εθνικιστική μυθολογία και αποβλέπει στη δικαίωση της θρησκευτικής μισαλλοδοξίας. Ο Π. Κονδύλης γράφει πολύ σωστά: «Η κατασκευή αυτή έκανε δυνατή την οργανική συμπερίληψη του Βυζαντίου, του πρωταρχικού ιστορικού ενσαρκωτή των χριστιανικών ιδεών και αξιών, στην ελληνική ιστορία και έτσι αποκαθιστούσε όχι μόνον ιδεολογικά, αλλά και ιστορικά την Εκκλησία». To ιδεολόγημα της «ελληνικότητας» του Βυζαντίου Επί πλέον η κ. Αρβελέρ ταυτίζει τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία με τη «Ρωμαίικη», μετά την επανάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1261 από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο, χωρίς όμως καμία επιχειρηματολογία (σ. 59). Και συνεχίζει στο ίδιο στυλ: «Το μεγαλείο της μεσαιωνικής ελληνοσύνης» (σ. 69). «η αρχή του Μεσαίωνα για τους Έλληνες είναι το 1453» (σ. 75). «Η Ρωμανία, η ελληνοσύνη δηλαδή» (σ. 92).Όλες αυτές οι εκφράσεις παρατίθενται χωρίς επιχειρήματα, δικαιολόγηση και ανάλυση, υποκύπτοντας στην αξιωματική του petitio principii, θεωρώντας δηλαδή το ζητούμενο ως δεδομένο. Όμως και τα σημεία στα οποία η κυρία Αρβελέρ προσκομίζει ψήγματα επιχειρημάτων πάλι αυτά ελέγχονται ως ελλειπή και προβληματικά. Πράγματι, γράφει λ.χ. ότι μετά το 1204 υπάρχει αντίθεση Λατίνων και Ελλήνων (σ. 226). Η αντίθεση όμως που δημιουργείται μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους είναι κυρίως θρησκευτική, «εκφράζεται ως συναίσθημα θρησκευτικού αντιλατινικού μένους των ορθοδόξων πληθυσμών», όπως γράφει η ίδια αλλού (σ. 62). Είναι πιο φυσιολογικό αυτό ως κορύφωση και επιβεβαίωση της αντίθεσης που εκδηλώθηκε με τρία θρησκευτικά σχίσματα στο παρελθόν (484, 856 και 1054 μ.Χ.), τα οποία εκφράζουν δογματικές θεολογικές διαφορές και θρησκευτικές αντιθέσεις. Η θρησκευτική εχθρότητα προς τη Δύση εκφράζεται κατά τον χαρακτηριστικώτερο τρόπο λίγο πριν την τελική ήττα από τα λόγια του πλουσίου αξιωματούχου Λουκά Νοταρά που προτιμούσε να δει στην Κωνσταντινούπολη: «καλύτερα τούρκικο φακιόλι παρά τιάρα λατινική». Συνεχίζει η συγγραφέας: «Είναι άλλωστε αξιοσημείωτο ότι από τότε [από το 1204] οι Βυζαντινοί αρχίζουν να αποποιούνται το ρωμαϊκό όνομα που τους συνέδεε με την Παλαιά Ρώμη και οικειώνονται το ελληνικό...» (σ. 226). Όμως έως το τέλος της αυτοκρατορίας οι Βυζαντινοί δεν αποποιούνται το όνομά τους, αποκαλούνται Ρωμαίοι και όχι Έλληνες. Το Βυζάντιο παρέμεινε η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η Νέα Ρώμη, η Νέα Σιών, η Νέα Ιερουσαλήμ - ποτέ Νέα Αθήνα, Νέα Σπάρτη ή έστω Νέα Πέλλα. Όπως ήδη αναφέρθηκε το Βυζάντιο είναι πολυεθνική αυτοκρατορία, δεν είναι μονοεθνική ελληνική. Η ύπαρξη κάποιων αναφορών στο όνομα Έλλην από ορισμένους βυζαντινούς λογίους σημαίνει ότι το προέβαλαν περισσότερο ως στοιχείο πολιτικής καί λιγότερο ως στοιχείο πολιτισμικής συλλογικότητας. Είναι άλλωστε γνωστό ότι ο Γεώργιος Πλήθων είναι ο μόνος που λίγο πριν το τέλος της Κωνσταντινούπολης έχει δώσει έναν σαφή πολιτισμικό προσανατολισμό, προβάλλοντας στοιχεία της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας, λατρείας και παιδείας, των οποίων αμυδρή έκφραση περιέχει το: «Εσμέν γαρ ουν ων ηγείσθε και βασιλεύετε Έλληνες το γένος, ως ή τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί». Αλλά ο Πλήθων εκφράζει μία επιθυμία, ένα αίτημα αλλαγής στο ήδη παρηκμασμένο Βυζάντιο, και είναι φωνή βοώντος εν τη ερήμω, διότι είναι πολύ αργά να αλλάξουν απόψεις οι Βυζαντινοί και ιδίως οι παρασιτικοί χριστιανοί οφφικιάλιοι του Πατριαρχείου και των πολυάριθμων μονών. Γι’ αυτό συναντά την εχθρότητα των Χριστιανών και των ανθενωτικών, ιδίως του Γεωργίου Γενναδίου Σχολαρίου, ο οποίος του απαντά πως «δεν είμαι Έλλην, αλλά χριστιανός». Μετά δε το 1453 μ.Χ., ο Γεννάδιος, όταν έγινε ο πρώτος πατριάρχης, παρέδωσε στην πυρά το έργο του Πλήθωνα! Αναφερόμενη στην αυτοκρατορία της Νικαίας (1204-1261 μ.Χ.) η κυρία Αρβελέρ γράφει ότι «η βυζαντινή Μικρασία επρόκειτο για μια ακόμη φορά να επωμισθεί τις τύχες του ελληνισμού» (σ. 91). Όμως η αυτοκρατορία της Νικαίας επωμίσθηκε τις τύχες της εξουσίας και της εκκλησίας και όχι κάποιου ανύπαρκτου ελληνισμού. Το ότι αυτό που ενδιαφέρει πρωτίστως και κυρίως τους βυζαντινούς είναι η εξουσία με οποιοδήποτε τίμημα, φαίνεται και στο γεγονός της επανάκτησης της Κωνσταντινούπολης. Αυτή γίνεται από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο κατά τον εξής τρόπο. Κατ’ αρχάς οργάνωσε τη δολοφονία των Μουζαλώνων, από τους οποίους ο Γεώργιος είχε ορισθεί επισήμως από τον αυτοκράτορα Θεόδωρο Β΄ Λάσκαρι επίτροπος του ανήλικου επτάχρονου γυιου του Ιωάννη Δ΄ (Αύγουστος 1258 μ.Χ.). Εν συνεχεία ο Μιχαήλ αναδείχθηκε συναυτοκράτορας το 1259 μ.Χ. και λίγους μήνες μετά την είσοδό του στην Κωνσταντινούπολη (15 Αυγούστου 1261) τα Χριστούγεννα του 1261 τυφλώνει το δύστυχο δεκάχρονο αγόρι. Η απανθρωπία και η βαρβαρότητα του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, σφετεριστή της «νόμιμης» εξουσίας, δεν σταμάτησε εκεί, συνεχίσθηκε στον αθώο παιδικό σύντροφο του Ιωάννη Δ΄. Διέταξε να κόψουν τη μύτη και τα χείλη του Μανουήλ Ολοβώλου![36] Δηλαδή και η εποχή αυτή δεν σηματοδοτείται από κάποια αλλαγή στους τρόπους βάρβαρης πολιτικής συμπεριφοράς και σκέψεως, οι οποίοι παραμένουν γνησίως χριστιανικοί και βυζαντινοί – δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με ελληνικούς τρόπους, ήθη, ιδέες και αξίες. Συνεχίζει η συγγραφέας: «Είναι χαρακτηριστικό ότι μέρος των Νεοελλήνων ιστορικών (όπως, π.χ. ο Παπαρρηγόπουλος, ο Βακαλόπουλος, ο Σβορώνος αλλά και ο Irmsher) δεν διστάζουν να τοποθετήσουν στο 1204 την απαρχή του Νεοελληνικού Έθνους» (σ. 226). Όμως τα στοιχεία που προσκομίζουν οι ιστορικοί αυτοί δεν είναι πειστικά. Είναι εντελώς παράδοξο να αφυπνίσθηκε η εθνική συνείδηση μετά το 1204, η οποία μέχρι τότε υπνώττει. Πάντως ουδεμία ένδειξη υπάρχει ότι οι Βυζαντινοί υιοθέτησαν έστω και κάποια από τις αξίες ή σημασίες του αρχαιοελληνικού πολιτισμού - ελευθερία, ισότητα, δημοκρατία, εγκόσμια συλλογική δικαιοσύνη, ελεύθερη φιλοσοφική έρευνα, ελεύθερη καλλιτεχνική δημιουργία, επιστήμη, δωδεκάθεο ή πολυθεϊσμό. Το έθνος και η εθνική συνείδηση δεν είναι κάποιες παθητικές οντότητες που υπάρχουν ανέκαθεν κάπου στο περιθώριο της ιστορίας και της κοινωνίας ή στα βάθη του ασυνειδήτου και του μυαλού, και όταν αποφασίσουν κάποιοι μπορούν να τα συμμαζέψουν να τα φέρουν στην επιφάνεια και να κατασκευάσουν ένα επιθυμητό προϊόν. Το έθνος και η εθνική συνείδηση δεν κληρονομούνται βιολογικώς ή γλωσσικώς, είναι αποτελέσματα δυναμικών πεποιθήσεων, αγωνιστικών διεκδικήσεων και δράσεων. Δημιουργούνται και συγκροτούνται δυναμικά, προβάλλοντας νέα αιτήματα, οράματα και άλλες, διαφορετικές αξίες, όπως έγινε το 17ο-18ο αιώνα στην Ευρώπη και στην Ελλάδα. Ένας άλλος βασικός αρνητικός παράγοντας στη συγκρότηση εθνικής συνείδησης ήταν η εκκλησία, η οποία είχε μεγάλη εξουσία και επιρροή σε δυνατούς και πληβείους, υπηκόους μιας πολυεθνικής αυτοκρατορίας. Όπως σημειώνει ο Π. Κονδύλης «η εκκλησία ήταν θεσμός ξένος προς το έθνος, θεσμός πολυεθνικός και επομένως μη εθνικός, στα μάτια του οποίου η ομολογία πίστεως μετρούσε περισσότερο από τη φυλή ή ακόμα και τη γλώσσα: ο ορθόδοξος Ρώσσος ήταν αδελφός, ο Έλληνας που φράγκεψε όχι»». Ο λόγος γι’ αυτό ήταν πως η εκκλησία φοβόταν τη δημιουργία εθνικής συνείδησης και έθνους, διότι η δημιουργία εθνικού κράτους θα διασπούσε το πλήρωμά της, που αποτελούνταν από περισσότερα έθνη, και έτσι θα μειωνόταν η επιρροή της. Έτσι εξηγείται και η εχθρότητα ανέκαθεν των χριστιανών προς τους Εθνικούς και τους Έλληνες μέχρι το τέλος του Βυζαντίου και όλως ιδιαιτέρως το μίσος του Γεωργίου Γενναδίου προς τον Πλήθωνα που υπερασπίσθηκε το ελληνικό στοιχείο, όπως ανέφερα προηγουμένως. Το ότι κάποιοι βυζαντινοί λόγιοι ή αξιωματούχοι της αυτοκρατορικής αυλής ανακαλύπτουν ότι υπάρχει και κάτι άλλο, διαφορετικό από αυτό που επί αιώνες κατανάλωναν ως μοναδικότητα (δηλαδή Ρώμη και χριστιανισμός), δεν σημαίνει οπωσδήποτε την απαρχή του νεοελληνικού έθνους. Οι αναφορές στον όρο Έλλην υποδεικνύουν μάλλον ότι ορισμένοι Βυζαντινοί, προς το τέλος της αυτοκρατορίας και εν μέσω μεγάλης γενικευμένης κρίσεως που διέρχονταν ως άτομα, ως κοινωνία και ως αντίληψη, αναζητούσαν μία καινούρια ταυτότητα ή, πάντως, «ότι η ρωμαϊκότητα και η ιδιότητά τους ως ορθοδόξων δεν ήταν πλέον για όλους επαρκή διακριτικά γνωρίσματα».[40] Επί πλέον αποτελεί τεράστια αντίφαση το γεγονός ότι από τη μια, το ελληνίζειν να απαγορεύεται νομοθετικώς καθόλη τη διάρκεια του Βυζαντίου και να διώκονται άνθρωποι και ιδέες με την κατηγορία του ελληνίζειν και από την άλλη, να θεωρούνται οι Βυζαντινοί Έλληνες. Εν πάση περιπτώσει, υπάρχει διαμάχη περί του ζητήματος αυτού (disputatio). δηλαδή έχει αναπτυχθεί και η αντίθετη άποψη, εξ ίσου τεκμηριωμένη, την οποία όμως η κυρία Αρβελέρ ουδόλως αναφέρει. Η συζήτηση πάντως για τις απαρχές, που έγινε με την ευκαιρία της έκδοσης του βιβλίου του Ν. Σβορώνου το 2004, παραμένει ακόμη και σήμερα ανοικτή. Πράγμα που σημαίνει ότι οι ιστορικοί δυσκολεύονται να επιλύσουν το πρόβλημα, και ίσως είναι αδύνατο να το επιλύσουν. Όπως σημειώνει η Τ. Κιουσοπούλου, το ερώτημα εάν οι απαρχές του νεοελληνικού έθνους βρίσκονται στον 13ο αιώνα είναι λανθασμένο, διότι τέτοια ερωτήματα «προβάλλουν στο παρελθόν ερμηνευτικές κατηγορίες και αιτήματα του παρόντος και, ως εκ τούτου, επιδέχονται εξ ορισμού λανθασμένες απαντήσεις». Ρήγας Φεραίος, τέκνο του διαφωτισμού Στα πλαίσια της αντιλήψεώς της για τη «συνέχεια του γένους» η συγγραφέας δεν διστάζει να θεωρήσει τον Ρήγα Φεραίο ως τον «τελευταίο Βυζαντινό» (σ. 211). Όμως ο χαρακτηρισμός αυτός είναι τελείως αυθαίρετος και λανθασμένος, διότι ο Ρήγας είναι ένας εκπρόσωπος της νεωτερικότητας, επηρεασμένος από τη διδασκαλία του Διαφωτισμού και τα κηρύγματα της γαλλικής επανάστασης περί απελευθέρωσης του ανθρώπου από κάθε θρησκευτική εξάρτηση και κοσμική δουλεία. είναι ζυμωμένος με τις ιδέες της ισότητας και της ελευθερίας, της συμμετοχής των ανθρώπων στο πολιτικό γίγνεσθαι - δηλαδή ο Ρήγας είναι αντίθετος με τις αυταρχικές ιδέες και ιεραρχικές πρακτικές των Βυζαντινών Χριστιανών. Άλλωστε οι ιδέες του Φεραίου περί βαλκανικής ομοσπονδίας ουδεμία σχέση έχουν με το γένος και τη χριστιανική οικουμένη υπό την εξουσία του αυτοκράτορα και του πατριάρχη, με την ελέω θεού μοναρχία, την αυθαιρεσία, την ιεραρχία και την παγκόσμια κυριαρχία επί των υπόδουλων εθνών (dominium mundi), όπως εφαρμόζεται στο Βυζάντιο και εκφράζεται ευκρινώς λ.χ. από την Άννα Κομνηνή: «Φύσει γαρ δεσπότις των άλλων εθνών η βασιλεία των Ρωμαίων, εχθρωδώς διακείμενον έχει το δούλον». Οι διεθνικές ιδέες του Ρήγα, στηριζόμενες στην ισότιμη συνεργασία των λαών με βάση τους ανθρώπινους νόμους, τα ανθρώπινα δικαιώματα (δίκαια) και τις ατομικές ελευθερίες, είναι εντελώς αντίθετες με τις βυζαντινές περί δεσποτικής κυριαρχίας. Γι’ αυτούς τους λόγους άλλωστε και ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄, γνήσιος απόγονος και εκφραστής του βυζαντινισμού, αντίθετος στα επαναστατικά κηρύγματα καταδίκασε τον πρωτοπόρα Ρήγα. Οποιοδήποτε κείμενο του Ρήγα (και η Ελληνική Νομαρχία που αποδίδεται σε αυτόν) είναι διαποτισμένο από τις ιδέες περί ελευθερίας, ισότητας, δικαιοσύνης, φιλίας, συνεργασίας και κυρίως από τον αγώνα εναντίον της απολυταρχικής εξουσίας, εναντίον της μοναρχίας και της εκκλησίας. Η κρίση της βυζαντινής κοινωνίας Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ακόμη μία μεγάλη έλλειψη στο βιβλίο τής κ. Αρβελέρ. Δεν γίνεται λόγος για τη μεγάλη κρίση σε όλα τα επίπεδα που διέρχεται το χριστιανικό Βυζάντιο ειδικώς από τον 11ο αιώνα. Όλες οι Ιστορίες περί Βυζαντίου αναφέρονται σε αυτήν, δεν είναι ένα δευτερεύον ζήτημα. Επίσης όποια βυζαντινή χρονογραφία και αν ανοίξει κανείς θα διαπιστώσει την κρίση σε όλα τα επίπεδα. Η Χρονογραφία λ.χ. του χριστιανού Μιχαήλ Ψελλού είναι ένας πίνακας της βυζαντινής παρακμής στον 11ο αιώνα. Αυτή εκδηλώνεται και στα αισθήματα του ίδιου του συγγραφέα, τα οποία είναι πάντα ανάμικτα και διφορούμενα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η στάση του για τον αυτοκράτορα Ρωμανό Δ΄ Διογένη, όπως εξηγώ αμέσως πιο κάτω. Όταν ο Ρωμανός ηττήθηκε από τους Σελτζούκους στο Μαντζικέρτ (1071) συνελήφθηκε, αλλά ο σουλτάνος του χάρισε τη ζωή, βεβαίως με ανταλλάγματα. Ο Ρωμανός, μετά από αποτυχημένες προσπάθειες να ξανακερδίσει την εξουσία από τους συνωμότες του μεγάλου παλατίου, παραιτήθηκε εν τέλει από την εξουσία και υποσχέθηκε να καταφύγει σε μοναστήρι. Ομως οι σφετεριστές βυζαντινοί Χριστιανοί τον εξαπάτησαν και τον τύφλωσαν. Σύμφωνα με τον Μιχαήλ Ψελλό, η τύφλωση δεν έπρεπε μεν να γίνει, αλλά έπρεπε - «ουκ έδει μεν γενέσθαι... έδει δε γενέσθαι παντάπασιν». Η αναλγησία και η υποκρισία τού «υπάτου των φιλοσόφων» φαίνεται στα λόγια που αυτός απηύθηνε στον δυστυχή τυφλωμένο Ρωμανό. Του έγραψε ότι τον συγκαταλέγει στους μεγάλους μάρτυρες, και ότι πρέπει να δοξάζει τον θεό που τον αξίωσε να δει το αιώνιο φως: «Δος αίνον τω θεώ, ότι... και ομμάτων στερηθέντα σε του κρείττονος φωτός κατηξίωσε»! Οι σελίδες επίσης της Ιστορίας λ.χ. του Νικήτα Χωνιάτη (1155-1217) «αποτυπώνουν έναν κόσμο που σταδιακά καταρρέει, ένα κόσμο που στη φθίνουσα πορεία του κυριαρχείται από ανομία, διαφθορά σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, και από έλλειψη σεβασμού προς την ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια. Η μία σκηνή της βίας διαδέχεται την άλλη: δημόσιες εκτελέσεις, αποκεφαλισμοί και ακρωτηριασμοί, θανατικές καταδίκες στην πυρά κ. ά.». Για την γενικευμένη βυζαντινή παρακμή η βιβλιογραφία είναι πλούσια.[45] Για την απουσία αυτής της παρακμιακής κρίσης από το βιβλίο της Κ. Αρβελέρ, η οποία μάλλον είναι εσκεμμένη, η πιο πιθανή εξήγηση είναι πως αυτή η προϊούσα παρακμή δεν εξυπηρετεί την ιδεολογική εξωραϊσμένη εικόνα του Βυζαντίου που η συγγραφέας θέλει να σκιαγραφήσει και να υπηρετήσει. "Θρησκευτικότητα" του Βυζαντίου, και όχι "πνευματικότητα" Όλα τα ανωτέρω συντελούν στη διαύγαση ενός άλλου ζητήματος που θίγει η κ. Αρβελέρ. Προσπαθώντας να ορίσει την Ευρώπη από πολιτιστική άποψη αναφέρεται στην άποψη του Paul Valery το 1922: «Η Ευρώπη πολιτιστικά στηρίζεται και τρέφεται από το αρχαιοελληνικό ορθολογιστικό επίτευγμα από τη ρωμαϊκή οργανωτική και νομοθετική διευθέτηση και από την ιουδαϊκοχριστιανική πνευματικότητα» (σ. 98, 255). Όμως η συγγραφέας δεν δικαιολογεί πουθενά τον όρο «ιουδαϊκοχριστιανική πνευματικότητα» και φυσικά είναι άστοχος, διότι συγχέει θρησκευτικότητα με πνευματικότητα. Υπάρχουν βεβαίως στο Βυζάντιο η θρησκευτική αγιογραφία, η θρησκευτική υμνωδία και η αρχιτεκτονική στις κατασκευές μονών και ναών (ιδίως της Αγίας Σοφίας). Όλα αυτά έχουν θρησκευτικότητα και όχι πνευματικότητα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υπάρχει η παραμικρή πρόθεση να υποτιμηθεί η καλλιτεχνική και η ιστορική τους αξία. H πνευματικότητα όμως απαιτεί ελεύθερο πνευματικό βίο, ελεύθερες πνευματικές συνθέσεις και δημιουργίες, δυνατότητα να τεθούν γενικά και ειδικά ζητήματα που αφορούν την κοινωνία από οποιονδήποτε το επιθυμεί, ανταλλαγή απόψεων και ελλόγων επιχειρημάτων με συγκλίνουσες και αποκλίνουσες απαντήσεις, ανεξάρτητους πνευματικούς ανθρώπους απεγκλωβισμένους από εξουσίες, ιδεολογίες και εκκλησίες, και κυρίως χωρίς τον φόβο του αποκλεισμού, του αφορισμού και του στιγματισμού. Η πνευματικότητα αναφέρεται στην δημιουργική ανάπτυξη της ανθρώπινης προσωπικότητας, σε όλες τις εκφάνσεις και εκφράσεις της, και τρέφεται από την ελευθερία, την κριτική και την αμφισβήτηση. αναφέρεται στον άνθρωπο ως άνθρωπο, και όχι στον πιστό ενός θρησκευτικού δόγματος και μίας θρησκείας, όχι στον οπαδό μίας εξουσίας ή μίας ιδεολογίας. Αυτά τα στοιχεία της πνευματικότητας δεν υπήρχαν στην χριστιανική Νέα Ρώμη του Βυζαντίου. Η αλήθεια είναι πως το Βυζάντιο και γενικώς ο ιουδαϊκοχριστιανικός κόσμος δεν έχει προσφέρει πνευματικότητα και πνευματικό πολιτισμό στην Ιστορία, παρά θρησκευτικές δημιουργίες, συνοδευόμενες από θρησκευτικά δόγματα, ηθικολογικά κηρύγματα, θεολογικές έριδες, μισαλλοδοξίες, καταστροφές μνημείων και κειμένων, αυταρχικές αντιλήψεις για το συνυπάρχειν και το κοινωνείν, εξωιστορικές και εξωκοινωνικές αντιλήψεις για τον κόσμο, διδαχές υποταγής στην κοσμική και εκκλησιαστική εξουσία, διδάγματα υποδούλωσης σε υπερφυσικές και εγκόσμιες εξουσίες. Ο ιουδαιοχριστιανισμός ως στοιχείο της ευρωπαϊκής ιστορίας έπαιξε αρνητικό ρόλο κομίζοντας πλείστα όσα αρνητικά: την ιεροποίηση της μοναδικής αλήθειας, την απαγόρευση της ελεύθερης σκέψεως, το διαχωρισμό των ανθρώπων σε πιστούς και απίστους, τον διαχωρισμό σε αντιπάλους (Καθολικούς, Διαμαρτυρομένους και Ορθοδόξους), τους θρησκευτικούς πολέμους, τα σχίσματα και τα εγκλήματα, την έλευση του Μεσαίωνα, τη θεοκρατία, τη νομιμοποίηση και τον εκθειασμό της ελέω θεού απόλυτης μοναρχίας, την ίδρυση της Ιεράς Εξέτασης, τον φανατισμό, τις προκαταλήψεις, τον μυστικισμό, την άλογη πίστη, τη φυγή εκείθεν της πραγματικότητας, τον αναχωρητισμό, τον ασκητισμό, την περιφρόνηση του σώματος, του έρωτα και της ζωής, την καταστροφή του διαφορετικού (θρησκείας, βιβλίου, ιδέας, συμπεριφοράς). Αυτές οι αρνητικές πτυχές συναντώνται και στο Βυζάντιο, κυρίως η απαξίωση και η καταστροφή του ελληνικού πολιτισμού σε όλες τις εκφράσεις του (την ελευθερία, την ισότητα, τη συμμετοχή, τη δημοκρατία, τη φιλοσοφία, την τραγωδία). Η κληρονομιά του Βυζαντίου δεν έχει σχέση με «ανθρωπισμό» και «μετουσίωση του αρχαίου μαθήματος», όπως αβασάνιστα γράφει η κυρία Αρβελέρ (σ. 253). Ουδεμία oυσιαστική και δημιουργική σχέση έχει με το «αρχαίο μάθημα», όπως ανέλυσα στα προηγούμενα. Ο πνευματικός πολιτισμός και η πνευματικότητα είναι αποτέλεσμα τόσο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, πολύ πριν τον χριστιανισμό, όσο και των Νέων Χρόνων της Δυτικής Ευρώπης, στην οποία τα στοιχεία αυτά αναδύονται με ισχυρή αντίθεση προς τον θεσμισμένο ιουδαιοχριστιανισμό. Κατ’ αρχάς, ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός συνεισέφερε με τη δημιουργία της φιλοσοφίας, , της ιστοριογραφίας, της τραγωδίας, της κωμωδίας, της ρητορικής, της ελευθερίας, της ισότητας, της εγκόσμιας συλλογικής δικαιοσύνης, της δημοκρατίας, του πολίτη, της συλλογικής πράξεως, της πραγματικής συμμετοχής των ανθρώπων στο πολιτικό γίγνεσθαι, της κοινωνικής συνεργασίας και αλληλεγγύης, της προστασίας των ατόμων από την αυθαιρεσία της εξουσίας. με τη δημιουργία του λόγου, του ελεύθερου διαλόγου και της ελεύθερης αναζήτησης, του επιχειρήματος και της αιτιολογίας, των μαθηματικών και της παραγωγικής απόδειξης, της επιστήμης και της απεριόριστης επιστημονικής έρευνας, της εγκόσμιας παιδείας, της έννομης τάξεως, του γραπτού συλλογικού νόμου, του ουσιαστικού και ενδελεχούς κοινωνικού ελέγχου κάθε εξουσίας, της ελεύθερης καλλιτεχνικής έκφρασης, της θρησκευτικής ανεκτικότητας. Εν συνεχεία, οι Νέοι Χρόνοι από την πλευρά τους προσέφεραν αφ’ενός την Αναγέννηση και τον Ουμανισμό, την επιστροφή στα αρχαιοελληνικά νάματα, και αφ’ ετέρου ξανά για δεύτερη φορά τη δημιουργία της φιλοσοφίας, της επιστήμης, της συμμετοχής στον πολιτικό βίο, τον Διαφωτισμό και τις επαναστάσεις κατά της απόλυτης μοναρχίας και της Εκκλησίας, κατά του θρησκευτικού χριστιανικού δογματισμού και της θεολογικής αυθεντίας, τη διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, τον φιλελευθερισμό και τον κοινοβουλευτισμό, την κατάργηση της δουλείας.[46] Ως τρίτο στοιχείο λοιπόν στον ορισμό της πολιτιστικής Ευρώπης, εκτός της αρχαίας Ελλάδας και της Ρώμης, πρέπει να τεθεί αυτοδικαίως, όχι ο ιουδαιοχριστιανισμός, αλλά η Αναγέννηση, ο Διαφωτισμός, οι αστικές επαναστάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, του φιλελευθερισμού και του κοινοβουλευτισμού. Εάν πάλι κάποιος προσπαθούσε να ορίσει τα αρνητικά στοιχεία που σημάδεψαν την Ευρώπη, τότε οπωσδήποτε το Βυζάντιο, γενικώς ο Μεσαίωνας και ο χριστιανισμός, θα ήταν ένα από αυτά. Αρχαία Ελλάδα ή Βυζάντιο; Επομένως, το βιβλίο της κυρίας Αρβελέρ πιστό στις ιδεολογικές προγραμματικές διαθέσεις της (να αναδείξει την «ελληνικότητα», τη «συνέχεια», τα «επιτεύγματα» και το «πολιτιστικό μεγαλείο» του Βυζαντίου), θέτει την ιστορία σε δεύτερη μοίρα, παρακάμπτει και αποσιωπά γεγονότα, κάνοντας επιλεκτική χρήση τους, παρερμηνεύει ορισμένες φορές, υποκύπτει σε ανακρίβειες και ασάφειες, προσπαθώντας να υποστηρίξει θέσεις ειλημμένες εκ των προτέρων. Το αποτέλεσμα είναι μία κατασκευή ενός Βυζαντίου εξωραϊσμένου και αποκαθαρμένου από τα βάρβαρα στοιχεία του. Παρόλα όμως αυτά η συγγραφέας, δεν κατόρθωσε να παρουσιάσει κανένα αξιόλογο επίτευγμα και κατόρθωμα της χιλιετούς χριστιανικής αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης, εκτός από την αναχαίτιση των εξωτερικών εχθρών. Ακόμη και η ίδια όταν αναγκάζεται να συμπυκνώσει το «μεγαλείο», τα «ηθικά και πολιτιστικά διδάγματα» της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, δεν έχει κάτι σημαντικό να αναφέρει παρά «το Βυζάντιο, τη Ρωμιοσύνη, δηλαδή την ορθοδοξία, τη γλώσσα και την πίστη» (σ. 97). Με άλλα λόγια οι τέσσερις προσφορές του Βυζαντίου ήταν τρείς, οι εξής δύο, η ορθοδοξία. Τελικώς αυτό που μένει από το βιβλίο είναι το ερώτημα: Γιατί το Βυζάντιο; Γιατί, δηλαδή, κατά καιρούς προβάλλεται το Βυζάντιο, από βυζαντινολάτρες παντός είδους, ως ελληνικό και μεγαλειώδες, τη στιγμή που η «προσφορά» του είναι μηδαμινή έως αρνητική;[47] Η απάντηση που μπορεί να δοθεί έχει σχέση με την έλλειψη γενικής παιδείας και ιστορικής γνώσης που μαστίζουν την νεοελληνική κοινωνία. Η καθυστέρηση και ο συντηρητισμός της δίνουν ερείσματα στον εθνικισμό και στην ισχυρή εξουσία της ορθόδοξης εκκλησίας, που επιδιώκουν και το κατορθώνουν να επιβάλλουν την ιδεολογία τους εις βάρος της πραγματικής γνώσης και των δημοκρατικών ελληνικών αξιών. Αλήθεια, τι μάθημα, τι αξίες και διδάγματα έχουν να αντλήσουν οι νέοι, οι ταλαιπωρημένες νέες γενιές, από το μεσαιωνικό Βυζάντιο; Την υποταγή στον κοσμικό και τον θρησκευτικό ηγεμόνα; τη συμμόρφωση με τα δόγματα του ιερατείου; τον εγκλεισμό στη μοναδική αλήθεια; την ορθοδοξία, τον εφησυχασμό, την άλογη πίστη σε σημεία και τέρατα; τις ραδιουργίες, τις συνομωσίες, τα εγκλήματα, τις δολοπλοκίες και ίντριγκες της παλατινής αυλής; τα βασανιστήρια, την αποχώρηση από τα εγκόσμια, τον εκμηδενισμό της αυτόνομης και αυθόρμητης συμπεριφοράς, την εκμηδένιση της σάρκας και του έρωτα; την ασυδοσία των δυνατών, την αντιπάθεια στην ελευθερία, στη δημοκρατία, στη φιλοσοφία και την εγκόσμια συλλογική δικαιοσύνη;[48] Πώς αυτά τα αρνητικά στοιχεία θα συμφιλιωθούν με τίς διαχρονικές αξίες και δημιουργίες της αρχαίας Ελλάδας που βρίσκονται στον αντίποδα ακριβώς των βυζαντινών προτύπων; Η ιστορικός της Αρχαίας Ελλάδας Jaqueline de Romilly στο βιβλίο της Γιατί η Ελλάδα; αρκετά χρόνια πριν από το βιβλίο της κυρίας Αρβελέρ, παραθέτει πολλά στοιχεία που μπορούν να αποτελέσουν κίνητρο και έμπνευση για τον σύγχρονο άνθρωπο. Θα αρκεσθώ εδώ σε ένα, το κυριώτερο, τη δημοκρατία: «Δεν μπορούμε πια να σκεφθούμε τη δημοκρατία, που κατέχει μια τόσο θεμελιώδη θέση στην ευρωπαϊκή διανόηση, χωρίς να ακολουθήσουμε, είτε το ξέρουμε είτε όχι, τον δρόμο που χάραξε η Αθήνα». Αντιθέτως, στο Βυζάντιο δεν υπάρχει ούτε ένα στοιχείο από το οποίο να εμπνευσθεί ο σύγχρονος άνθρωπος για να αποτελέσει αξία για τη ζωή του – όλα ανεξαιρέτως είναι προς αποφυγήν. Είναι αλήθεια σχιζοφρενική η αντίληψη που θέλει να συνδυάσει την αρχαία Ελλάδα με το Βυζάντιο, δύο κόσμους διαμετρικά αντίθετους και ξένους, όπως πολύ σωστά τόνισε ο Καστοριάδης: «Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός είναι πολιτισμός ελευθερίας και αυτονομίας. Στο πολιτικό πεδίο εκφράζεται με την πολιτεία ελεύθερων πολιτών που αυτοκυβερνώνται συλλογικά. Στο πνευματικό πεδίο, από την άλλη, εκφράζεται με την ακατάπαυστη επαναστατική ανανέωση και αναζήτηση. Ο βυζαντινός πολιτισμός είναι πολιτισμός θεοκρατικής ετερονομίας, αυτοκρατορικού αυταρχισμού και πνευματικού δογματισμού. Στο Βυζάντιο δεν υπάρχουν πολίτες, αλλά υπήκοοι του αυτοκράτορα. Στο Βυζάντιο δεν καλλιεργείται ο στοχασμός, αλλά μόνον ο σχολιασμός ιερών κειμένων». Επίσης: «η ταυτόχρονη αναφορά στην Αρχαία Ελλάδα και στο Βυζάντιο – με τον γνωστό αποστεωμένο τρόπο – είναι η ρίζα της σχιζοφρενικής μας σχέσης με τον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό».[50] Η κ. Αρβελέρ δυστυχώς βρίσκεται στον αντίποδα του Καστοριάδη και γράφει ότι σχιζοφρένεια είναι η μή συμφιλίωση με τους «δύο θεμελιώδεις μύθους του γένους» (σ. 232). Ακόμη μία φορά όμως είναι άστοχη. Η αρχαιοελληνική παιδεία δεν είναι μύθος ή ιδεολόγημα, είναι διαχρονική πραγματικότητα για το ανθρώπινο γένος, είναι αναντικατάστατη διδασκαλία για θεμελίωση πολιτισμού, είναι πρόταγμα δημοκρατίας, ισότητας, δικαιοσύνης και ελευθερίας. Χρησιμοποιείται βεβαίως χωρίς την ουσία της από τους Νεοέλληνες ως αποστεωμένο αντιστάθμισμα της νεοελληνικής μειονεξίας. Ενώ η βυζαντινή προσφορά είναι όντως μύθος, χρησιμοποιήθηκε ως ιδεολόγημα, και θεμελίωσε τη νεοελληνική πραγματικότητα και ταυτότητα σε λανθασμένα στηρίγματα, τα οποία το μόνο που προσέφεραν και προσφέρουν ήταν η παραμυθητική παρηγορία για περασμένα δήθεν μεγαλεία, οι καταστροφικές μεγάλες ιδέες, οι μαρμαρωμένοι βασιλιάδες και οι κόκκινες μηλιές, η ισχυρή επιρροή της εκκλησίας στον κοινωνικό και πολιτικό βίο, η εγκατάλειψη της κοσμικής και διαφωτιστικής διάστασης της επανάστασης του 1821, η αγκύλωση σε ανορθόλογη συμπεριφορά κράτους, κοινωνίας και ατόμων, η διατήρηση καθυστερημένων αντιλήψεων και συμπεριφορών. Δυστυχώς η «Ρωμανία κι αν πέρασε ανθεί και φέρει κι άλλο», δηλαδή τα αρνητικά στοιχεία του παρελθόντος, η βαρειά κληρονομιά του Βυζαντίου (και της Τουρκοκρατίας), επιβίωσαν και μετά την ανεξαρτησία, και συνέβαλαν στον εγκλεισμό του νεοελληνικού κράτους, της νεοελληνικής ιδεολογίας και μεγάλου μέρους της κοινωνίας σε ένα κατασκευασμένο, μυθικό ένδοξο παρελθόν, στον εγκλωβισμό σε άχρηστα ιδεολογήματα. Το αποτέλεσμα ήταν να στερήσουν από την κοινωνία τη δυνατότητα έλλογης σκέψεως για την κατανόηση τής πραγματικότητας, για τον προσδιορισμό σύγχρονης ταυτότητας, και, κατά συνέπεια, να αποκλείσουν την ικανότητα σώφρονος δράσεως για την επιβίωση της νεοελληνικής κοινωνίας στη σύγχρονη πραγματικότητα. Την κατάληξη όλων αυτών τη βιώνουμε σήμερα (το 2011) στη γενικευμένη παρακμή και χρεοκοπία. Από τα προηγούμενα συνάγεται πως δεν είναι τυχαίο που το βιβλίο έγινε best seller με είκοσι δύο εκδόσεις. Σε μία χώρα, τη μόνη στην Ευρώπη και σε όλη τη Δύση, που ο χωρισμός πολιτείας και εκκλησίας ακόμη στον 21ο αιώνα είναι αδύνατος, σε μία κοινωνία που είναι εμβαπτισμένη στον εθνικισμό, τον λαϊκισμό και τη θρησκεία, που πιστεύει στους αγίους και στα θαύματα, που στοιχειώνεται από την ορθόδοξη πίστη, που τρέφεται με ιστορικούς μύθους και θρύλους και όχι με ιστορική γνώση, σε μία τέτοια χώρα η κολακεία στην οποία προβαίνει το εν λόγω βιβλίο σε αυτά τα βασικά χαρακτηριστικά, καθώς επίσης η άκριτη προώθησή του από τα πάσης φύσεως μίντια και κυκλώματα, εξηγεί την εκδοτική επιτυχία του. To βιβλίο κολακεύει τους βασικούς μύθους της νεοελληνικής ιδεολογίας - «ένδοξο παρελθόν» της Βυζαντινής αυτοκρατορίας τη «μοναδική και ανώτερη Ορθοδοξία», το «ελληνικό Βυζάντιο», τη «συνέχεια του ελληνισμού» - οι οποίοι σε συνδυασμό με τον άλλο μύθο, την αυτοκρατορία του ανίκητου στρατηλάτη και κατακτητή Μεγαλέξανδρου, αποτελούν τα φονικά όπλα κατά πάσης κριτικής σκέψεως, έλλογης συμπεριφοράς και δημοκρατικής προοπτικής. Η Ελλάς είναι η μοναδική χώρα στον κόσμο, στην οποία ο μεσαίωνας, το θεοκρατικό και αυτοκρατορικό Βυζάντιο, προβάλλεται ως αξία από διανοουμένους και ΜΜΕ - αυτό είναι ένδειξη πολιτισμικής, ηθικής και πολιτικής καθυστέρησης. Στο πλαίσιο αυτό δεν είναι παράξενο που, από όσο ξέρω, δεν σχολίασε κανείς βυζαντινολόγος, ιστορικός ή διανοούμενος τα προβληματικά στοιχεία και την έωλη αντίληψη του βιβλίου. Ο βυζαντινισμός προσπαθεί να επιβιώσει με κάθε μέσον.
ΠΡΟΣΕΞΤΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ: Σύμφωνα με την Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, μέρος των Νεοελλήνων ιστορικών (όπως, π.χ. ο Παπαρρηγόπουλος, ο Βακαλόπουλος, ο Σβορώνος αλλά και ο Irmsher) δεν διστάζουν να τοποθετήσουν στο 1204 την απαρχή του Νεοελληνικού Έθνους» (σ. 226). Όμως τα στοιχεία που προσκομίζουν οι ιστορικοί αυτοί δεν είναι πειστικά. Είναι εντελώς παράδοξο να αφυπνίσθηκε η εθνική συνείδηση μετά το 1204, η οποία μέχρι τότε υπνώττει. Πάντως ουδεμία ένδειξη υπάρχει ότι οι Βυζαντινοί υιοθέτησαν έστω και κάποια από τις αξίες ή σημασίες του αρχαιοελληνικού πολιτισμού - ελευθερία, ισότητα, δημοκρατία, εγκόσμια συλλογική δικαιοσύνη, ελεύθερη φιλοσοφική έρευνα, ελεύθερη καλλιτεχνική δημιουργία, επιστήμη, δωδεκάθεο ή πολυθεϊσμό. Το έθνος και η εθνική συνείδηση δεν είναι κάποιες παθητικές οντότητες που υπάρχουν ανέκαθεν κάπου στο περιθώριο της ιστορίας και της κοινωνίας ή στα βάθη του ασυνειδήτου και του μυαλού, και όταν αποφασίσουν κάποιοι μπορούν να τα συμμαζέψουν να τα φέρουν στην επιφάνεια και να κατασκευάσουν ένα επιθυμητό προϊόν. Το έθνος και η εθνική συνείδηση δεν κληρονομούνται βιολογικώς ή γλωσσικώς, είναι αποτελέσματα δυναμικών πεποιθήσεων, αγωνιστικών διεκδικήσεων και δράσεων. Δημιουργούνται και συγκροτούνται δυναμικά, προβάλλοντας νέα αιτήματα, οράματα και άλλες, διαφορετικές αξίες, όπως έγινε το 17ο-18ο αιώνα στην Ευρώπη και στην Ελλάδα. * Σταχυολόγηση από άρθρο του Γιώργου Μαργαρίτη, καθηγητή Ιστορίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Ο ΜΑΥΡΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΠΟΥ ΔΙΕΤΡΕΧΕ Ο ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Was an epidemic like the plague inevitable during the medieval period? Ole Jørgen Benedictow: No, it was not inevitable, but the requirements for its arrival and devastating long-time presence in Europe increased with rising population density and local and regional trade. The development of long-distance trade by galleys and cogs from the late 1200s was crucial to plague’s spread, because it linked Europe together and with distant trading stations and commercial hubs near plague focal points in north Africa, the near east, the Middle East, and in southern Russia. In the early 1300s, the probability that plague would arrive in Europe was rapidly increasing; the commercial and demographic requirements for its dissemination were all in place. Mark Ormrod: Some people have a deterministic view of population history, believing that, in pre-industrial societies, population generally tended to grow at a faster rate than the economy and that some external factor – be it famine, disease or war – would then intervene to re-establish the balance. There is plenty of evidence that parts of Europe were becoming ‘calamity-sensitive’ around 1300 and that the plague acted to restore equilibrium. But this is a long way from saying the plague, in its form and timing, was a historical inevitability. Carole Rawcliffe: Famine-related epidemics were a fact of life for people who lacked the benefits of modern medicine and whose levels of resistance were often compromised by poor diet and unhygienic living conditions, as well as by endemic diseases such as tuberculosis and malaria. Several serious outbreaks of infectious disease are recorded across Europe in the decades before the Black Death, and although none rivalled it in severity, there can be little doubt that conditions favoured the spread of a major pandemic.
Do we know how many people actually died from the Black Death in the 14th century? MO: It is agonisingly difficult to get good population data for medieval Europe: even for England, where the information is especially rich. No one took death tolls so we have to develop models of mortality from sources like clergy lists, manor court rolls and tax records. The conventional view is that around a third of the population of Europe died in the first outbreak of the plague between 1347 and 1350. But it returned on a regular basis and became endemic for the following 300 years. The second outbreak of the Black Death, in the early 1360s, became known as the children’s plague because of the high mortality among the generation born since the first visitation. By the end of the 14th century the population of some parts of Europe may have been only half what it had stood at two generations earlier. CR: Local studies prove instructive when ascertaining the death toll. In cities like Norwich, where we have a reasonably good idea of population levels before and after the first two national epidemics (about 25,000 in 1330 and around 8,000 in the early 1370s), mortality seems to have been sufficiently high to justify at least some of the claims made by contemporary chroniclers. Florence, which is better documented, lost about two-thirds of its inhabitants in 1348 alone, but staged an effective demographic recovery. By contrast, many German cities escaped untouched. OJB: My research indicates that very few mortality rates were as low as one third, and many were as high as 60 per cent or more. For example, studies of 7,655 householders in Provence exhibit a mortality rate of 52 per cent, while 79 studies of customary tenantry on manors across England show an average mortality rate of about 55 per cent. If we take into account the very high death rate among the poor, women and children, a general mortality rate of over 60 per cent is indicated. What would the disease have been like for those who contracted it? CR: Even allowing for the exaggeration often found in medieval chronicles, first-hand descriptions of the Black Death make for grim reading. One account by a Franciscan friar from the Isles of Scilly describes the initial appearance of small pustules or buboes, accompanied by a feeling of cold and stiffness, which would “so weaken and torment” the victim that he or she could no longer remain standing. Chill then gave way to a burning fever and searing pain as the buboes grew in size and the lungs became infected. By this stage, the victim would be coughing up blood and vomiting incessantly until death intervened approximately four days after the first signs of infection.
How were the afflicted treated by their families and communities? MO: Responses were many and various, with panic, flight and the mass burial of abandoned corpses all common. One consequence was the growth of religious guilds, which aimed to provide some level of security for people worried they would have no kin to attend to them in illness or remember them after death. Tom James: Some were abandoned. In Winchester in 1349, for example, townspeople attacked a monk conducting a burial service. The townspeople also took over parts of the burial ground around the cathedral priory so that plague burials could not take place there. Evidence from London suggests that at first the dead were buried in coffins. As the disease got worse the bodies were placed in pits. However, the excavations show that the bodies were laid out in orderly rows with respect. A pit in Hereford, by contrast, is suggestive that the bodies were thrown in more higgledy-piggledy. Elsewhere, contemporary evidence from Rochester relates that the pits were left open and the weeping parents brought their children to the open pits and laid their bodies there. CR: Levels of care varied dramatically from callous disregard to selfless devotion, although fear that the disease might be communicated through the gaze, breath or even the clothes of victims made most people understandably wary about close contact. In continental Europe (but not England), towns and cities engaged the services of surgeons and physicians whose duty was to care for the sick, but who sometimes took flight at the first sign of infection. In Italy, religious guilds undertook to provide support for the sick poor and the many destitute widows and orphans who were left behind after each epidemic. What was life like for the survivors of the Black Death? TJ: Medieval people knew what to do in time of plague and other disasters. Disposal of bodies in pits is well attested from earlier disasters, for example a volcanic eruption in the tropics in 1258 that led to widespread famine in Europe. More than 10,500 skeletons have been recovered from the Spitalfields market area of London alone since the 1990s, probably a proportion of a higher number dating to that disaster. There were set prayers and Bible extracts designated for use in time of plague. A special Mass of St Sebastian was used, for example – Sebastian being one of the patron saints of plague, the arrow wounds of his martyrdom being a trope for the buboes of the plague which broke out on victims’ bodies. MO: The first outbreak of plague must have been an incredibly terrifying moment in human history. But medieval society was much more inured to natural and human disasters than is the case in the west today, and there is every sign that people re-established their lives remarkably quickly. It was generally assumed that the plague was a result of poor air quality arising from high humidity or poor sanitary conditions. Although it took a long time to understand that the key cause of infection was the presence of rats, the idea of moving into the cleaner environment of the countryside did, in effect, provide some protection against infection for those lucky enough to escape the overcrowded towns. CR: In England, the crown, parliament and local authorities did their best to contain such dangerous behaviour as the pollution of water supplies. Advice literature, increasingly produced in the vernacular rather than Latin, helped individuals and communities to avoid unnecessary risks. Spiritual health remained paramount, however, and although people may have grown less fatalistic in the face of disease they still regarded prayer and penance as their first line of defence.
How did the epidemic change medieval society? MO: If we take the long view, we can say that for at least a proportion of the survivors of plague, there was a real improvement in the quality of life. By the 15th century we find that people who survived to maturity tended to live longer than earlier generations because they were better fed, clothed and housed. The drop in the population resulted in a redistribution of wealth: workers could demand higher wages, and tenant farmers could demand lower rents. This gave the poor more expendable income. CR: Such a dramatic and sustained fall in population levels brought distinct benefits for ordinary people. On the whole, English men and women ate more meat and dairy produce than before and, in a rental market that favoured tenants rather than landlords, they were able to afford better quality housing. The sanitary reforms introduced by urban authorities also made towns and cities cleaner and more pleasant places to live – or at least aimed to do so. What was the Black Death’s impact on European history? OJB: The historical impact of the Black Death and subsequent plague epidemics resulted in a temporary halt in the development of the early Renaissance, which was not resumed until about 1450. It oriented the mental focus and energy of the time towards death and salvation – ars moriendi, the way of achieving a good death, became of paramount importance. This found expression in the movement towards the Reformation, which broke down the authority of the Catholic church as a guarantor of salvation, and conferred to the individual the decisive task of achieving salvation through a pious and righteous life. TJ: There’s no doubt the Black Death was devastating when it first struck Europe between 1347 and the early 1350s. However the impact of the plague was exacerbated because it returned in 1361, 1374, 1389 and then in 1665 with the Great Plague of London and elsewhere. At Eyam in Derbyshire, for example, it is reckoned that 260 out of a population of 350 died when they cut themselves off from the outside world. Plague continued in France until around 1720 – prompting Daniel Defoe’s fake Journal of the Plague Year (1722). In that sense, the grim reaper of the plague stalked Europe for centuries, breaking out like earthquakes, unheralded and randomly. MO: The Black Death had a very different impact on western and eastern Europe – largely due to the response of the respective elites. In the west, the scarcity of population and the resulting increase in the economic capacity of the peasants meant that feudal lords were unable to enforce their traditional rights and had to engage in an open labour market. As a result, serfdom – the idea that peasant families were tied to the manor and had to perform unpaid service to their lord – simply became irrelevant. In eastern Europe, conversely, the elites responded by reinforcing serfdom. The divergence was to be evident for centuries to come and had huge consequences for the levels of commercialisation and industrialisation experienced across Europe between the 16th and the 19th centuries. What do you think about recent research suggesting that gerbils, not rats, spread the disease? OJB: The theory that the Black Death and subsequent plague epidemics arose among gerbils in east Asia according to climatic cycles should not be taken seriously. It is based on a series of erroneous or false historical assertions, like many other plague theories, such as that it was carried by human fleas and/or lice, or that it was, in fact, a viral disease that spread much like influenza. MO: The gerbil theory is a fascinating idea but at the moment it is just a hypothesis.It’s worth noting that the scientists involved are assuming the Black Death was indeed bubonic plague borne by fleas living on the backs of rodents: the only difference here is that the rodents may have been gerbils rather than rats. Other researchers in the past have suggested that the disease could have been anything from influenza to anthrax. All of this is a reminder of the many uncertainties that remain around the nature and spread of the Black Death pandemic.
1) Plague The plague was one of the biggest killers of the Middle Ages – it had a devastating effect on the population of Europe in the 14th and 15th centuries. Also known as the Black Death, the plague (caused by the bacterium called Yersinia pestis) was carried by fleas most often found on rats. It had arrived in Europe by 1348, and thousands died in places ranging from Italy, France and Germany to Scandinavia, England, Wales, Spain and Russia. The deadly bubonic plague caused oozing swellings (buboes) all over the body. With the septicaemic plague, victims suffered from skin that was darkly discoloured (turning black) as a result of toxins in the bloodstream (one reason why the plague has subsequently been called the ‘Black Death’). The extremely contagious pneumonic plague could be contracted by merely sneezing or spitting, and caused victims’ lungs to fill up. The Black Death killed between a third and half of the population of Europe. Contemporaries did not know, of course, what caused the plague or how to avoid catching it. They sought explanations for the crisis in God’s anger, human sin, and outsider/marginal groups, especially Jews. If you were infected with the bubonic plague, you had a 70–80 per cent chance of dying within the next week. In England, out of every hundred people, perhaps 35–40 could expect to die from the plague. As a result of the plague, life expectancy in late 14th-century Florence was just under 20 years – half of what it had been in 1300. From the mid-14th-century onwards, thousands of people from all across Europe – from London and Paris to Ghent, Mainz and Siena – died. A large number of those were children, who were the most vulnerable to the disease. 2) Travel People in the medieval period faced a host of potential dangers when travelling. A safe, clean place to sleep upon demand was difficult to find. Travellers often had to sleep out in the open – when travelling during the winter, they ran the risk of freezing to death. And while travelling in groups provided some safety, one still might be robbed or killed by strangers – or even one’s fellow travellers. Nor were food and drink provided unless the traveller had found an inn, monastery, or other lodging. Food poisoning was a risk even then, and if you ran out of food, you had to forage, steal, or go hungry. Medieval travellers could also be caught up in local or regional disputes or warfare, and be injured or thrown into prison. Lack of knowledge of foreign tongues could also lead to problems of interpretation. Illness and disease could also be dangerous, and even fatal. If one became unwell on the road, there was no guarantee that decent – or indeed any – medical treatment could be received. Travellers might also fall victim to accident. For example, there was a risk of drowning when crossing rivers – even the Holy Roman emperor, Frederick I, drowned in 1190 when crossing the Saleph river during the Third Crusade. Accidents might also happen upon arrival: in Rome during the 1450 jubilee, disaster struck when some 200 people in the huge crowd crossing the great bridge of Sant’ Angelo tumbled over the edge and drowned.
While it was faster to travel by sea than land, stepping onto a boat presented substantial risks: a storm could spell disaster, or navigation could go awry, and the medieval wooden ships used were not always equal to the challenges of the sea. However, by the later Middle Ages, sea travel was becoming faster and safer than ever before. An average traveller in the medieval period could expect to cover 15–25 miles a day on foot or 20–30 on a horse, while sailing ships might make 75–125 miles a day. 3) Famine Famine was a very real danger for medieval men and women. Faced with dwindling food supplies due to bad weather and poor harvests, people starved or barely survived on meagre rations like bark, berries and inferior corn and wheat damaged by mildew. Those eating so little suffered malnutrition, and were therefore very vulnerable to disease. If they didn’t starve to death, they often died as a result of the epidemics that followed famine. Illnesses like tuberculosis, sweating sickness, smallpox, dysentery, typhoid, influenza, mumps and gastrointestinal infections could and did kill. The Great Famine of the early 14th century was particularly bad: climate change led to much colder than average temperatures in Europe from c1300 – the ‘Little Ice Age’. In the seven years between 1315 and 1322, western Europe witnessed incredibly heavy rainfall, for up to 150 days at a time. Farmers struggled to plant, grow and harvest crops. What meagre crops did grow were often mildewed, and/or terribly expensive. The main food staple, bread, was in peril as a result. This also came at the same time as brutally cold winter weather. At least 10 per cent – perhaps close to 15 per cent – of people in England died during this period. 4) Childbirth Today, with the benefits of ultrasound scans, epidurals and fetal monitoring, the risk for mother and baby during pregnancy and childbirth is at an all-time low. However, during the medieval period, giving birth was incredibly perilous. Breech presentations of the baby during labour often proved fatal for both mother and child. Labour could go on for several days, and some women eventually died of exhaustion. While Caesarean sections were known, they were unusual other than when the mother of the baby was already dead or dying, and they were not necessarily successful. Midwives, rather than trained doctors, usually attended pregnant women. They helped the mother-to-be during labour and, if needed, were able to perform emergency baptisms on babies in danger of dying. Most had received no formal training, but relied on practical experience gleaned from years of delivering babies. New mothers might survive the labour, but could die from various postnatal infections and complications. Equipment was very basic, and manual intervention was common. Status was no barrier to these problems – even Jane Seymour, the third wife of Henry VIII, died soon after giving birth to the future Edward VI in 1537.
5) Infancy and childhood Infancy was particularly dangerous during the Middle Ages – mortality was terribly high. Based on surviving written records alone, scholars have estimated that 20–30 per cent of children under seven died, but the actual figure is almost certainly higher. Infants and children under seven were particularly vulnerable to the effects of malnutrition, diseases, and various infections. They might die due to smallpox, whooping cough, accidents, measles, tuberculosis, influenza, bowel or stomach infections, and much more. The majority of those struck down by the plague were also children. Nor, with chronic malnutrition, did the breast milk of medieval mothers carry the same immunity and other benefits of breast milk today. Being born into a family of wealth or status did not guarantee a long life either. We know that in ducal families in England between 1330 and 1479, for example, one third of children died before the age of five. 6) Bad weather The vast majority of the medieval population was rural rather than urban, and the weather was of the utmost importance for those who worked or otherwise depended on the land. But as well as jeopardising livelihoods, bad weather could kill. Consistently poor weather could lead to problems sowing and growing crops, and ultimately the failure of the harvest. If summers were wet and cold, the grain crop could be destroyed. This was a major problem, as cereal grains were the main food source for most of the population. With less of this on hand, various problems would occur, including grain shortages, people eating inferior grain, and inflation, which resulted in hunger, starvation, disease, and higher death rates. This was especially the case from the 14th through to the 16th centuries, when the ice pack grew. By 1550, there had been an expansion of glaciers worldwide. This meant people faced the devastating effects of weather that was both colder and wetter. Medieval men and women were therefore eager to ensure that weather conditions stayed favourable. In Europe, there were rituals for ploughing, sowing seeds, and the harvesting of crops, as well as special prayers, charms, services, and processions to ensure good weather and the fertility of the fields. Certain saints were thought to protect against the frost (St Servais), have power over the wind (St Clement) or the rain and droughts (St Elias/Elijah) and generally the power of the saints and the Virgin Mary were believed to protect against storms and lightning. People also believed the weather was not merely a natural occurrence. Bad weather could be caused by the behaviour of wicked people, like murder, sin, incest, or family quarrels. It could also be linked to witches and sorcerers, who were thought to control the weather and destroy crops. They could, according to one infamous treatise on witches – the Malleus Maleficarum, published in 1486 – fly in the air and conjure storms (including hailstorms and tempests), raise winds and cause lightning that could kill people and animals. 7) Violence Whether as witnesses, victims or perpetrators, people from the highest ranks of society to the lowest experienced violence as an omnipresent danger in daily life. Medieval violence took many forms. Street violence and brawls in taverns were not uncommon. Vassals might also revolt against their lords. Likewise, urban unrest also led to uprisings – for example, the lengthy rebellion of peasants in Flanders of 1323–28, or the Peasants’ Revolt of 1381 in England. Medieval records demonstrate the presence of other types of violence also: rape, assault and murder were not uncommon, nor was accidental homicide. One example is the case of Maud Fras, who was hit on the head and killed by a large stone accidentally dropped on her head at Montgomery Castle in Wales in 1288. Blood feuds between families that extended over generations were very much evident. So was what we know today as domestic violence. Local or regional disputes over land, money or other issues could also lead to bloodshed, as could the exercise of justice. Innocence or guilt in trials were at times decided by combat ordeals (duels to the death). In medieval Wales, political or dynastic rivals might be blinded, killed or castrated by Welsh noblemen to consolidate their positions. Killing and other acts of violence in warfare were also omnipresent, from smaller regional wars to larger-scale crusades from the end of the 11th century, fought by many countries at once. Death tolls in battle could be high: the deadliest clash of the Wars of the Roses, the battle of Towton (1461), claimed between 9,000 and 30,000 lives, according to contemporary reports. 8) Heresy It could also be dangerous to disagree. People who held theological or religious opinions that were believed to go against the teachings of the Christian church were seen as heretics in medieval Christian Europe. These groups included Jews, Muslims and medieval Christians whose beliefs were considered to be unorthodox, like the Cathars. Kings, missionaries, crusaders, merchants and others – especially from the late 11th century – sought to ensure the victory of Christendom in the Mediterranean world. The First Crusade (1096–99) aimed to capture Jerusalem – and finally did so in 1099. Yet the city was soon lost, and further crusades had to be launched in a bid to regain it. Jews and Muslims also suffered persecution, expulsion and death in Christian Europe. In England, anti-Semitism resulted in massacres of Jews in York and London in the late 12th century, and Edward I banished all Jews from England in 1290 – they were only permitted to return in the mid-1600s. From the eighth century, efforts were also made to retake Iberia from Muslim rule, but it was not until 1492 that the entire peninsula was recaptured. This was part of an attempt in Spain to establish a united, single Christian faith and suppress heresy, which involved setting up the Spanish Inquisition in 1478. As a result, the Jews were expelled from Spain in 1492, and Muslims were only allowed to stay if they converted to Christianity. Holy wars were also waged on Christians who were widely considered to be heretics. The Albigensian Crusade was directed at the Cathars (based chiefly in southern France) from 1209–29 – and massacres and more inquisitions and executions followed in the later 13th and 14th centuries.
9) Hunting Hunting was an important pastime for medieval royalty and the aristocracy, and skill in the sport was greatly admired. The emperor Charlemagne was recorded as greatly enjoying hunting in the early ninth century, and in England William the Conqueror sought to establish royal forests where he could indulge in his love of the hunt. But hunting was not without risks. Hunters could easily be injured or killed by accidents. They might fall from their horse, be pierced by an arrow, be mauled by the horns of stags or tusks of boars, or attacked by bears. Status certainly did not guarantee safety. Many examples exist of kings and nobles who met tragic ends as a result of hunting. The Byzantine emperor Basil I died in 886 after apparently having his belt impaled on the horns of a stag and being dragged more than 15 miles before being freed. In 1100, King William II (William Rufus) was famously killed by an arrow in a supposed hunting accident in the New Forest. Likewise, in 1143, King Fulk of Jerusalem died in a hunting accident at Acre, when his horse stumbled and his head was crushed by his saddle. 10) Early or sudden death Sudden or premature death was common in the medieval period. Most people died young, but death rates could vary based on factors like status, wealth, location (higher death rates are seen in urban settlements), and possibly gender. Adults died from various causes, including plague, tuberculosis, malnutrition, famine, warfare, sweating sickness and infections. Wealth did not guarantee a long life. Surprisingly, well-fed monks did not necessarily live as long as some peasants. Peasants in the English manor of Halesowen might hope to reach the age of 50, but by contrast poor tenants in same manor could hope to live only about 40 years. Those of even lower status (cottagers) could live a mere 30 years. By the second half of the 14th century, peasants there were living five to seven years longer than in the previous 50 years. However, the average life expectancy for ducal families in England between 1330 and 1479 generally was only 24 years for men and 33 for women. In Florence, laypeople in the late 1420s could expect to live only 28.5 years (men) and 29.5 years (women). Dying a ‘good’ death was very important to medieval people, and was the subject of many books. People often worried about ‘sudden death’ (whether in battle, from natural causes, by execution, or an accident) and what would happen to those who died without time to prepare and receive the last rites. Written charms, for example, were thought to provide protection against sudden death – whether against death in battle, poison, lightning, fire, water, fever or other dangers.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου