Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

Θεωρητική σκευή του Μεσαίωνα

Ορθόδοξος Ιουδαϊσμός:
Ο βιβλικός πατριάρχης Αβραάμ ήταν ο πρώτος Εβραίος. Η ραββινική φιλολογία αναφέρει ότι ήταν ο πρώτος από γενεάς του Νώε που αποκήρυξε δημόσια την ειδωλολατρία και κήρυξε τον μονοθεϊσμό. Το αποτέλεσμα ήταν η υπόσχεση του Θεού ότι θα αποκτούσε τέκνα (Γένεση 15:5) και μέσω του "σπέρματός του θα ευλογούνταν όλα τα έθνη της γης" (Γένεση 22:15-18). Πρωτότοκος του Αβραάμ ήταν ο Ισμαήλ και δευτερότοκος ο Ισαάκ, για τον οποίο ο Θεός προσδιόρισε ότι θα συνέχιζε το έργο του Αβραάμ και θα κληρονομούσε τη γη του Ισραήλ -επονομαζόμενη τότε Χαναάν- μετά την εξορία και τη λύτρωσή του. Ο Θεός έστειλε τον πατριάρχη Ιακώβ και τα παιδιά του στην Αίγυπτο, όπου μετά από πολλές γενεές έγιναν σκλάβοι. Τότε ο Θεός έστειλε τον Μωυσή να απελευθερώσει τους Ισραηλίτες από τη δουλεία. Μετά την Έξοδο από την Αίγυπτο, ο Θεός οδήγησε τους Ισραηλίτες στο όρος Σινά όπου τους έδωσε την Τορά, για να καταλήξουν τελικά στη γη του Ισραήλ. Αν και ο μονοθεϊσμός και η Τορά είναι θεμελιώδεις παράμετροι του Ραββινικού Ιουδαϊσμού, αρκετοί σχολιαστές της Βίβλου ισχυρίζονται πως ορισμένοι στίχοι της Τορά υπονοούν ότι οι πρώτοι Ισραηλίτες αποδέχονταν την ύπαρξη και άλλων θεών, θεωρώντας τον Θεό τους ως τον μόνο Δημιουργό, και τη λατρεία του υποχρεωτική (ενοθεϊστική άποψη). Με άλλα λόγια η ισραηλιτική θρησκεία του Ιεχωβά που προηγήθηκε του Ραββινικού Ιουδαϊσμού, έτσι όπως καταγράφηκε από τους προφήτες, απαιτούσε μονολατρεία, την λατρεία και την αποκλειστική αφοσίωση στον μόναδικό και "ζηλότυπο" Θεό. οι Εβραίοι κατά την ελληνιστική περίοδο θεώρησαν πως ο Θεός τους ήταν ο μοναδικός Θεός (και συνεπώς Θεός όλων), και ότι το αρχείο της αποκάλυψής Του (η Τορά) περιείχε καθολικές αλήθειες. Τούτη η στάση αντανακλά ιστορικά το αυξανόμενο ενδιαφέρον των Εθνικών για τον Ιουδαϊσμό (αρκετοί Έλληνες και Ρωμαίοι θεωρούσαν του Εβραίους ως "φιλοσοφικότατο" λαό εξαιτίας της πίστης του σε έναν θεό που δεν απεικονιζόταν εικονογραφικά), και το αυξανόμενο ενδιαφέρον των Εβραίων για την ελληνική φιλοσοφία και την αναζήτησή της για εγκαθίδρυση καθολικών αληθειών που δυνητικά οδηγούσαν στην ιδέα του μονοθεϊσμού, τουλάχιστον υπό την έννοια ότι "όλοι οι θεοί είναι Ένα".
Εβιωνίτες: Αρχικά όλοι οι Εβραίοι πιστοί στον Ιησού μπορεί να έφεραν τον τίτλο Εβιωνίμ, όπως και το Νοτσρίμ (Ναζωραίοι ή Ναζαρηνοί), αλλά μετά τον 2ο αιώνα, ως Εβιωνίτες χαρακτηρίζονταν ένας κλάδος των εβραίων χριστιανών που είχαν ακραίες ιουδαϊκές πεποιθήσεις: ως ιερά κείμενα είχαν μόνο το Νόμο, τους Προφήτες και το εβραϊκό ευαγγέλιο του Ματθαίου, και όχι τα υπόλοιπα ευαγγέλια και τις επιστολές του Παύλου, τον οποίο θεωρούσαν αποστάτη από το Νόμο. Επίσης πίστευαν ότι ο Χριστός ήταν φυσικός άνθρωπος γεννημένος από τη Μαρία και τον Ιωσήφ, ο οποίος σταυρώθηκε και αναστήθηκε, και ήταν ο Μεσσίας ως άνθρωπος, αλλά δεν δέχονταν τη θεότητά του. Ο Ευσέβιος και ο Ωριγένης για το λόγο αυτό έλεγαν ότι οι Εβιωνίτες είχαν φτωχική άποψη για τη θεϊκή υπόσταση του Ιησού, έγραφαν πως το όνομα «Φτωχοί» αποδίδει τη φτωχή χριστολογία τους.
Εβραίοι Χριστιανοί: Γενικά οι Ναζωραίοι περιγράφονται ως αιρετικοί, αλλά πιο θετικά, ως αποδεχόμενοι τον Παύλο, και κάποιο βαθμό θεότητας του Ιησού, αφού αποδέχονταν την παρθενική γέννησή του. Πρέπει όμως πάντοτε να έχουμε κατά νου ότι οι περιγραφές των εκκλησιαστικών πατέρων έχουν ισχυρή προκατάληψη κατά των κινημάτων αυτών, εφόσον όλη σχεδόν οι εθνικοί Χριστιανοί διακατέχονταν από έντονη περιφρόνηση για καθετί Ιουδαϊκό. Τέλος, η αραβική εισβολή του 6ου αιώνα μ.Χ. επέφερε το τέλος του εβραϊκού χριστιανισμού στη Μέση Ανατολή, ωθώντας τους εναπομείναντες Ιουδαίους Χριστιανούς, που βρίσκονταν μετέωροι μεταξύ Συναγωγής και Εκκλησίας, είτε να μετακινηθούν στην Ευρώπη είτε να υποταγούν στη θρησκεία του Ισλάμ. Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα πολλοί Ιουδαίοι που επέστρεψαν στον Χριστό ακολούθησαν το μονοπάτι της αφομοίωσης με τους Εθνικούς και χάθηκαν εντελώς τα ιουδαϊκά πολιτιστικά χαρακτηριστικά τους. Έγιναν μερικές ιουδαιοχριστιανικές προσπάθειες να ευαγγελίσουν τους Ιουδαίους, αλλά αυτές οι προσπάθειες ματαιώθηκαν από την επίσημη Εκκλησία, που προτιμούσε να χρησιμοποιεί το σπαθί παρά το ευαγγέλιο. Κατά το δέκατο ένατο αιώνα δημιουργήθηκε μία στροφή αντίθετη από την τακτική της αφομοίωσης της διαφοράς, παρόλο που η ακριβής φύση αυτής της διαφοράς δεν ήταν πάντοτε πολύ καθαρή. Η προέλευση του σύγχρονου Εβραϊκού Χριστιανικού Κινήματος, όπως το γνωρίζουμε σήμερα, συμπίπτει με την εποχή της εθνικής αφύπνισης του ιουδαϊκού λαού, περίπου πριν από εκατό χρόνια. Ιεραποστολές από Ιουδαίους έρχονταν τώρα στους δικούς τους ανθρώπους, καθώς Ιουδαίοι πλησίαζαν Ιουδαίους με το ευαγγέλιο του Χριστού. Ο 19ος αιώνας είδε τουλάχιστον διακόσιες πενήντα χιλιάδες Ιουδαίους να προσέρχονται στις τάξεις του Χριστιανισμού: τον Βενιαμίν Ντισραέλι, Πρωθυπουργό της Αγγλίας, που κατέκτησε τη διώρυγα του Σουέζ και την Ινδία για τη Βρετανική Αυτοκρατορία.Τον Φέλιξ Μέντελσον Μπάρτολντυ, το μεγάλο μουσικοσυνθέτη. Τον Επίσκοπο Σαμουήλ Ιωσήφ Σερεσέβσκι, το μεταφραστή της Βίβλου στα Κινέζικα. Το ραβίνο Λεοπόλδο Κον, ιδρυτή της Αμερικανικής Επιτροπής για την Ιεραποστολή στους Ιουδαίους, τη μεγαλύτερη ιουδαϊκή ιεραποστολή στον κόσμο. Τον ραβίνο Ραμπίνοβιτς, ιδρυτή της Εβραιοχριστιανικής Συναγωγής στην Ουγγαρία. Το Ραβίνο Ισαάκ Λιχτενστάιν, που είχε κι αυτός επίσης Εβραιοχριστιανική Συναγωγή στην Ευρώπη, και άλλους.
Γνωστικισμός: προχριστιανικής καταγωγής φιλοσοφικό και θρησκευτικό κίνημα, δείγμα του σύντονου συγκρητισμού της ρωμαϊκής εποχής ο οποίος είχε τις ρίζες του στα μεσογειακά ήθη της ελληνιστικής περιόδου. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε επίσης για να περιγράψει διάφορες θρησκευτικές ομάδες των πρώτων τεσσάρων μεταχριστιανικών αιώνων. Ο γνωστικισμός αποτελούσε ένα σωτηριολογικό θρησκευτικό σύστημα, βασισμένο στην ημιδιαισθητική μυστικιστική έννοια της Γνώσης, το οποίο στις περισσότερες περιπτώσεις αποδεχόταν ως λυτρωτική θεότητα τον χριστιανικό Ιησού Χριστό, προσδίδοντάς του όμως διαφορετικές ιδιότητες απ' ότι ο χριστιανισμός. Οι γνωστικοί ταύτιζαν τον Δημιουργό με τον Ιεχωβά, τον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης, ο οποίος κατ’ αυτούς δεν δημιούργησε αυτόν τον κόσμο: αντίθετα, κατά το απώτατο παρελθόν, απέκτησε θεϊκούς απογόνους (οι οποίοι αποκαλούνταν «Αιώνες»), διαδοχικές εκπορεύσεις του στο πλαίσιο μίας μεταφυσικής ιεραρχίας οι οποίες κατά ζεύγη, παρήγαγαν δικούς τους απογόνους. Μία καταστροφή έλαβε χώρα στη θεϊκή επικράτεια όταν ένας κατώτατος Αιώνας (συχνά ονομάζεται «Σοφία») ξέπεσε και αποχωρίστηκε από τους υπολοίπους, ενώ ταυτόχρονα απέκτησε έναν δικό του θεϊκό απόγονο. Αυτός ο απόγονος, όντας γεννημένος έξω από τη θεϊκή επικράτεια, ήταν Κακός (ή "πλανημένος", κατ' άλλες παραδόσεις) και σε συνεργασία με τους δικούς του θεϊκούς απογόνους (οι οποίοι τότε ήρθαν σε ύπαρξη), τους "Άρχοντες", δημιούργησε τον υλικό κόσμο, το κατώτατο στην ιεραρχία μεταφυσικό επίπεδο, ως τόπο φυλάκισης για την έκπτωτη Σοφία. Με αυτό τον τρόπο έγινε γνωστός ως ο «Δημιουργός». Οι γνωστικοί, διεσπαρμένοι σε διάφορες αυτόνομες κοινότητες και χωρίς κεντρικό συντονισμό ή συγκεντρωτικό ιερατείο, ουσιαστικά εκριζώθηκαν ως τον πέμπτο αιώνα από την επίσημη χριστιανική Εκκλησία και τον ρωμαϊκό Στρατό, καθώς η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε θεσπίσει πλέον ως κρατική και μόνη αποδεκτή θρησκεία τον χριστιανισμό. Εξίσου σημαντικός λόγος για την εξάλειψή τους απέβη η συστηματική περιφρόνηση του φυσικού κόσμου, με την ιδιαίτερη μετάθεση του βάρους της διδασκαλίας τους προς την αρχή και δημιουργία του Σύμπαντος, καθώς και ο συνήθως αυστηρός ασκητικός βίος που δίδασκαν, συνοδευόμενος από περιφρόνηση του σώματος. Ο γνωστικισμός εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια μίας ιστορικής περιόδου με μεγάλη έξαρση του θρησκευτικού αισθήματος και των μυστικιστικών πρακτικών στον ρωμαϊκό κόσμο, από τον πρώτο αιώνα π. Χ. ως τον τέταρτο αιώνα. Παράλληλα με την ανάδυσή του στην ανατολική Μεσόγειο γνώρισαν άνθιση οι μυστηριακές λατρείες, ο ερμητισμός, ο μιθραϊσμός, ο νεοπλατωνισμός κλπ, ενώ αναπτύχθηκε και τελικά εδραιώθηκε ο χριστιανισμός. Ο γνωστικισμός περιελάμβανε στοιχεία ελληνικά, ιρανικά, ιουδαϊστικά και χριστιανικά. Η διερεύνηση της πρώιμης μορφής του γνωστικισμού έγινε από τους εχθρούς του, τους πρώτους διαμορφωτές του επίσημου ("ορθόδοξου") χριστιανικού δόγματος της εποχής όπως ο Κλήμης, ο Ωριγένης και ο Ειρηναίος. Οι συγκεκριμένοι καταδίκασαν αυτό που οι ίδιοι αποκάλεσαν «γνωστική αίρεση» και η πολεμική τους εναντίον του γνωστικισμού αποτέλεσε την πρωταρχική τους ώθηση για τη συγγραφή των θεολογικών συγγραμμάτων τους.
Καθαροί: θρησκευτική σέκτα με χριστιανικές ρίζες, η οποία βασιζόταν σε στοιχεία που προέρχονταν από τον Γνωστικισμό. Εμφανίστηκαν αρχικά σε μία περιοχή της νοτιοανατολικής Γαλλίας κοντά στην Τουλούζ και εικάζεται ότι ήταν φυσική συνέχεια των Παυλικιανών της Αρμενίας και των Βογόμιλων της Βουλγαρίας, όπως επίσης φαίνεται ότι επηρεάστηκαν και από τον Μανιχαϊσμό. Αθίγγανοι (αναφέρονται και ως Καθαροί ή Καθάρειοι) ήταν χριστιανοί αιρετικοί του 8ου αιώνα μ.Χ. των οποίων οι ρίζες εντοπίζονται στους Παυλικιανούς. Η αίρεση αυτή είχε ισχύ όχι εξαιτίας τόσο από τον αριθμό των μελών της, αλλά από το γεγονός ότι τα μέλη της ήταν υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι, ακόμη και βυζαντινοί αυτοκράτορες. Σύμφωνα με το Μεγάλο Ετυμολογικό πήραν το όνομά τους επειδή δεν ήθελαν να τους προσεγγίζουν. Κατ’άλλους ονομάζονταν Αθίγγανοι και είχαν καταγωγή ελληνική ή ήταν ελληνίζοντες. Μέλη τους ήταν υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι, οι οποίοι ασκούσαν έλεγχο στην επιλογή αυτοκράτορα. Ο Γεώργιος Κεδρηνός αναφέρει ότι ο Μιχαήλ Β´ ήταν φιλικά προσκείμενος στους Αθίγγανους. Ο γιος του Θεόφιλος δεν κυνήγησε τους Παυλικιανούς. Ο Κωνσταντίνος Θεοφάνης λέει ότι εθλίβη όταν οι Άραβες κατέστρεψαν σε αιφνίδια επιδρομή το Αμόριο, πατρίδα του πατέρα του, επειδή εκεί κατοικούσε μεγάλος αριθμός Αθίγγανων. Αναφέρεται ότι ο Νικηφόρος Α´ συμβουλευόταν Μανιχαίους και Αθίγγανους. Πέρα από αυτούς τους αυτοκράτορες ως Αθίγγανοι αναφέρονται οι Λέων Γ´ ο Ίσαυρος, Κωνσταντίνος Ε΄ ο Κοπρώνυμος και άλλοι. Μέλη της αίρεσης ήταν επίσης πολλοί πρίγκιπες, στρατηγοί, βαθμούχοι και μεγιστάνες. Επί Μιχαήλ Β΄ και Θεοφίλου οι διωγμοί εναντίον των Αθίγγανων και των Παυλικιανών σταμάτησαν, αλλά η Θεοδώρα, που επόπτευε το διάδοχο του θρόνου Μιχαήλ Γ' το Μέθυσο, άρχισε τις διώξεις εναντίον των Αθιγγάνων. Οι τρεις απεσταλμένοι της αυτοκράτειρας στη Μικρά Ασία, ο Λέων Αργυρός, ο Ανδρόνικος Δούκας και ο Σουδάλης, επέδειξαν πρωτοφανή σκληρότητα εναντίον των "αιρετικών". Περίπου εκατό χιλιάδες Παυλικιανοί και Αθίγγανοι θανατώθηκαν μετά από βασανιστήρια. Μανιχαϊσμός: 1. θρησκεία που ιδρύθηκε τον 3ο αι. μ.X. και που δέχεται την ύπαρξη δύο ανταγωνιστικών στοιχείων, του φωτός και του σκότους, του καλού και του κακού: Ο ~ στηρίχτηκε στο Xριστιανισμό και σε ορισμένες θρησκείες ανατολικών λαών. 2. χαρακτηρισμός κάθε δυϊστικής θεωρίας ή διδασκαλίας ή και κάθε άποψης που δέχεται ότι υπάρχει μόνο το καλό ή το κακό, το δίκαιο ή το άδικο αποκλείοντας οτιδήποτε άλλο.
Παυλικιανισμός: χριστιανική Ομολογία που αναπτύχθηκε στη Μικρά Ασία από τον 7ο αιώνα και μετά. Ιδρυτής και δημιουργός του Παυλικιανισμού θεωρείται ένας Αρμένιος με το όνομα Κωνσταντίνος από την κωμόπολη Μανάναλη. Ο Κωνσταντίνος ήταν Μανιχαίος. Κάποτε φιλοξένησε έναν Χριστιανό διάκονο, ο οποίος επέστρεφε στην πατρίδα του ύστερα από μία περίοδο αιχμαλωσίας του από τους Άραβες. Ο τελευταίος δώρησε στον οικοδεσπότη του το "Ευαγγέλιο" και τον "Απόστολο", πριν αποχωρήσει. Έκτοτε ο Κωνσταντίνος απαρνήθηκε τον Μανιχαϊσμό και αφοσιώθηκε στη μελέτη αυτών των βιβλίων. Μάλιστα, έδωσε τη δική του ερμηνεία σε διάφορα χωρία της Καινής Διαθήκης θέτοντας έτσι τις βάσεις της Παυλικιανικής διδασκαλίας. Με τα κηρύγματά του συγκρότησε έναν πυρήνα οπαδών στη Μανάναλη. Αρνούντο επίμονα κάθε σχέση με τον Μανιχαϊσμό και τον καταδίκαζαν.Σύμφωνα με την συνήθη μέθοδο της εσωτερικής πολιτικής του Βυζαντίου, εθνότητες και μη ορθόδοξες θρησκευτικές ομάδες (αιρέσεις) μεταφέρονταν και μετοικίζονταν σε άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας αποσκοπώντας μέσω του εποικισμού στην απομάκρυνση τους από τα ασφαλή κέντρα τους, στον έλεγχό τους, και την χρησιμοποίησή τους ως προπύργιο εναντίον των συχνών εισβολών των βορείων βαρβάρων. Όπως συνέβη με τους Σύριους, τους Αρμένιους και τους Σλάβους, οι Παυλικιανοί —οι οποίοι άσκησαν σημαντική επίδραση στους Βογόμιλους— μετοικίστηκαν κατά χιλιάδες από την Μικρά Ασία στη Θράκη κατά τον 8ο αιώνα, από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε΄ και τον 10ο αιώνα από τον Ιωάννη Τσιμισκή.[17] Με κέντρο τη Φιλιππούπολη, οι Παυλικιανοί εξαπλώθηκαν στην ευρύτερη περιοχή της Θράκης και της Βουλγαρίας. Οι Παυλικιανοί ή Παυλιανίτες υποστήριζαν ότι ο Ιησούς είχε ουράνιο σώμα και ότι απλά διήλθε από το σώμα της Μαρίας. Κεντρική θέση για τους Παυλικιανούς κατείχαν οι επιστολές του Αποστόλου Παύλου, τον οποίο τιμούσαν ιδιαίτερα. Επιπλέον αναγνώριζαν μία απόκρυφη επιστολή του προς τους Λαοδικείς. Οι Παυλικιανοί πίστευαν ότι η τιμή προς τους Αγίους απομάκρυνε τους ανθρώπους από την αποκλειστική τιμή που όφειλαν στο Θεό. Επίσης, απέρριπταν τα μυστήρια. Περιστασιακά οι Παυλικιανοί εισέρχονταν σε Ορθόδοξες εκκλησίες και μεταλάμβαναν με σκοπό την παραπλάνηση των Ορθοδόξων και τον προσηλυτισμό τους. Είναι γεγονός ότι οι Παυλικιανοί διέποντο από ιδιαίτερο προσηλυτιστικό ζήλο. Συνήθιζαν να αποστηθίζουν την Καινή Διαθήκη, ώστε ανά πάσα στιγμή να είναι σε θέση να χρησιμοποιήσουν χωρία της που υποστήριζαν τις θέσεις τους. Επίσης διατηρούσαν για τον εαυτό τους το αποκλειστικό προνόμιο να χαρακτηρίζονται Χριστιανοί. Σε αντιδιαστολή, αποκαλούσαν τους Ορθοδόξους "Ρωμαίους". το 726 ο αυτοκράτορας Λέων Γ' εγκαινίασε την Εικονομαχία εκδίδοντας διάταγμα εναντίον των εικόνων. Από την πλευρά τους, οι Παυλικιανοί επίσης δεν επιδοκίμαζαν τη λατρεία των εικόνων. Σύμφωνα με τον χρονογράφο Θεοφάνη, η πρώτη προσπάθεια εισαγωγής της εικονομαχίας στο Βυζάντιο έγινε από τον αυτοκράτορα Αναστάσιο Α΄.Τον πιο συστηματικό διωγμό εναντίον των Παυλικιανών εξαπέλυσε η αυτοκράτειρα Θεοδώρα (842-856).
Νεστοριανισμός: Ο όρος "νεστοριανισμός" περιγράφει το δόγμα σύμφωνα με το οποίο ο Ιησούς Χριστός υπήρξε ως δύο πρόσωπα, ο άνθρωπος Ιησούς και ο θεϊκός Γιος του Θεού ή Λόγος, και όχι ως ενιαίο πρόσωπο. Αυτό το δόγμα έχει ταυτιστεί με τον Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης Νεστόριο (περ. 386–περ. 451), ο οποίος υπήρξε μαθητής του Θεόδωρου Μοψουεστίας. Αυτή η θεολογική θέση αναφορικά με τον Χριστό καταδικάστηκε στη Σύνοδο της Εφέσου το 431 και η σφοδρή αντιπαράθεση σχετικά με το ζήτημα αυτό οδήγησε στο Νεστοριανικό σχίσμα, κατά το οποίο διασπάστηκε η Ασσυριακή Εκκλησία της Ανατολής από τη Βυζαντινή Εκκλησία. Όμως, ούτε η Σύνοδος της Εφέσου δεν διευθέτησε το ζήτημα καθώς σύντομα υπήρξε και πάλι διάσπαση όσον αφορά το αν ο Χριστός είχε μία ή δύο φύσεις, γεγονός που οδήγησε στο Χαλκηδόνειο σχίσμα. Η Ασσυριακή Εκκλησία της Ανατολής αρνήθηκε να διακόψει την υποστήριξή της προς τον Νεστόριο και να τον αποκηρύξει ως αιρετικό, και συνεχίζει να αποκαλείται «Νεστοριανή» στη Δύση ώστε να διακρίνεται από τις υπόλοιπες Ανατολικές εκκλησίες. Ο νεστοριανισμός προέκυψε κατά τον 5ο αιώνα από τις προσπάθειες που καταβάλλονταν να εξηγηθεί λογικά και να γίνει κατανοητή η ενσάρκωση του θεϊκού Λόγου, του δεύτερου προσώπου της Αγίας Τριάδας ως άνθρωπος Ιησούς Χριστός. Σύμφωνα με τις θέσεις του δόγματος αυτού, η ανθρώπινη και η θεϊκή υπόσταση του Χριστού είναι ξεχωριστές και υπάρχουν δύο πρόσωπα, ο άνθρωπος Ιησούς Χριστός και ο θεϊκός Λόγος, ο οποίος ενανθρωπίστηκε. Κατά συνέπεια, οι υποστηρικτές των θέσεων που αποδόθηκαν στον Νεστόριο απέρριψαν τη χρήση όρων του τύπου «ο Θεός υπέφερε» ή «ο Θεός σταυρώθηκε», διότι η ανθρώπινη φύση του Ιησού Χριστού που υπέφερε είναι ξεχωριστή από τη θεϊκή φύση του. Παρόμοια, απέρριπταν τον όρο «Θεοτόκος» (που σημαίνει «η τίκτουσα τον Θεό» ή «η μητέρα του Θεού») ως τίτλο της Παρθένου Μαρίας και χρησιμοποιούσαν αντ' αυτής τον τίτλο «Χριστοτόκος» (που σημαίνει «η τίκτουσα τον Χριστού» ή «η μητέρα του Χριστού»), διότι κατά την άποψή τους η Μαρία γέννησε μόνο τον ανθρώπινο Ιησού και όχι τον θεϊκό. H θρησκευτική πολιτική του Θεοδοσίου Β' δημιούργησε σημαντικές θεολογικές έριδες που προκάλεσαν ταραχές στον κλήρο. Μια από αυτές αποτελούσε η σχέση θείας και ανθρώπινης φύσης του Ιησού. Μια ομάδα υποστήριζε την άποψη των δύο χωριστών φύσεων του Ιησού και μια άλλη την άρρηκτη σχέση των δύο φύσεων, θεϊκής και ανθρώπινης. Υπέρμαχοι των δύο απόψεων υπήρξαν ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριος, εκπρόσωπος της σχολής της Αντιόχειας, και ο πατριάρχης Αλεξάνδρειας Κύριλλος. Αν και ο αυτοκράτορας υποστήριξε τη θέση του Νεστόριου στη Σύνοδο της Εφέσου το 431, το σχετικό δόγμα καταδικάστηκε ως αίρεση από τη σύνοδο αυτή, η οποία διακήρυξε τον Ιησού «Θεόν τέλειον και άνθρωπον τέλειον». Οι Νεστοριανοί, καταδιωκόμενοι από τους Ορθόδοξους, κατέφυγαν στην Περσία, όπου ίδρυσαν Εκκλησία. Το 498 αποσχίστηκε η νεστοριανή Περσική Εκκλησία από την ορθόδοξη και επεκτάθηκε στην Συρία, την Αραβία, την Αίγυπτο, τις Ινδίες και την Κίνα. Οι Νεστοριανοί διακρίθηκαν σε όλους τους τομείς της επιστήμης και δημιούργησαν αξιόλογα πνευματικά κέντρα σε διάφορες πόλεις. Επί Ταμερλάνου, διώχτηκαν και περιορίστηκαν στο Κουρδιστάν. Το 1898 αποπειράθηκε επανένωση μεταξύ Νεστοριανών και Ορθόδοξων. Μετά τους δυο παγκόσμιους πολέμους οι Νεστοριανοί περιορίστηκαν στο ελάχιστο. Οι σύγχρονοι Νεστοριανοί προτιμούν να αποκαλούνται Ασσύριοι, ενώ το επίσημο όνομα της εκκλησίας τους είναι Αγία Αποστολική Καθολική Ασσυριακή Εκκλησία της Ανατολής, ή, εν συντομία, Εκκλησία της Ανατολής ή Ασσυριακή Εκκλησία.
Μονοφυσιτισμός: Μονοφυσιτισμός ή Ευτυχιανισμός ονομάζεται ένα χριστιανικό δόγμα, κατά το οποίο η θεία φύση του Χριστού θεωρείται κυρίαρχη επί της ανθρώπινης. Οι μονοφυσιτιστές, όπως αποκαλούνται, θεωρούν πως η θεία φύση του Χριστού απορρόφησε την ανθρώπινη και την εξαφάνισε. Είναι σημαντικό ρεύμα της χριστιανικής σκέψης. Εμφανίστηκε τον 5ο αιώνα και ιδρυτής του είναι ο Ευτυχής (γι' αυτό λέγεται και ευτυχιανισμός). Η θεωρία του μονοφυσιτισμού υποστηρίζει ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού απορροφήθηκε από τη θεία φύση ως «σταγόνα μέλητος στον ωκεανό». Καταδικάστηκε από την Δ' Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας το 451 μ.Χ και την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 553 μ.Χ. όπου και και διατυπώθηκε το ορθόδοξο δόγμα, σύμφωνα με το οποίο ο Ιησούς υπάρχει σε ένα μόνο πρόσωπο και με δύο φύσεις, την ανθρώπινη και τη θεία, «ενωμένες και μη συγχεόμενες». Εξαπλώθηκε κυρίως στις ανατολικές επαρχίες του Βυζαντινού Κράτους, δηλαδή στην Συρία, την Παλαιστίνη, την Μεσοποταμία και την Αίγυπτο. Για να μπορέσουν να απαλλαγούν από την σκληρή στάση που επέδειξε ο Ιουστινιανός και οι κατοπινοί αυτοκράτορες εναντίον τους, αναγκάστηκαν να αποδεχτούν την κυριαρχία των Αράβων. Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος και ο Πατριάρχης Σέργιος, θέλησαν να συγκρατήσουν τους μονοφυσίτες με θεολογικές εκφράσεις ηπιότερες από εκείνες των προκατόχων τους, με αποτέλεσμα τον Μονοθελητισμό, του οποίου εισηγητής και υποστηρικτής υπήρξε ο πατριάρχης Σέργιος. Ο μονοφυσιτισμός δεν είναι ένα ενιαίο ρεύμα, αλλά περικλείει διάφορες τάσεις και εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι σήμερα. Ο Μονοφυσιτισμός, που βρισκόταν στον αντίποδα τού Νεστοριανισμού, επηρεαζόταν αισθητά από τις διαρχικές αντιλήψεις (πνεύμα–ύλη) τού Νεοπλατωνισμού και από τις ιδιαίτερες χριστολογικές τάσεις της αρχαίας Αλεξανδρινής Σχολής. Οι ιδέες του είχαν συγγένεια προς τα διδάγματα τού Απολλιναρισμού. Βασικό πρόβλημα της αρχαίας ελληνικής σκέψεως στο χώρο της φιλοσοφίας ήταν ο καθορισμός της σχέσεως μεταξύ πνεύματος και ύλης, μεταξύ τού απολύτου και τού κόσμου. Δύο δε τρόποι καθορισμού ήσαν δυνατοί: ο μονιστικός, κατά τον οποίο το πεπερασμένο εκλαμβάνεται πανθεϊστικά ως εκδήλωση τού άπειρου και αιώνιου, και ο δυιστικός, ο οποίος εκλαμβάνει το αισθητό ως προϊόν πτώσεως, το οποίο πρέπει ν’ απορροφηθεί και ν’ αναλυθεί στο θείο. Οι τελευταίες αυτές ιδέες, ορφικής κυρίως προελεύσεως, υιοθετήθηκαν από τον Πλατωνισμό και τον Νεοπλατωνισμό και επηρέασαν αισθητά τη θεολογική σκέψη τού Μονοφυσιτισμού.
Μοντανισμός: Μοντανισμός ή κατά Φρύγας αίρεση αποκλήθηκε η πρωτοχριστιανική κίνηση που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στη Φρυγία κατά τον 2ο αιώνα. Ιδρυτές της θεωρούνται ο Μοντανός, η Πρίσκιλλα και η Μαξιμίλλα. Βρήκε ιδιαίτερη απήχηση τόσο στην υπόλοιπη Μικρά Ασία όσο και σε όλη τη ρωμαϊκή επικράτεια, ιδιαίτερα δε στη Ρώμη και τη Βόρεια Αφρική. Η ονομασία Μοντανισμός είναι μεταγενέστερη, καθώς την εποχή της ακμής της η κίνηση ονομαζόταν «κατά Φρύγας» ή «Καταφρύγια» αίρεση ή «αίρεση των Πεπυζιτών». Οι διαθέσιμες αρχαιότερες πηγές που μας παρέχουν τις σχετικές πληροφορίες είναι ο Ευσέβιος Καισαρείας, ο οποίος χρησιμοποιεί ως πηγή του κάποιον ανώνυμο ιερέα του 2ου αιώνα, τον Μιλτιάδη από τη Φιλαδέλφεια, ο επίσκοπος Ιεραπόλεως Κλαύδιος Απολλινάριος και ο Μελίτωνας των Σάρδεων, οι οποίες όμως διάκεινται εχθρικά προς την κίνηση.
Βογόμιλοι: στα βουλγαρικά Богомили, χριστιανική κοινότητα η οποία άνθισε στα Βαλκάνια την περίοδο μεταξύ του 10ου αιώνα και του 15ου αιώνα. Εμφανίστηκε στη Βουλγαρία γύρω στο 950 και ενσωμάτωσε κάποια νεομανιχαϊστικά και παυλικιανικά στοιχεία. Η θρησκευτική κίνηση εμφανίστηκε αρχικά στην Αρμενία και τη Μικρά Ασία, και δέχτηκε αργότερα σλαβονικές επιδράσεις που αποσκοπούσαν στη μεταρρύθμιση της προσφάτως ιδρυθείσας Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Πέρα από την επικράτεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και τα Βαλκάνια (Βουλγαρία, Βοσνία, Σερβία), το βογομιλικό κίνημα επεκτάθηκε μέχρι την Ιταλία, τη Ρηνανία (Γερμανία) και τη Γαλλία. Το θρησκευτικό αυτό κίνημα περιγράφεται και ως Βογομιλισμός. Κεντρικό στοιχείο της διδασκαλίας των Βογόμιλων αποτελούσε η πεποίθηση ότι ο ορατός, υλικός κόσμος κυβερνάται από τον Σατανά. Απέρριπταν την ιεραρχία της διοικούσας Εκκλησίας και θεωρούσαν εσφαλμένα τα δόγματα που αφορούσαν μεταξύ άλλων την απόδοση τιμής στις ιερές εικόνες, στο σταυρό και τα ιερά λείψανα —τα οποία θεωρούσαν ειδωλολατρία— και στους αγίους και δεν αποδέχονταν τα εκκλησιαστικά μυστήρια, τον νηπιοβαπτισμό, την Θεία Ευχαριστία και τα δόγματα περί Αειπάρθενου και Θεοτόκου της μητέρας του Ιησού Χριστού. Απέρριπταν γενικά αυτά που θεωρούσαν ως κοσμική και εκκλησιαστική εξουσία καθώς πίστευαν ότι έχουν ανθρώπινη προέλευση, αρνούμενοι την πληρωμή φόρων και την συμμετοχή στον πόλεμο. Θεωρούσαν τους ναούς της επίσημης Εκκλησίας ως κατοικίες δαιμόνων. Καταδίκαζαν δραστηριότητες που έφερναν τον άνθρωπο κοντά στην ύλη, όπως η κρεοφαγία και η οινοποσία, και τηρούσαν αυστηρές νηστείες. Η ηθική τους αυστηρότητα αναγνωριζόταν ακόμη και από τους εχθρούς τους. Δήλωναν πίστη στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Σύμφωνα με τον Γιάροσλαβ Πέλικαν, «δεν αποδέχονταν κάποια συγκεκριμένη τριαδιστική θεωρία» και «ενώ ισχυρίζονταν ότι ομολογούσαν [το δόγμα του] Θεού σύμφωνα με την εκκλησία, στην πραγματικότητα το αρνούνταν», δηλαδή έδιναν διαφορετική ερμηνεία. Σύμφωνα με τον Βασ. Στεφανίδη, όπως φαίνεται από το έργο του πρεσβυτέρου Κοσμά "Λόγοι κατά των αιρετικών", οι Βογόμιλοι δέχονταν ως αγαθό Θεό την Αγία Τριάδα και ως κακό Θεό τον Σατανά και ότι «ο υιός και το άγιον πνεύμα μετά την συμπλήρωσιν του έργου αυτών θα επιστρέψωσιν εις τον πατέρα, ο οποίος θα γίνει πάλιν μονοπρόσωπος», το οποίο αποτελή σαφή διαφοροποίηση από το ορθόδοξο δόγμα της Αγίας Τριάδος. Αποδέχονταν ως ιερά συγγράμματα την Καινή Διαθήκη και τους Προφήτες και τους Ψαλμούς από την Παλαιά Διαθήκη και απέρριπταν την Πεντάτευχο και τα ιστορικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. Εκτός από την Αγία Γραφή χρησιμοποιούσαν και πολλά απόκρυφα βιβλία. Οι Βογομίλοι ήταν ένθερμοι υποστηρικτές της μετάφρασης της Αγίας Γραφής στη γλώσσα του λαού. Σύμφωνα με τον Ostrogorsky, οι Βογόμιλοι ως έκφραση "διαμαρτυρίας κατά της τάξεως των κυβερνώντων, των ισχυρών και των πλουσίων" όπως και άλλες παρόμοιας αντίληψης ομάδες, παρουσίαζαν άνθηση περιοδικά, και δεν απέρριπταν μόνο την κρατική εξουσία ή την Ορθόδοξη Εκκλησία: "η αίρεση αυτή άνθιζε ιδιαίτερα σε εποχές κρίσεως και ανάγκης, γιατί σε τέτοιες ακριβώς εποχές η βασικά απαισιόδοξη κοσμοθεωρία της, που δεν απορρίπτει μόνο μια ορισμένη τάξη αλλά τον επίγειο κόσμο σαν τέτοιο, βρίσκει πλούσιο έδαφος και εντυπωσιάζει περισσότερο με τη διαμαρτυρία της". Η πολεμική από μέρους του κράτους που την περίοδο αυτή ταυτιζόταν με τις απόψεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας εναντίον της «αίρεσης» των Βογόμιλων εκδηλώθηκε κατά τον 10ο αιώνα όταν ένας ιερομόναχος ονόματι Κοσμάς έγραψε στα βουλγαρικά δεκατρείς λόγους, τους Λόγους Κατά Αιρετικών, οι οποίοι διανεμήθηκαν ευρέως.
Στα έτη περί το 1110 ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α' Κομνηνός ξεκίνησε διωγμό κατά των Βογόμιλων, επειδή διαψεύστηκαν οι προσδοκίες για βοήθεια που θα λάβαινε από αυτούς με την μετεγκατάσταση τους στη Βαλκανική χερσόνησο και αρνήθηκαν τη βοήθεια τους προς το βυζαντινό κράτος και «τρεις χιλιάδες περίπου απ' αυτούς, που είχαν πάρει μέρος στην εκστρατεία κατά των Νορμανδών, τον εγκατέλειψαν και γύρισαν στα χωριά τους». Έγιναν εκφραστές της εθνικής και πολιτικής αντίθεσης των Σλάβων «εναντίον τής αυστηρής βυζαντινής διοίκησης», «τόσο στα εκκλησιαστικά όσο και στα κοσμικά ζητήματα». παρά τους σκληρούς διωγμούς στη Βουλγαρία και στο Βυζάντιο, η διδασκαλία των Βογόμιλων συνέχισε να υφίσταται ακέραια στην Κωνσταντινούπολη υπό την επιφάνεια, κρυφά, τουλάχιστον για μία γενιά• μάλιστα δε, κατόρθωσε να επιβιώσει στα λαϊκά στρώματα και να γνωρίσει άνθηση κατά την περίοδο του Β' Βουλγαρικού Κράτους από το 1186 ως το 1193. Κυρίως, όμως, στους λόγιους κύκλους του Βυζαντίου βρήκαν απήχηση οι βογομιλικές θέσεις, ενώ οι επιδράσεις τους είναι εμφανείς σε όλη αυτή την περίοδο μέχρι και τον 14ο αιώνα. Οι βογομιλικές ιδέες διείσδυσαν κατά τον 13ο αιώνα και στο Άγιο Όρος. Η διάδοση του Βογομιλισμού προκαλούσε κοινωνικές αναστατώσεις και λαϊκές διαμαρτυρίες που συντάρασσαν τη συνοχή του κράτους. καθώς εκήρυτταν την απείθεια προς αυτό.
Κατά τους διωγμούς του τσάρου των Βουλγάρων Μπορίς Α' Μιχαήλ (Βάρι) και του βασιλιά των Σέρβων Νέμανια πολλοί Βογόμιλοι κατέφυγαν στη Βοσνία, όπου αναδιοργανώθηκαν και συνέχισαν τη δράση τους. Η σκληρή αντιμετώπισή τους συνεχίστηκε τόσο από τον τσάρο Καλογιάννη της Βουλγαρίας (για τους Βυζαντινούς, «Σκυλογιάννης», 1197-1207) όσο και από τον βασιλιά της Σερβίας Στέφανο B' Νεμάνια (κυβερνήτης από το 1197 έως το 1227). Μάλιστα, το 1349, ο τσάρος (κράλης) Ντουσάν της Σερβίας εφάρμοσε ιδιαίτερα σκληρή νομοθεσία (Zakonik) εναντίον των «αιρετικών», οι οποίοι πιθανώς ήταν κυρίως οι Βογομίλοι: Οι αιρετικοί έπρεπε να στιγματιστούν με πυροσφραγίδα και να εκδιωχθούν από τη χώρα, ενώ ο θρησκευτικός προσηλυτισμός απαγορευόταν. Τον 13ο και 14ο αιώνα η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία απέστειλε αρκετούς λεγάτους και Φραγκισκανούς ιεραποστόλους για να μεταστρέψουν ή να εκδιώξουν Βόσνιους αιρετικούς μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν και Βογόμιλοι.
Αρειανισμός: ο όρος αναφέρεται στις θεολογικές θέσεις που έγιναν ευρέως γνωστές από τον θεολόγο και πρωτοπρεσβύτερο Άρειο (π. 250-336), ο οποίος έζησε και δίδαξε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στις αρχές του 4ου αιώνα. Η πιο αμφιλεγόμενη πτυχή των διδασκαλιών του Άρειου αφορούσε τη σχέση μεταξύ του Θεού Πατέρα και του προσώπου του Ιησού Χριστού με σημαντικές τριαδικές προεκτάσεις. Ο αρειανισμός θεωρείται, απ' το μεγαλύτερο κομμάτι του Χριστιανισμού, μια από τις τρεις πιο σημαντικές αιρέσεις, μαζί με τον Νεστοριανισμό και τον Μονοφυσιτισμό. Οι θέσεις που προάσπισε ο Άρειος τόνιζαν ότι ο Ιησούς ήταν δημιούργημα και όχι υπόσταση του Θεού. Οι θέσεις αυτές βρήκαν ιδιαίτερη απήχηση μεταξύ των υπηκόων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας αλλά και σε όλα τα γερμανικά φύλα, με εξαίρεση τους Φράγκους. Οι θέσεις αυτές καταδικάστηκαν τελικά στο πρόσωπο του Αρείου από την Πρώτη Σύνοδο της Νίκαιας το 325 αλλά και από την Πρώτη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 381. Η διδασκαλία του Αρείου αποτελούσε μέρος της ευρύτερης προβληματικής σχετικά με την θειότητα του Υιού και τη σχέση με το Πατέρα που απασχολούσε τις χριστιανικές εκκλησίες κατά τον 2ο και 3ο αιώνα. Ο Άρειος όμως ουσιαστικά συνέδεσε τα ακραία στοιχεία της αντιοχειανής θεολογίας, με βάση την Αλεξανδρινή-Ωριγενιστική ερμηνευτική θεολογία. Δηλαδή τη διάκριση Υιού από το Λόγο του Θεού, με τάσεις αποδοχής ως «απρόσωπη» και «ανυπόστατη» δύναμη του Θεού (Αντιοχειανή) και την υποταγή του Υιού προς το Λόγο, που ταύτιζε η Αλεξανδρινή. Και πράγματι, ενώ η αλεξανδρινή θεολογία απέφευγε τον χωρισμό του Λόγου από τον Υιό, η αντιοχειανή θεολογία επέμενε σε μια διαίρεση του Λόγου προς τον Υιό. Τελικά η νέα αυτή δογματική αντίληψη, αλλοίωσε και τις δύο θεολογικές προσεγγίσεις προβάλλοντας αυτή τη διάκριση στην αρχή του χρόνου. Έτσι, ο Αρειανισμός αποτέλεσε μια σύνθεση της αντιοχειανής και αλεξανδρινής θεολογικής ερμηνευτικής θεολογίας, με έμφαση στην ερμηνευτική του Λουκιανού του Αποσυναγώγου, παρότι ο ίδιος ουδέποτε υπήρξε υπέρμαχος αυτών των απόψεων, αφού το προτεινόμενο σύμβολό του, δεν περιείχε παρόμοιες ακραίες θέσεις. Ο συνθετικός δε χαρακτήρας της θεολογικής προσέγγισης ήταν και ο λόγος πιθανότατα, της ευρείας απήχησης που βρήκε, περιλαμβανομένων και χριστιανών που αποδέχονταν τις θέσεις του Λουκιανού και του Ωριγένη. Κατά τον Αρειανισμό, ο Υιός δεν είναι «κατά φύση» και «κατ'ουσίαν» αληθινός Θεός, αφού είναι «εν χρόνω» δημιούργημα του Θεού. Αν και ο Υιός θεωρούνταν κτίσμα, εντούτοις τού αποδιδόταν ειδική Θειότητα. Ο Υιός και Λόγος του Θεού δεν είναι «συνάναρχος» και «συναΐδιος» προς τον Πατέρα, γι'αυτό και o Πατήρ δεν ήταν πατέρας πριν δημιουργήσει τον Υιό. Μάλιστα ο ίδιος δεχόταν μόνο ένα Θεό, «αγέννητο», «άναρχο» και η γέννηση του Υιού δε μείωνε την απόλυτη μοναρχία του Πατρός. Ο Υιός είναι «κτίσμα Θεού τέλειον, αλλ'ούχ ως εν των κτισμάτων, γέννημα, αλλ' ουκ εκ των γέννημάτων». Ουσιαστικά υποστηρίζει οτι Υιός γεννήθηκε «άμεσα» από τη θέληση του Πατρός, ενώ τα υπόλοιπα κτίσματα δια του Υιού. Ο Υιός και Λόγος του Θεού συνδέθηκε με τη δημιουργική ενέργεια του Θεού-Πατρός για την δημιουργία των πάντων δι' αυτού, δημιουργώντας το υποταγμένο σε αυτόν Άγιο Πνεύμα. Παρόλα αυτά παρέμεινε ασαφής η πλήρης σχέση Υιού και Λόγου, με τις ανυπόστατες δυνάμεις του Λόγου και της Σοφίας, που ήταν αχώριστες της «Θείας ουσίας». Γι'αυτό το λόγο, ο «απερινόητος» Θεός ήταν αδύνατο να δημιουργήσει ένα υλικό κόσμο από την άμεση δημιουργική του ενέργεια, εξ ού και έθεσε τον Υιό και Λόγο Του, μέσο της θέλησής Του. Ο κτιστός Υιός του Θεού προσέλαβε ως Χριστός «εν χρόνω», όχι όλη την ανθρώπινη φύση του, αλλά μόνο ανθρώπινο σώμα, χωρίς ψυχή, αφού τη θέση της ψυχής την κατέλαβε ο κτιστός Λόγος. Άρα με βάση αυτή τη διδασκαλία ο Χριστός δεν ήταν κατά φύσιν Θεός κατά το Μέγα Αθανάσιο και τους ακολούθους της εν Νικαία συνόδου και δεν ήταν Σωτήρας του ανθρωπίνου γένους, αλλά ένας χαρισματικός διδάσκαλος.
Θεολογική σχολή της Αντιόχειας: ιδρύθηκε από τον Λουκιανό Αντιοχείας στην Αντιόχεια της Συρίας κατά τις αρχές του 3ο αιώνα. Ο όρος αντιοχειανή σχολή, χρησιμοποιήθηκε από τους θεολόγους και τους ερευνητές και προ της ίδρυσης της σχολής, περισσότερο ως συμβατική έννοια κατ' αντιστοιχία με την Αλεξανδρινή θεολογική σχολή, για να προσδώσει τις ερμηνευτικές και θεολογικές τάσεις της περιοχής. Γεγονός σήμερα θεωρείται, με βάση την διαφορετική θεολογική τάση που ανέπτυξαν αντιοχείς θεολόγοι, πως υπήρχε θεολογική ποικιλία. Έτσι όταν μιλάμε για αντιοχειανή θεολογία, επι της ουσίας μιλάμε για δύο πράγματα συνδεόμενα, αλλά μη ταυτιζόμενα. Την ερμηνευτική τακτική και τη θέση στο χριστολογικό θέμα. Η θεολογική μέθοδος που ακολουθούσε ήταν επηρεασμένη από τον λεγόμενο «δυναμικό μοναρχιανισμό» και έθετε ως βάση της μελέτης των Γραφών τη λεγόμενη «κριτική ιστορικογραμματική μέθοδο». Επίσης θεμελίωνε την ανάπτυξη της θεολογίας στην εναρμόνιση της γραμματικής έννοιας για την Αποστολική παράδοση και την Αγία Γραφή. Κατά πολλούς η θεολογική σχολή της Αντιόχειας είχε υιοθετήσει αριστοτελική φιλοσοφία, αποφεύγοντας την αλληγορική μέθοδο που ακολουθούσε η έτερη σπουδαία θεολογική σχολή της Ανατολής που ήταν η Αλεξανδρινή. Στόχος ήταν η ορθολογικότερη θεολόγηση των Γραφών. Σε αυτή τη σχολή φοίτησαν αρκετοί σπουδαίοι θεολόγοι όπως ο Ευσέβιος Νικομήδειας, ο Θεογνίς Νικαίας, ο Αθανάσιος Αναζαρβού, ενώ πάνω στη βάση της θεολογίας της σήμερα πιστεύεται πως στήριξε ο Άρειος το οικοδόμημα του αρειανισμού. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος καίτοι δεν μαθήτευσε σε αυτή χαρακτηρίζεται ως άνθρωπος ο οποίος πέτυχε τελικά να προσδώσει νέα πνοή στη σχολή κατά τον 4ο αιώνα χρησιμοποιώντας και στοιχεία αλληγορικής μεθόδου, πιστεύοντας όμως σταθερά ότι η ιστορικογραμματική μέθοδος αρκεί ώστε να επιτευχθεί ο στόχος που είναι το σωτήριο μήνυμα των Γραφών. Η υπέρβαση του Χρυσοστόμου ήταν η απόδοση προς το πρόσωπο του Λόγου των εννοιών «συνοχή» και «συνάφεια», ουσιαστικά θέτοντας σε νέα τροχιά την Αντιοχειανή θεολογία. Αυτή όμως η αρχή της αλλαγής είχε ξεκινήσει από τον Διόδωρο Ταρσού, ο οποίος μετέτρεψε αρχικά τη σχολή σε μια ημιμοναστική κοινότητα.
Χουσίτες ή Ουσσίτες: οπαδοί του Χριστιανικού κινήματος που ακολουθούσε τις διδασκαλίες του Τσέχου μεταρρυθμιστή Γιαν Χους, (1369-1415), ο οποίος ήταν ένας από τους πρόδρομους της Μεταρρύθμισης. Οι Χουσίτες ενδιαφέρθηκαν για κοινωνικά ζητήματα και ενίσχυσαν την Τσεχική εθνική συνείδηση. Στις 6 Ιουλίου 1414 στη Σύνοδο της Κωνσταντίας ο Γιαν Χους καταδικάστηκε και υπέστη μαρτυρικό θάνατο "διά πυρός". Οι Χουσίτες συγκρούστηκαν με τον Πάπα, γιατί: τελούσαν την λειτουργία όχι στα Λατινικά, αλλά στα Τσέχικα, κήρυτταν ευρέως και ήταν διαδεδομένη μεταξύ τους η χρήση της Αγίας Γραφής σε καθομιλουμένη γλώσσα, και υποστήριζαν πως η χορήγηση της Θείας Μετάληψης πρέπει να συνίσταται σε "άρτο και οίνο". Από το 1420 μέχρι το 1434 οι Χουσίτες ενεπλάκησαν σε μια σειρά πολέμων, οι οποίοι είχαν πολιτικά και θρησκευτικά αίτια. Μεταξύ των σημερινών Χριστιανών η Χουσιτική παράδοση εκπροσωπείται από τους Μοραβούς και τις διάφορες Χουσιτικές εκκλησίες.
Καρμηλίτες: Τάγμα ρωμαιοκαθολικών μοναχών που ιδρύθηκε περίπου το 1150 στο όρος Κάρμελ της Παλαιστίνης από τον Ιταλό σταυροφόρο Μπερτόλντο της Καλαβρίας, ο οποίος εγκαταστάθηκε εκεί με δέκα συντρόφους του. Ο αυστηρός κανόνας που όφειλαν να ακολουθούν οι καλόγεροι του μοναστηριού (διαβίωση σε χωριστά κελιά, απόλυτη σιωπή, απομόνωση, συνεχής νηστεία, προσευχή) διατυπώθηκε από τον Λατίνο πατριάρχη της Ιερουσαλήμ Αλβέρτο (1209) και επικυρώθηκε αργότερα από τον πάπα (1226)· έπειτα από σχεδόν δύο αιώνες (1431) τροποποιήθηκε προς το επιεικέστερο από τον πάπα Ευγένιο Δ’. Έκτοτε, το τάγμα διαδόθηκε σε πολλές χώρες (Κύπρος, Ιταλία, Σικελία, Αγγλία, Γαλλία και Γερμανία), ενώ ο Ιωάννης Σορέθ, που ορίστηκε επικεφαλής του (1451), μύησε στον μοναστικό βίο και γυναίκες, οι οποίες ονομάστηκαν Καρμηλίτισσες.
Τον 16ο αι., η Aγία Θηρεσία αποσύρθηκε σε κάποιο από αυτά τα μοναστήρια, όπου άρχισε να προσελκύει πολυάριθμες νέες. Αργότερα ίδρυσε το μεγάλο μοναστήρι του Αγίου Ιωσήφ στην Άβιλα της Ισπανίας (1562) και στη συνέχεια άλλα δεκαέξι μοναστήρια καλογραιών. Είχε την πρόθεση, επίσης, να επαναφέρει τον κανόνα του τάγματος στην αρχική του αυστηρότητα, μεταρρύθμιση που επικυρώθηκε το 1562 από τον πάπα Πίο Δ’, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα τη διαίρεση των Κ. σε δύο κλάδους, ο ένας από τους οποίους ονομάστηκε ανυπόδητοι ή μεταρρυθμισμένοι Κ. Οι τελευταίοι φέρουν μάλλινα ρούχα, καφέ ωμοφόριο, μαύρο κάλυμμα στο κεφάλι και λευκό μανδύα και αφιερώνουν τη ζωή τους στη διαρκή μετάνοια και προσευχή. Το τάγμα των Καρμηλιτισσών περιλάμβανε περισσότερες από 12.000 μοναχές τον 15ο αι., ενώ το 1972 υπολογίζονταν σε 8.000. Πολλά μοναστήρια συνεχίζουν έως σήμερα να ακολουθούν την αυστηρότητα που είχε επιβληθεί από την αγία Θηρεσία της Άβιλα στην Ισπανία.
H θεωρητική σκευή της Ρώμης εγκολπωμένη στον Χριστιανισμό: Ορόσιος και Αυγουστίνος
Η σύγκρουση μέσα στους κόλπους της χριστιανοσύνης γύρω από την αντιμετώπιση της κλασικής παράδοσης φωτίζεται παραδειγματικά από δύο χριστιανούς λογίους που το έργο τους άσκησε καταλυτική επίδραση στους μεταγενέστερους στοχαστές. Ο πρώτος ήταν ο ιερός Αυγουστίνος, ένας καλλιεργημένος θεολόγος των τελευταίων δεκαετιών του 4ου αιώνα και των αρχών του 5ου, που είχε αφομοιώσει την αρχαία κληρονομιά και συμφιλίωσε τον χριστιανισμό με ένα μεγάλο μέρος της, αν και δημόσια αποκήρυττε την ειδωλολατρική σκέψη. Ο δεύτερος, ο άγιος Ισίδωρος της Σεβίλλης, ήταν ένας όχι ιδιαίτερα λεπτολόγος φιλόλογος του 7ου αιώνα που ο άκριτος, μιμητικός θαυμασμός του για τη λογοτεχνία των προγόνων τον ώθησε να γράψει μια παραποιημένη επιτομή των επιτευγμάτων της που επί μισή χιλιετία θα δρούσε ανασταλτικά στην ανάπτυξη των γραμμάτων στη Δύση. Ο ιερός Αυγουστίνος (354-430), ο πιο εμβριθής από τους τέσσερις «Λατίνους δασκάλους της Εκκλησίας», ήταν ο πρώτος Δυτικός χριστιανός που επιχείρησε να συστηματοποιήσει τη μεταφυσική διάσταση εντάσσοντάς την σε ένα χριστιανικό πλαίσιο. Ο Αυγουστίνος ήταν η κύρια πηγή μέσω της οποίας η αντλημένη από τον Πλάτωνα φιλοσοφική παράδοση έφτασε στη χριστιανική Δύση. Ας σημειωθεί ως γεγονός που δεν είναι ιδιαίτερα κολακευτικό για την κατάσταση της παιδείας στην εποχή του ότι στις αρχές του Μεσαίωνα το έργο του ήταν λιγότερο διαδεδομένο από το έργο των μιμητών του, κυρίως του Οροσίου, που στα επτά βιβλία του των ιστοριών κατά των εθνικών (Historiarum adversus paganos libri vii) υπεραπλουστεύει τη λιγότερο, ίσως, επεξεργασμένη φιλοσοφική άσκηση του Αυγουστίνου —τη χρήση της στοιχειώδους λογικής ώστε να αποδείξει ότι οι χριστιανοί δεν ήταν υπεύθυνοι για την παρακμή του ρωμαϊκού κράτους.
Ο Αυγουστίνος άφησε αρκετά σημαντικά έργα. Οι Εξομολογήσεις του [Confessiones] ήταν το τελευταίο αυτοβιογραφικό κείμενο που γράφτηκε στη Δύση μέχρι τις αρχές του 12ου αιώνα. Εδώ ο Αυγουστίνος περιγράφει τα νεανικά του χρόνια· μάλιστα, το έργο αυτό είναι η πιο σημαντική πηγή για τις αυστηρές και πατριαρχικές αντιλήψεις γύρω από την ανατροφή και την αγωγή των παιδιών που κυριαρχούσαν εκείνη την εποχή. Ο Αυγουστίνος, που γεννήθηκε στην Ταγάστη της βόρειας Αφρικής από χριστιανή μητέρα και ειδωλολάτρη πατέρα, είχε στη νεότητά του επιδοθεί τόσο σε σαρκικές όσο και σε πνευματικές απολαύσεις. Αρχικά τον προσείλκυσε ο μανιχαϊσμός και αργότερα οι πιο φιλοσοφικοί προσανατολισμοί του νεοπλατωνισμού. Στις αρχές της δεκαετίας του 380 δίδαξε ρητορική στη Ρώμη και μετά πορεύτηκε στο Μιλάνο όπου οι σπουδές του πλάι στον άγιο Αμβρόσιο τον έκαναν να αποκηρύξει το αιρετικό παρελθόν του. Ωστόσο, η ώριμη θεολογική σκέψη του χρωματίζεται από τον νεοπλατωνικό συμβολισμό (ο Αυγουστίνος περιέγραψε τον Θεό με όρους φωτός και μη υλικότητας), καθώς και από το κεντρικό πρόβλημα του μανιχαϊσμού: πώς μπορεί ο Θεός, που είναι ο κρουνός της δικαιοσύνης και της καλοσύνης, να επιτρέπει την ύπαρξη της αδικίας και του κακού;
Το κορυφαίο έργο του Αυγουστίνου είναι η Πολιτεία του Θεού [Civitas Dei], το μεγαλύτερο μνημείο της ανθρώπινης διάνοιας στην υστερορωμαϊκή περίοδο. Άρχισε τη συγγραφή του μετά τη λεηλασία της Ρώμης από τους Βησιγότθους το 410, δίνοντας έτσι μια απάντηση στους ειδωλολατρικούς ισχυρισμούς ότι η Αιώνια Πόλη αλώθηκε επειδή είχε εγκαταλείψει τους θεούς στους οποίους χρωστούσε το μεγαλείο της. Το έργο αυτό τον απασχόλησε στην υπόλοιπη ζωή του, ενόσω ήταν επίσκοπος Ιππώνος στη βόρεια Αφρική. Πέθανε το 430, όταν ακριβώς οι Βάνδαλοι ήταν έτοιμοι να καταλάβουν τη γενέτειρά του. Η Πολιτεία του Θεού εκφράζει μια χριστιανική αντίληψη περί της Ιστορίας ως συνεχούς προοδευτικής πορείας του ανθρώπου προς τη σωτηρία. Ο Αυγουστίνος διακρίνει επτά εποχές, που αντιστοιχούν στις επτά ημέρες της δημιουργίας και θεωρεί ότι ο άνθρωπος ζούσε τότε στην έκτη ημέρα. Αντικρούει τον ισχυρισμό ότι ο χριστιανισμός ήταν υπεύθυνος για τα προβλήματα της Ρώμης, επικαλούμενος ένα συλλογιστικό επιχείρημα παρμένο από τον Πλάτωνα: το μοναδικό αληθινό κράτος βασίζεται στη δικαιοσύνη, πράγμα που σημαίνει να δίδεται σε κάθε άνθρωπο ό,τι του αναλογεί. Το ρωμαϊκό κράτος όμως ήταν θεμελιωμένο στην αδικία, καθώς δεν είχε δώσει τα οφειλόμενα στον Θεό. Επομένως, η πτώση του οφειλόταν στην αμαρτία και ήταν αναπόφευκτη. Ο εκχριστιανισμός της αυτοκρατορίας ήταν πολύ ανεπαρκής και ήρθε πολύ αργά.
H θεωρητική σκευή της Ρώμης εγκολπωμένη στον Χριστιανισμό: Ισίδωρος
Πολύ πιο συχνά, όμως, παρατίθεται το έργο του Ισιδώρου, επισκόπου Σεβίλλης (περί το 576-636) που ήταν εγκυκλοπαιδιστής και φιλόλογος. Το έργο του Originum sive etymologiarum libri xx είναι ευρύτερα γνωστό ως Ετυμολογία [Etymologiae], επειδή ο Ισίδωρος ήταν πεπεισμένος ότι η ουσία μιας οντότητας μπορεί να ανιχνευτεί μέσω των γλωσσολογικών της ριζών στις λατινικές και ελληνικές λέξεις που εκφράζουν και συμβολίζουν αυτή την ουσία. Ο Ισίδωρος έτρεφε μεγάλο σεβασμό για την κοσμική ρωμαϊκή κουλτούρα και τα γράμματα. Παραθέτει αδέξια ολόκληρα χωρία από συγγραφείς της προτίμησής του χωρίς να κατονομάζει τις πηγές του, προκειμένου να εκφράσει τις δικές του σκέψεις. O Ισίδωρος γνώριζε ότι οι λιγοστοί μορφωμένοι αναγνώστες του έργου του θα αναγνώριζαν τις πηγές του χωρίς να χρειαστεί να τους τις υπενθυμίσει. Η φιλολογία και η επιστήμη του Ισιδώρου ήταν υπερβολικά αφελείς, αλλά η συχνά δαιδαλώδης ανάλυσή του είναι το υψηλότερο επίτευγμα της γνώσης της εποχής του. Το έργο του είναι η μοναδική σημαντική πηγή που διαθέτουμε για τις αστρονομικές γνώσεις στον πρώιμο Μεσαίωνα. Ο Ισίδωρος εισηγήθηκε να υπολογίζεται ο χρόνος από την ενσάρκωση του Χριστού. Μόνο κατά τον 1ο αιώνα άρχισαν οι μελετητές να αμφισβητούν σοβαρά τις ιστορίες του για τέρατα σε μακρινές χώρες και διάφορα αλλά "μαργαριτάρια", όπως την ερμηνεία του ότι το σηκώτι είναι η έδρα των αισθησιακών απολαύσεων. Με τον Ισίδωρο βρισκόμαστε σε έναν κόσμο όπου κυριαρχούν οι γερμανικές φυλές. Ο πολιτισμός της μεσαιωνικής Ευρώπης ήταν ένα αμάλγαμα του ρωμαϊκού, του χριστιανικού, του γερμανικού και του ισλαμικού στοιχείου. Τα επαιτικά τάγματα: η νομιμοποίηση της μίμησης του Χριστού Αν και οι δοξασίες των Καθαρών απέκλιναν πιο ουσιασικά από το επίσημο εκκλησιαστικό δόγμα απ' ό,τι οι πεποιθήσεις των περισσότερων αιρετικών, ωστόσο οι αντιλήψεις και η οργάνωσή τους είχαν σημαντική απήχηση. Η επαιτική πρακτική να υπάρχουν και λαϊκοί αδελφοί, ως «μετανοούντες» είναι παρόμοια με τη διάκριση των Καθαρών μεταξύ απλών πιστών και Τέλειων, αν και τα παλαιότερα μοναστικά κινήματα χρησιμοποιούσαν λαϊκούς αδελφούς για χειρωνακτική εργασία στα γαιοκτήματά τους και ο άγιος Φραγκίσκος της Ασσίζης και ο Βάλδος είχαν στραφεί στην πενία εμπνεόμενοι από περιπλανώμενους ιεροκήρυκες της νότιας Γαλλίας που ίσως ήταν Καθαροί. Συχνά είναι δύσκολο να κάνουμε τη διάκριση μεταξύ αγίων και αιρετικών στην πνευματική ζωή της Ευρώπης κατά τα τέλη του 12ου αιώνα και τις αρχές του 13ου. Ο άγιος Φραγκίσκος της Ασσίζης παρουσίαζε πολλές επιφανειακές ομοιότητες με τον Βάλδο. Και οι δύο ήταν γόνοι πλούσιων οικογενειών εμπόρων, και οι δύο κατέληξαν να απαρνηθούν τα πλούτη τους και να διδάξουν ότι μια ζωή στην υπηρεσία της «κυράς μας της φτώχειας» ήταν η μοναδική οδός προς τη σωτηρία. Ο Φραγκίσκος όμως στάθηκε πιο τυχερός καθώς ανήκε σε μια γενιά μετά τον Βάλδο, και στην εποχή του ο πάπας αντέδρασε πιο ήπια στην καινοτομία του δόγματος περί αποστολικής πενίας. Επίσης, ο άγιος Φραγκίσκος ήταν πιο πρόθυμος απ' ό,τι ο Βάλδος να αποδεχτεί άνωθεν καθοδήγηση. Ο Φραγκίσκος, κατά κόσμον Τζιοβάννι Μπερναρντόνε, γεννήθηκε το 1182. Ο πατέρας του ήταν ένας πλούσιος έμπορος που είχε συναλλαγές με τη Γαλλία· ο γιος μάλιστα επηρεάστηκε τόσο πολύ από τις γαλλικές συνήθειες που του δόθηκε το προσωνύμιο «Φραντσέσκο» («Φραντσέζος»)· και λόγω της δημοτικότητας του Φραγκίσκου, το όνομα αυτό διαδόθηκε σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες. Στην αυτοβιογραφία του, που την υπαγόρευσε, ο Φραγκίσκος μιλά για την ηδονιστική νιότη του, που στην πραγματικότητα μπορεί να ήταν η ζωή ενός συνηθισμένου νέου, επειδή πάντα ο Φραγκίσκος θεωρούσε τον εαυτό του ανάξιο. Το 1207, αφού άκουσε ένα κήρυγμα, πιθανόν από κάποιον Βάλδιο ή Καθαρό, αποκήρυξε επίσημα τα επίγεια αγαθά του σε μια δημόσια τελετή έξω από την κατοικία του πατέρα του. Στη συνέχεια ο Φραγκίσκος και οι δώδεκα μαθητές του αποσύρθηκαν στην Πορτιούνκουλα, κοντά στην Ασσίζη, και άρχισαν τη διδασκαλία. Το γεγονός καθαυτό δεν ήταν ασυνήθιστο, καθώς είδαμε ότι εκείνη την εποχή πολλοί άγιοι ερημίτες δρούσαν στην Ιταλία. Για κάποιους ανεξακρίβωτους λόγους, ο Φραγκίσκος ζήτησε το 1211 από τον πάπα να εγκρίνει έναν απλό κανόνα, στηριγμένο στο χωρίο «πάντα όσα έχεις πώλησον και διάδος πτωχοίς» (Λουκάς, ΙΗ', 22, και Ματθαίος ΙΘ', 21). Ο Ιννοκέντιος Γ' ενέκρινε έμμεσα τον κανόνα, επιτρέποντας στον Φραγκίσκο και τους οπαδούς του να ζουν σε απόλυτη συμφωνία με το ευαγγέλιο. Οι «Φραγκισκανοί» διάλεξαν ως προϊστάμενό τους τον Φραγκίσκο, μέσω του οποίου θα συναλλάσσονταν με τις εκκλησιαστικές αρχές. Καθώς ήταν «κεκαρμένοι» είχαν δικαίωμα να κηρύττουν. Μολονότι τα τάγματα αυτά ονομάζονταν «επαιτικά», οι πρώτοι Φραγκισκανοί δεν ήταν επαίτες. Η πρόθεση του Φραγκίσκου ήταν τα μέλη του τάγματός του να εργάζονται, αλλά στην πράξη οι λαϊκοί αδελφοί που εργάζονταν σε κοινότητες δέχονταν να τους συντηρούν αυτοί στους οποίους παρείχαν τις υπηρεσίες τους. Το τάγμα των «αδελφών» (fratres) του Φραγκίσκου κάλυπτε μια υπαρκτή πνευματική ανάγκη. Η απήχησή του όμως οφειλόταν, σε μεγάλο βαθμό, στην προσωπικότητα του εμπνευστή του. Οι «Ταπεινοί», λόγου χάρη, μια θρησκευτική αδελφότητα που έδινε έμφαση στο κήρυγμα και περιλάμβανε στα μέλη της αρκετούς λαϊκούς, εμφανίστηκαν αρχικά στην Ιταλία στα τέλη του 12ου αιώνα. Σε αντίθεση με τους Φραγκισκανούς, η δράση τους δεν επεκτάθηκε εκτός της Ιταλίας, ενώ με τον Φραγκίσκο ταυτίζονταν οι φτωχοί και οι καταπιεσμένοι όπου γης. Στην εποχή του είχε γίνει θρύλος, λόγω της αφελούς, παιδιάστικης πίστης του και της αγάπης του για τη φύση και για όλα τα ανθρώπινα πλάσματα. Μολονότι προερχόταν από οικογένεια εμπόρων, όπου η μόρφωση θεωρούνταν απαραίτητη, ο Φραγκίσκος ήξερε ελάχιστα γράμματα και τα περισσότερα έργα του τα υπαγόρευσε στους συντρόφους του. Συνέθεσε δοξαστικούς ύμνους στην καθομιλουμένη ιταλική, από τους οποίους όμως διασώζεται μόνον ένας, ο «Ύμνος στον ήλιο». Θαύματα έχουν αποδοθεί σ' αυτόν, ακόμα και ενόσω ζούσε. Το πρώτο χειρόγραφο των Μικρών ανθέων, μιας ανθολογίας με ιστορίες γύρω από τον άγιο Φραγκίσκο, γράφτηκε έναν αιώνα μετά το θάνατό του, γεγονός που σημαίνει ότι πιθανόν να τον περιγράφει όπως τον φαντάζονταν οι μεταγενέστεροί του και όχι όπως ήταν στην πραγματικότητα. Κι αυτό όμως έχει τη δική του σημασία, καθώς δείχνει ότι τον τιμούσαν ως απλή, ευγενική μορφή που θεωρούσε όλα τα πλάσματα αδέλφια του και ένιωθε τη χαρά της ζωής, όπως φαίνεται από το απόσπασμα που ακολουθεί: Κάποτε, όταν ο άγιος Φραγκίσκος ζούσε στην πόλη Γκούμπιο, ένας μεγάλος λύκος φάνηκε σ' εκείνα τα μέρη. Ήταν τόσο άγριος και τρομερός που δεν καταβρόχθιζε μόνο ζώα, αλλά κι ανθρώπους, και καθώς συχνά πλησίαζε στην πόλη, όλοι οι άνθρωποι είχαν κατατρομάξει κι έβγαιναν έξω πάνοπλοι, σαν να πήγαιναν σε μάχη... Ο άγιος Φραγκίσκος πορεύτηκε μονάχος προς το μέρος όπου έλεγαν ότι ήταν ο λύκος, ενώ πολλοί άνθρωποι τον ακολούθησαν από απόσταση κι είδαν το θαύμα με τα ίδια τους τα μάτια. Ο λύκος, βλέποντας όλο αυτό το πλήθος, χύμηξε προς το μέρος του Φραγκίσκου με τα σαγόνια ορθάνοιχτα. Καθώς πλησίαζε, ο άγιος έκανε το σημάδι του σταυρού και φώναξε: «Έλα δω, αδελφέ λύκε. Στο όνομα του Θεού σε προστάζω να μη βλάψεις ούτε έμενα, ούτε άλλον κανένα». Κι ευθύς έγινε το θαύμα. Μόλις ο άγιος Φραγκίσκος έκανε το σημάδι του σταυρού, ο τρομερός λύκος έκλεισε το στόμα του, έπαψε να τρέχει, ζύγωσε τον άγιο Φραγκίσκο και ξάπλωσε στα πόδια του, ήμερος σαν αρνάκι. [Ο άγιος Φραγκίσκος έπεισε το λύκο να υποσχεθεί ότι δεν θα πείραζε τους κατοίκους της πόλης, κι εκείνοι, σε αντάλλαγμα, θα τον τάιζαν τακτικά.] Και απλώνοντας το χέρι του, έλαβε την υπόσχεση του λύκου, επειδή ο τελευταίος σήκωσε το πόδι του και το ακούμπησε θαρρετά στο χέρι του αγίου Φραγκίσκου, δίνοντάς του έτσι τη μόνη υπόσχεση που μπορούσε να δώσει ένας λύκος.33 Ήδη το 1218 είχαν ιδρυθεί φραγκισκανικά γυναικεία μοναστήρια βόρεια των Άλπεων. Συγκεντρώνοντας τις προσπάθειές τους κυρίως στις πόλεις, που πάντα παρουσίαζαν κάποια αστάθεια στα θρησκευτικά ζητήματα, οι Φραγκισκανοί συνέβαλαν στην άμβλυνση του προβλήματος των αιρέσεων, ιδίως στη βόρεια Ευρώπη. Εναλλακτικά τους αποκαλούσαν Μινορίτες (Μικροί Αδελφοί, από το minor, που δηλώνει την ταπεινότητά τους) και Γκρίζους Αδελφούς (από το γκρίζο χρώμα των ράσων τους). Το 1220 το τάγμα είχε γίνει τόσο πολυάριθμο που ο Φραγκίσκος, ο οποίος ήταν περισσότερο οραματιστής παρά οργανωτής, εκχώρησε τον έλεγχο του τάγματος σε έναν γενικό μάγιστρο. Ο φραγκισκανικός κανόνας του 1223 δανείστηκε αρκετά στοιχεία από την κατά τι προγενέστερη οργάνωση των Δομινικανών. Ήταν ένα πολύ πιο πλήρες κείμενο από τον απλό κανόνα του 1211. Προέβλεπε μια διαβαθμισμένη ιεραρχία δικαιοδοσιών υπό τον έλεγχο του πάπα. Ο γενικός μάγιστρος του τάγματος, που η θητεία του ήταν ισόβια, εκλεγόταν από μια γενική σύνοδο που συγκαλούνταν κάθε τρία χρόνια. Υπήρχαν τρεις διαβαθμίσεις: οι καθαυτό αδελφοί, που είχαν συμπληρώσει μονοετή περίοδο δοκιμασίας και είχαν δώσει μοναστικούς όρκους, το γυναικείο τάγμα των Κλαρισσών και το τάγμα των «μετανοούντων αδελφών», που ήταν κοσμικοί συνδεδεμένοι με το τάγμα. Η μετέπειτα εξέλιξη του φραγκισκανικού τάγματος απέκλινε πολύ από τις αρχικές προθέσεις του ιδρυτή του. Όπως οι μοναχοί, οι επαίτες αδελφοί έδιναν όρκο ατομικής πενίας. Το χαρακτηριστικό τους γνώρισμα ήταν η συλλογική πενία του τάγματος, αλλά ακόμα και αυτή η πρακτική σύντομα χαλάρωσε στην πράξη. Ο Φραγκίσκος πέθανε το 1226, τιμώμενος αλλά χωρίς επιρροή. Η διαθήκη του συνιστούσε στους αδελφούς να ακολουθούν τον κανόνα του τάγματος και να μην έχουν περιουσία. Ωστόσο, πολλοί έλκονταν από τα ιδανικά του Φραγκίσκου, χωρίς όμως να τα ακολουθούν μέχρι την ακραία λογική τους συνέπεια, όπως έκανε εκείνος. Παρά την πνευματικότητά του, ο Φραγκίσκος έβλεπε με δυσπιστία την παιδεία· ωστόσο, τόσο οι Φραγκισκανοί όσο και οι Δομινικανοί γρήγορα ίδρυσαν σχολές και ορισμένοι έπαιξαν ενεργό ρόλο ως θεολόγοι στα πανεπιστήμια. Είδαμε ότι ενώ οι Φραγκισκανοί συνήθως υιοθετούσαν μια αυγουστίνεια, νεοπλατωνική οπτική, οι Δομινικανοί πρωτοστάτησαν στην εισαγωγή του αριστοτελικού έργου στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα των πανεπιστημίων. Οι Δομινικανοί ανέλαβαν τις διώξεις εις βάρος άλλων χριστιανών στην Ιερά Εξέταση —γι' αυτό και οι σύγχρονοί τους, παραφθείροντας την ονομασία τους, τους αποκαλούσαν Domini canes («λαγωνικά του Κυρίου» στα λατινικά)— ενώ οι Φραγκισκανοί φημίζονταν ως διώκτες των Εβραίων, κυρίως στη Γερμανία. Επιπλέον, κάποιοι Φραγκισκανοί χρησιμοποίησαν αργότερα τους όρκους της πενίας ως πρόσχημα για επαιτεία, γεγονός που προκάλεσε έντονη αποδοκιμασία, όπως στην περίφημη σάτιρα του «Αδελφού» στις Ιστορίες του Καντέρμπουρυ του Τζέφρυ Τσώσερ. Ορισμένοι από τους δώδεκα μαθητές του Φραγκίσκου συνωμότησαν εναντίον του ώστε να αποκτήσουν τον έλεγχο του τάγματος, προφανώς με την ενθάρρυνση του καρδιναλίου Ουγκολίνο, του μετέπειτα πάπα Γρηγορίου Θ' (1227-1241). Ο Ουγκολίνο, που θαύμαζε ειλικρινά τον Φραγκίσκο, είχε αντιληφθεί ότι το κίνημά του μπορούσε να εξυπηρετήσει άριστα την Εκκλησία, αλλά δεν μπορούσε να κατανοήσει τον Φραγκίσκο ως άνθρωπο. Ο Φραγκίσκος κηρύχθηκε άγιος το 1228, δύο μόλις χρόνια μετά το θάνατό του. Το 1230, ο Γρηγόριος Θ' αποφάνθηκε ότι η διαθήκη του Φραγκίσκου δεν ήταν πλέον δεσμευτική για τους διαδόχους του. Έτσι, επέτρεψε στους επαίτες μοναχούς να κατέχουν περιουσία, κάνοντας τη διάκριση μεταξύ ιδιοκτησίας και χρήσης, ώστε η περιουσία να τίθεται υπό την επιμέλεια ενός τρίτου μέρους. Το 1245, ο Ιννοκέντιος Δ' προσέφερε στη Ρώμη την επιμέλεια των περιουσιών που είχαν κληροδοτηθεί στους αδελφούς. Λίγο μετά το θάνατο του Φραγκίσκου, το τάγμα διασπάστηκε σε δύο κλάδους, τους Μοναστικούς, που προτιμούσαν να ακολουθούν τον κανόνα του 1223 και την παπική ερμηνεία του, και τους Πνευματικούς Φραγκισκανούς, που επιθυμούσαν να συμμορφωθούν με τη διαθήκη του Φραγκίσκου και έμειναν πιστοί στα ιδεώδη της αποστολικής πενίας. Για να είμαστε δίκαιοι απέναντι στους Μοναστικούς, πρέπει να πούμε ότι το ιδεώδες του Φραγκίσκου στην πιο καθαρή του μορφή, που θα εμπόδιζε τους Φραγκισκανούς ακόμα και να κατέχουν τα κοινόβιά τους, δεν ήταν εύκολο να εφαρμοστεί στην πράξη, καθώς το τάγμα, που περιλάμβανε χιλιάδες μέλη, είχε να εκτελέσει μια αποστολή και χρειαζόταν καθοδήγηση. Οι Μοναστικοί όμως προσπάθησαν να κάνουν δύσκολη τη ζωή των Πνευματικών και τους κατηγόρησαν για αιρετικούς. Οι Μοναστικοί εμπλέχθηκαν σε σκάνδαλα που αφορούσαν τον αδελφό Ηλία, έναν από τους δώδεκα αρχικούς μαθητές του Φραγκίσκου, ο οποίος έγινε γενικός μάγιστρος το 1232 αλλά αναγκάστηκε να παραιτηθεί το 1239 και τελικά αφορίστηκε. Το 1248, η εκλογή του Ιωάννη της Πάρμας, ενός διδάκτορα της θεολογίας, στη θέση του γενικού μαγίστρου φάνηκε να προμηνύει μια οριστική μετατόπιση προς τον κλάδο των Πνευματικών. Αλλά ο Ιωάννης απομακρύνθηκε εξαιτίας ενός σκανδάλου που αφορούσε τη μυστικιστική θεολογία του Ιταλού μοναχού Ιωακείμ της Φλόρας (πέθανε το 1202). Οι χιλιαστικές ιδέες, δηλαδή περί συντέλειας του κόσμου στα τέλη της χιλιετίας, ήταν διαδεδομένες από τον 10ο αιώνα, αλλά οι βίαιες συγκρούσεις μεταξύ αυτοκρατορίας και παπισμού, καθώς και η κατά τα φαινόμενα επιδείνωση των συνθηκών ζωής τους έδωσαν νέα πνοή. Στηριγμένος στους μυστικιστικούς αριθμούς επτά και τρία, ο Ιωακείμ επινόησε ένα σχήμα με σαράντα δύο συμβολικούς μήνες που περιλάμβαναν χίλιες διακόσιες εξήντα ημέρες της ιστορίας της ανθρωπότητας. Η ιστορία διαιρέθηκε σε τρεις εποχές, που αντιστοιχούσαν στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Κάθε εποχή είχε σαράντα δύο γενιές, είκοσι μία της έναρξης και άλλες τόσες της εκπλήρωσης. Ο Ιωακείμ υπολόγιζε ότι η βασιλεία του Υιού θα διαρκούσε μέχρι το 1260, όταν θα άρχιζε, όχι η συντέλεια του κόσμου, αλλά η εποχή του Αγίου Πνεύματος. Πολλοί Πνευματικοί Φραγκισκανοί έκαναν τις δικές τους προφητείες και, ερμηνεύοντας τους υπολογισμούς του Ιωακείμ, θεώρησαν ότι αυτοί θα ήταν οι φορείς του Αγίου Πνεύματος στη νέα εποχή, όταν θα έληγε η φαυλότητα. Ωστόσο, από το 1254 ξέσπασε ένας κύκλος ταραχών με την έκδοση του Βιβλίου του διαρκούς ευαγγελίου, που αποτελούνταν από το έργο του Ιωακείμ και τα εξηγητικά σχόλια του Γεράρδου του Μπόργκο Σαν Ντοννίνο, ενός στενού φίλου του Ιωάννη της Πάρμας. Το βιβλίο αυτό περιείχε οξύτατες αντικληρικές και αντιπαπικές αιχμές και προέβλεπε ότι ένας οπαδός της σιμωνίας θα αναγορευόταν πάπας το 1260. Οι Πνευματικοί Φραγκισκανοί εκτέθηκαν ανεπανόρθωτα, και ο Ιωάννης της Πάρμας αναγκάστηκε, το 1257, να παραχωρήσει το αξίωμα του γενικού μαγίστρου του τάγματος στον άγιο Μποναβεντούρα. Ο άγιος Μποναβεντούρα πίστευε ότι η φτώχεια και η διανοητική δραστηριότητα δεν ήταν ασύμβατες και προσπάθησε να αμβλύνει τις τριβές στο εσωτερικό του τάγματος. Το 1260 σημαδεύτηκε από σημαντικές εξελίξεις. Το 1258 είχε σημειωθεί σιτοδεία και το 1259 πανώλη. Τα χρονικά της εποχής δείχνουν ότι οι λαϊκές μάζες στην Ιταλία είχαν επηρεαστεί από τον μυστικιστικό αριθμό 1260, καθώς διέβλεπαν κάποια εσχατολογική σημασία στην ήττα της γουελφικής φιλοπαπικής Φλωρεντίας από τον Μανφρέδο, νόθο γιο του Φρειδερίκου Β', στη μάχη του Μονταπέρτι που έγινε εκείνο το χρόνο. Ο Μανφρέδος φαινόταν έτοιμος να παλινορθώσει την αυτοκρατορία του «Αντιχρίστου» στην Ιταλία. Επίσης φαίνεται ότι ο Ιωακειμισμός συνδέθηκε με μια έκρηξη του αυτομαστιγώματος. Αυτή η πρακτική χρησιμοποιούνταν ως επιτίμιο επί αιώνες, ιδίως στα μοναστήρια, αλλά οι οργανωμένες λιτανείες των μετανοούντων που αυτομαστιγώνονταν δημόσια εμφανίστηκαν σε αρκετές πόλεις της βόρειας Ιταλίας το 1260. Μια τέτοια πορεία περιγράφει ο Φραγκισκανός Σαλιμπένης: Οι μετανοούντες έφταναν από παντού, και όλοι τους, μικροί και μεγάλοι, ευγενείς ιππότες και άνθρωποι του λαού, αυτομαστιγώνονταν γυμνοί καθώς πορεύονταν μέσα στις πόλεις, με επικεφαλής επισκόπους και ανθρώπους της Εκκλησίας... Και τη Δευτέρα, που ήταν η εορτή των Αγίων Πάντων, πορεύτηκαν από τη Μόδενα στο Ρήγιο, όλοι τους, μικροί και μεγάλοι. Μαζί τους και ο Δήμαρχος και ο Επίσκοπος και τα λάβαρα όλων των Συντεχνιών. Και αυτομαστιγώνονταν σε όλη την πόλη... Επιπλέον, αν κάποιος δεν αυτομαστιγωνόταν, οι άλλοι τον αντιμετώπιζαν σαν να ήταν χειρότερος από τον Διάβολο, και ήταν δακτυλοδειχτούμενος ως όργανο του Σατανά· και, το χειρότερο, σύντομα θα τον χτυπούσε κάποια συμφορά, είτε θάνατος είτε αρρώστια βαριά.34 Στις λιτανείες αυτές, που συνήθως οργανώνονταν από ιερείς, αλλά μερικές φορές και από επιφανείς λαϊκούς, συμμετείχαν πλήθη φτωχών ζηλωτών. Οι μετανοούντες συγκεντρώνονταν στις πύλες της πόλης και μετά έκαναν μια καθορισμένη πορεία προς το κέντρο της, αφαιρώντας τα ενδύματά τους καθ' οδόν και χτυπώντας το κορμί τους με μαστίγια. Το 1261-1262, οι Ιταλοί οργάνωσαν πορείες αύτομαστιγουμένων στις πόλεις της νότιας Γερμανίας και στη Ρηνανία, οι οποίες όμως γρήγορα απαγορεύτηκαν με την υποψία ότι ήταν αιρετικές. Το λαϊκό κίνημα υποχώρησε όταν έγινε σαφές ότι ο κόσμος θα παρέμενε ως είχε, αλλά οι πομπές των αυτομαστιγουμένων επανεμφανίζονταν σε περιόδους έντασης, όπως το 1296, όταν στη Ρηνανία σημειώθηκε ένας βαρύς λιμός, και το 1348. Μολονότι οι Πνευματικοί Φραγκισκανοί βρίσκονταν σε αμυντική θέση και μετά το 1260 υπέστησαν κάποιους διωγμούς, διατήρησαν την ανεξαρτησία τους. Στις αρχές του 14ου αιώνα, οι Ιταλοί Πνευματικοί οργανώθηκαν εκ νέου σε ένα ξεχωριστό τάγμα, τους «Μικρούς Αδελφούς» (Fraticelli). Το 1311 μια παπική επιτροπή αναγνώρισε επίσημα τους Πνευματικούς Φραγκισκανούς, αλλά νέες διώξεις εξαπολύθηκαν εναντίον τους στα χρόνια του πάπα Ιωάννη KB' (1316-1334). Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο γενικός μάγιστρος του τάγματος, Μιχαήλ της Τσεζένας, καθώς και πολλοί Πνευματικοί στράφηκαν υπέρ του αντιπάλου του πάπα αυτοκράτορα Λουδοβίκου της Βαυαρίας, και η διαμάχη αυτή κράτησε μέχρι τον 15ο αιώνα. Οι επαίτες αντιλαμβάνονταν την αποστολή τους ως εκτελεστέα μέσα στον κόσμο, και όχι στην απομόνωση και την περισυλλογή. Επίσης έκριναν πως η μίμηση του Χριστού περιλάμβανε και το κήρυγμα, και η αυξανόμενη σημασία των κηρυγμάτων στη θρησκευτική πρακτική οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στη δική τους επίδραση. Οι σχέσεις τους με τους κληρικούς ήταν αρχικά αρμονικές αλλά σύντομα οξύνθηκαν λόγω του ανταγωνισμού για δωρεές και πιστούς. Ένα σημαντικό σημείο τριβής ήταν η διείσδυση των επαιτικών ταγμάτων στις επικερδείς επιχειρήσεις των κηδειών, που μέχρι πρότινος ήταν μονοπώλιο των ενοριακών ναών. Γύρω στο 1300 επιτεύχθηκε ένα ασταθής συμβιβασμός. Οι Δομινικανοί, το δεύτερο μεγάλο επαιτικό τάγμα, ονομάζονταν και Μαύροι Αδελφοί (από το χρώμα του ράσου τους) ή Αδελφοί Κήρυκες. Η προσωπικότητα του αγίου Δομίνικου (το οικογενειακό του όνομα Γκουθμάν προέρχεται από μεταγενέστερη παράδοση) είχε εντυπωσιάσει τους συγχρόνους του λιγότερο από του Φραγκίσκου. Ήταν Καστιλλιάνος, πιθανόν αριστοκρατικής καταγωγής, και κήρυττε κατά των Καθαρών στο Λανγκεντόκ. Ήταν πεπεισμένος πως ο μόνος τρόπος για την αποτελεσματική καταπολέμηση των αιρέσεων ήταν οι καθολικοί ιεραπόστολοι να συναγωνίζονται τους αιρετικούς στην αγνότητα της ζωής τους και στη γνώση του δόγματος. Ο άγιος Δομίνικος δεν είχε υιοθετήσει τον όρκο της απόλυτης φτώχειας για τους οπαδούς του μέχρι που συνάντησε τον άγιο Φραγκίσκο το 1217. Αντίστοιχα, οι Δομινικανοί επηρέασαν τους Φραγκισκανούς, πολλοί από τους οποίους ήταν μέχρι τότε λαϊκοί, ώστε να γίνουν ιερείς. Οι Δομινικανοί ήταν λιγότερο δημοφιλείς από τους Φραγκισκανούς, καθώς είχαν σχεδόν τα μισά μοναστήρια από αυτούς, αλλά ήταν πολιτικά ισχυρότεροι λόγω της προστασίας που τους παρείχαν οι πάπες και των υπηρεσιών τους προς την Ιερά Εξέταση. Το 1215, το τάγμα των Δομινικανών υιοθέτησε τον κανόνα του Αυγουστίνου τον οποίο όμως μετέβαλε το 1220, μετατρέποντάς τον σε έναν πιο σύνθετο κανόνα, παρόμοιο με εκείνον που είχαν υιοθετήσει οι Φραγκισκανοί το 1223. Τα τελικά θεσπίσματα των Δομινικανών εγκρίθηκαν το 1228 από τη Γενική Σύνοδο, αλλά το πιθανότερο είναι ότι γράφτηκαν από τον ίδιο τον Δομίνικο. Οργανώθηκαν πριν από το 1300 σε δεκατρείς τομείς, που ο καθένας τους χωριζόταν σε τοπικά κύτταρα, τα κοινόβια. Σε κάθε επίπεδο εκλέγονταν προϊστάμενοι που ήταν υπόλογοι έναντι των εκλογέων τους. Ο γενικός μάγιστρος εκλεγόταν στη Γενική Σύνοδο. Θεωρητικά, η θέση του ήταν ισόβια, αλλά μπορούσε να ανακληθεί από τη Σύνοδο. Επίσης οι Δομινικανοί είχαν γυναικεία μοναστήρια και λαϊκούς αδελφούς, αλλά σε πολύ μικρότερη έκταση απ' ό,τι οι Φραγκισκανοί. Στη διάρκεια του 14ου αιώνα οι Δομινικανοί, των οποίων η ορθοδοξία (σε αντίθεση με τους Φραγκισκανούς) ουδέποτε είχε τεθεί υπό αμφισβήτηση, ανέλαβαν την επίβλεψη ορισμένων θρησκευτικών γυναικείων ομάδων, που ήταν συνδεδεμένες με αυτούς και θεωρούνταν ύποπτες για αιρετικές παρεκλίσεις, κυρίως των Βεγινών. Οι Φραγκισκανοί και οι Δομινικανοί δεν ήταν τα μοναδικά επαιτικά τάγματα. Στα μέσα του 12ου αιώνα ιδρύθηκε το τάγμα των Καρμηλιτών (της Παναγίας του όρους Καρμήλου) στην Παλαιστίνη, το οποίο μετά την άλωση της Ιερουσαλήμ μεταφέρθηκε στη Δύση. Ο κανόνας τους εγκρίθηκε το 1250. Οι Αδελφοί Αυγουστίνοι (το τάγμα των Αδελφών Ερημιτών του αγίου Αυγουστίνου), που πρέπει να τους διακρίνουμε από τους αυγουστινιανούς κανονικούς, εμφανίστηκαν αρχικά στη βόρεια Ιταλία και παρέμειναν κυρίως ιταλική ομάδα, αν και είχαν ορισμένα κοινόβια και στον Βορρά. Βεγίνες και Βεγάρδοι Καθώς υιοθετούσαν ορισμένα δόγματα των αιρετικών ενώ οργανωτικά εξακολουθούσαν να υπάγονται στη Ρώμη, τα επαιτικά τάγματα συνέβαλαν κάπως στην εκτόνωση της δυσαρέσκειας απέναντι στην Εκκλησία στις αρχές του 13ου αιώνα. Είχαν τεράστια λαϊκή απήχηση, ιδίως στις πόλεις, όπου οι ναοί ήταν ελλιπώς επανδρωμένοι εξαιτίας της δημογραφικής αύξησης. Ταυτόχρονα, τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα πυροδοτούσαν μια τάση εξέγερσης κατά της εξουσίας, στην οποία συγκαταλεγόταν και η Εκκλησία. Εντούτοις, στα μέσα του ίδιου αιώνα, οι Φραγκισκανοί και οι Δομινικανοί συχνά φαίνονταν να ασχολούνται περισσότερο με τους εσωτερικούς τους ανταγωνισμούς παρά με την ουσιαστική αποστολή τους. Μικρές διασπαστικές ομάδες, πολλές από τις οποίες είχαν τοπική βάση, έκαναν κηρύγματα, θεράπευαν τους ασθενείς και παρείχαν κάποιες υπηρεσίες στους φτωχούς χάρη σε μάλλον φτωχικές δωρεές που προέρχονταν από φιλάνθρωπους λαϊκούς. Οι Βεγίνες ήταν η ομάδα με τη μεγαλύτερη απήχηση. Ήταν μια λαϊκή αδελφότητα γυναικών που κατά κανόνα ζούσαν στις πόλεις ή στα περίχωρά τους στη βορειοδυτική Ευρώπη και η ζωή τους χαρακτηριζόταν από μια αθόρυβη ευλάβεια, περισυλλογή και φιλανθρωπία. Ήδη στις αρχές του 13ου αιώνα είχαν ιδρυθεί μοναστήρια Βεγινών, μερικά από τα οποία ήταν σαν πόλεις μέσα στις πόλεις. Οι Βεγίνες που ήταν έγκλειστες σε μοναστήρια έδιναν όρκο αγαμίας, αλλά μέχρι το 1312 τους επιτρεπόταν να ζουν εκτός μοναστηριών, στα δικά τους σπίτια. Οι περισσότερες Βεγίνες στις Κάτω Χώρες ήταν πιστές στον παπισμό, αλλά το πρόβλημα των αιρέσεων είχε πάρει σοβαρές διαστάσεις στη Ρηνανία. Δεν υπήρχε ένας γενικός κανόνας των Βεγινών, γεγονός που προκαλούσε την καχυποψία της Ρώμης. Μετά τις διώξεις εις βάρος κάποιων αιρετικών Βεγινών, το 1312, οι πάπες τις ανάγκασαν να τεθούν υπό την προστασία κάποιου επαιτικού τάγματος. Ορισμένες Βεγίνες γίνονταν Μετανοούσες Αδελφές, συνήθως των Φραγκισκανών, αν και οι πάπες προτιμούσαν τους Δομινικανούς στους οποίους είχαν αναθέσει, τον 13ο αιώνα, την προστασία των γυναικείων μοναστηριών. Οι Βεγάρδοι θεωρούνταν ακόμα πιο ύποπτοι για δογματικές παρεκκλίσεις. Τα μέλη αυτού του ανδρικού τάγματος συμμερίζονταν πολλές ιδέες των Βεγινών, αλλά σε μια πολύ πιο επαναστατική εκδοχή. Τελικά, σε ορισμένες πόλεις, οι συντεχνίες των υφαντουργών ανέλαβαν τη διεύθυνση των μοναστηριών των Βεγάρδων. Πολλοί Βεγάρδοι είχαν διασυνδέσεις με τους αντιονοματιστές και αντικληρικούς αιρετικούς του «Ελεύθερου Πνεύματος», μια χαλαρή ομάδα χωρίς κοινό δόγμα που είχε πολλά μέλη στη Ρηνανία κατά τη διάρκεια του 14ου αιώνα. Οι Εβραίοι κατά τα μέσα του Μεσαίωνα Το εκκλησιαστικό κατεστημένο, που κατέπνιγε τόσο την ανοιχτή διαφωνία όσο και τις καλοπροαίρετες απόψεις τις οποίες θεωρούσε ύποπτες, πρωτοστάτησε στην επίθεση κατά των μουσουλμάνων στην Ισπανία και τη Σικελία. Επομένως, δεν μας εκπλήττει το γεγονός ότι η συρρικνούμενη ανοχή έναντι των Εβραίων είχε οδηγήσει σε εξεγέρσεις στα τέλη του 11ου αιώνα και σε ανοιχτές διώξεις εκ μέρους των πολιτικών αρχών κατά τον 12ο αιώνα. Στην Ισπανία, οι Βησιγότθοι είχαν ήδη εξαπολύσει διωγμούς κατά των Εβραίων στις αρχές του 7ου αιώνα, αλλά οι μουσουλμάνοι ηγεμόνες ήταν πολύ πιο ανεκτικοί. Οι Εβραίοι ευημερούσαν και κατείχαν υψηλές θέσεις στην αυλή του χαλίφη και στα εκπαιδευτήρια. Ο 11ος αιώνας ήταν το κορύφωμα της άνθησης των εβραϊκών γραμμάτων στην Ισπανία. Ο Σολομών ιμπν Γκαμπιρόλ (περί το 1021-1058) έγραψε τον Κρουνό της ζωής, μια φιλοσοφική πραγματεία σε μορφή λυρικής ποίησης. Ήταν το πρώτο σημαντικό έργο φιλοσοφικού στοχασμού στη Δύση μετά την εποχή του Ιωάννη Σκότου Εριγένη. Τον 12ο αιώνα, ο Ιούδας Χαλεβί έγραψε λυρική ποίηση και φιλοσοφία. Η αναβίωση των ιουδαϊκών γραμμάτων τερματίστηκε τον 12ο αιώνα, όταν οι Αλμοχάδες έκλεισαν τα σχολεία και τις συναγωγές. Χωρίς να ξέρουν ποια θα ήταν η τραγική τους κατάληξη, οι Εβραίοι κατέφυγαν στην Καστίλλη, που τότε ήταν πιο ανεκτική απέναντί τους, και το Τολέδο έγινε το κύριο κέντρο των εβραϊκών σπουδών στην Ισπανία. Το έργο μεσαιωνικής εβραϊκής φιλοσοφίας που άσκησε τη μεγαλύτερη επίδραση στους χριστιανούς διανοουμένους ήταν ο Οδηγός του αμφιβάλλοντος του Μωυσή Μαϊμονίδη (1135-1204), ο οποίος είχε γεννηθεί στην Κόρδοβα αλλά αναγκάστηκε να καταφύγει στην Αίγυπτο εξαιτίας της εχθρότητας των Αλμοχαδών. Το έργο αυτό έχει τη μορφή πραγματείας, που εξηγεί δύσκολους όρους και έννοιες σε κάποιον εγγράμματο Εβραίο που ίσως αλλιώς να δυσκολευόταν να συμφιλιώσει τη λογική με την πίστη. Ο άγιος Θωμάς Ακινάτης στηρίχτηκε στις τροποποιήσεις που έκανε ο Μαϊμονίδης στον Αριστοτέλη, καθώς και στον τρόπο με τον οποίον χρησιμοποίησε τη λογική, έστω και αν την υπέταξε στην πίστη. Οι Εβραίοι ήταν ιδιαιτέρως πολυάριθμοι στη μουσουλμανική Ισπανία, όπου η παρουσία τους ήταν ανεκτή επί πολύ περισσότερο καιρό από οπουδήποτε αλλού. Στις Κάτω Χώρες και την Ιταλία, οι Εβραίοι ήταν σχετικά ολιγάριθμοι, τον 11ο αιώνα όμως υπήρχαν εβραϊκές παροικίες στις περισσότερες πόλεις της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας. Στην αρχή φαίνεται ότι ζούσαν ανενόχλητοι ανάμεσα στους χριστιανικούς πληθυσμούς. Οι ραβίνοι τους ενθάρρυναν να ζουν στις δικές τους συνοικίες, όχι τόσο από το φόβο διωγμών από τους χριστιανούς όσο για να διευκολύνεται η τήρηση των διατροφικών και τελετουργικών κανόνων της πίστης τους και να αποφεύγονται οι επιγαμίες με χριστιανούς· δυστυχώς, αυτή η στενή γειτνίαση διευκόλυνε αργότερα τους όχλους να τους παγιδεύσουν. Μάλιστα, κατά τον 11ο αιώνα σημειώθηκε αναβίωση των σπουδών του Ταλμούδ στη Ρηνανία, ενώ στη Γαλλία δημιουργήθηκε η Καβάλα, το σύστημα της ερμηνείας των γραφών. Ο Γκέρσομ της Μαγεντίας ίδρυσε σχολές και εξέδωσε σημαντικές «απαντήσεις», που εξυπηρετούσαν τους ίδιους σκοπούς με τα «δεκρετάλια» των χριστιανών. Ο Σολομών μπεν Ισαάκ της Τρουά, γνωστός και ως Ρασής, σπούδασε στις σχολές της Ρηνανίας, και μετά επέστρεψε στην πατρίδα του όπου ζούσε με τα έσοδα από τους αμπελώνες της οικογένειάς του ενώ δίδασκε και έκανε επιμέλεια κειμένων. Οι ερμηνείες που έκανε στο Ταλμούδ χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα. Σε πολλές κοινότητες υπήρχαν έξω από τα γκέτο (για την ετυμολογία της λέξης έχουν διατυπωθεί διάφορες υποθέσεις) «εβραϊκές οδοί», αν και γενικά διάφορες επαγγελματικές ομάδες έτειναν να κατοικούν στην ίδια περιοχή ανάλογα με την απασχόλησή τους, π.χ. «οδός Γναφέων» ή «οδός Τσαγκαράδων». Οι εβραϊκές οδοί βρίσκονταν συνήθως στα περίχωρα έξω από τον αρχικό περιτειχισμένο πυρήνα της πόλης, αλλά κοντά στις παλαιές οχυρώσεις όπου ήταν χτισμένες οι μεγαλύτερες εκκλησίες και η κατοικία του τοπικού άρχοντα και, σε ορισμένες περιπτώσεις, εντός των ίδιων των οχυρώσεων της πόλης. Στη διάρκεια του πρώιμου Μεσαίωνα, χάρη στις επαφές τους με την Ανατολή, οι Εβραίοι της Ισπανίας συγκέντρωσαν μεγάλες ποσότητες χρυσού από το εμπόριο μακρινών αποστάσεων. Σε αντίθεση με τους χριστιανούς, δεν σπαταλούσαν τα χρήματά τους σε ανταλλαγές αγαθών και έτσι διέθεταν κεφάλαιο προς δανεισμό. Φαίνεται ότι η ευημερία που γνώρισαν οι Εβραίοι ήταν ανάλογη με την οικονομική ανάπτυξη της εποχής. Είχαν διατυπωθεί παράπονα κατά της πρακτικής ορισμένων επισκόπων να δανείζονται χρήματα από Εβραίους. Με την τόνωση της οικονομίας, πολλοί Εβραίοι εγκαταστάθηκαν στον Βορρά, πρώτα στη Γερμανία και μετά στη Δύση. Επίσης συναντάμε Εβραίους στις πόλεις της Καμπανίας, όπου τον 12ο αιώνα καθιερώθηκαν οι εμποροπανηγύρεις. Ωστόσο, καθώς και οι χριστιανοί άρχιζαν να δανείζουν χρήματα, οι Εβραίοι δεν ήταν πια τόσο απαραίτητοι για τις πιστώσεις μικρής κλίμακας, και οι θρησκευτικοί ζηλωτές άρχισαν να τους κάνουν τη ζωή δύσκολη. Μετά το 1100, ίσως εξαιτίας της ανασφάλειάς τους, οι Εβραίοι συνήθως δέχονταν μόνο κινητή περιουσία και όχι γη ως εγγύηση για παροχή δανείων, και άρχισαν να παρέχουν μόνο βραχυπρόθεσμη πίστωση για μικρά ποσά, ιδίως μετά την απαγόρευση της επιβολής τοκοχρεολυσίων στη Γαλλία το 1206. Είδαμε ότι στη διάρκεια των σταυροφοριών πληθαίνουν οι εκρήξεις εχθρότητας κατά των Εβραίων, οι οποίες συχνά πυροδοτούνταν από δημαγωγούς ιερείς και μοναχούς. Το 1078 ο πάπας Γρηγόριος Ζ' απαγόρευσε στους χριστιανούς να απασχολούν Εβραίους, και έγιναν σφαγές Εβραίων στη Ρηνανία, η μεγαλύτερη από τις οποίες ήταν στη Μαγεντία. Οι ηγεμόνες άρχισαν να παραγράφουν χρέη που όφειλαν οι σταυροφόροι στους Εβραίους. Η δεύτερη σταυροφορία έφερε περισσότερα πογκρόμ· μάλιστα, μια φυσιογνωμία του διαμετρήματος του ηγουμένου του Κλουνύ συνέστησε στον βασιλιά Λουδοβίκο Ζ' την εξόντωσή τους. Ο αυτοκράτορας Κορράδος Γ' ανάγκασε τους Εβραίους να εξαγοράσουν από αυτόν την προστασία τους. Οι Εβραίοι δέχονταν ταπεινώσεις και προσβολές σχεδόν παντού, ιδίως στις περιόδους των θρησκευτικών εορτασμών. Το περιπτωσιακό πρόβλημα έγινε μόνιμο στα τέλη του 12ου αιώνα, στην εποχή του βασιλιά Φιλίππου Β' Αυγούστου της Γαλλίας, που διεκδίκησε την ιδιότητα του θεματοφύλακα της πίστης. Η έκφραση «ο Εβραίος μου» εμφανίζεται σε βασιλικά έγγραφα από τα τέλη του 12ου αιώνα· καθώς οι Εβραίοι ήταν τώρα δουλοπάροικοι του βασιλιά, η περιουσία τους μπορούσε να κατασχεθεί. Ο Φίλιππος δήμευσε πρώτη φορά τα κεφάλαιά τους λίγο καιρό μετά τη στέψη του το 1180. Το 1182 τους εξόρισε από το βασίλειο και τους επέτρεψε να επιστρέψουν μόνο το 1198. Ο βασιλιάς εκμεταλλεύτηκε την απουσία ορισμένων βαρόνων σε σταυροφορία για να ασκήσει ξανά διώξεις κατά των Εβραίων τους οποίους εκείνοι προστάτευαν στις ηγεμονίες τους. Ενώ η Εκκλησία αρχικά είχε δείξει ανοχή, η τέταρτη σύνοδος του Λατερανού, το 1215, διέγραψε τα χρέη που οφείλονταν σε Εβραίους, τους υποχρέωσε να φορούν το έμβλημα της ντροπής και τους απαγόρευσε να επιβάλλουν υψηλό επιτόκιο, να κατέχουν δημόσιο αξίωμα ή να προσλαμβάνουν χριστιανούς υπηρέτες. Το 1267 μια σύνοδος στη Βιέννη τους υποχρέωσε να φορούν κωνικούς σκούφους. Το 1223 ο βασιλιάς Λουδοβίκος Η' της Γαλλίας κατάργησε την επιβολή πληρωμής των χρεών σε Εβραίους από τα βασιλικά δικαστήρια, αν και ορισμένοι μεγάλοι ηγεμόνες, κυρίως οι κόμητες της Καμπανίας, αρνήθηκαν να εφαρμόσουν αυτό το διάταγμα. Το 1235, και ξανά το 1253, ο άγιος Λουδοβίκος Θ', που πίστευε ότι ο Θεός θα τον έκρινε επειδή ανεχόταν τους Εβραίους, απαγόρευσε τη χρέωση με τόκο από Εβραίους. Με την παρότρυνση των ισχυρών Φραγκισκανών, ο Λουδοβίκος οργάνωσε δημόσιες συζητήσεις γύρω από το ερώτημα αν το Ταλμούδ διέσυρε τον χριστιανισμό. Καθώς το πόρισμα δεν άφηνε αμφιβολίες, ο Λουδοβίκος διέταξε την καύση των εβραϊκών κειμένων το 1242 και το 1244, εξόρισε τους Εβραίους από τα εδάφη του και το 1254 απαγόρευσε το Ταλμούδ. Οι Εβραίοι κατηγορήθηκαν ότι βεβήλωναν την όστια και ότι ασκούσαν στη μετουσιωμένη όστια μια πρακτική που σήμερα θα τη λέγαμε «μαύρη μαγεία» (βουντού) για να βασανίσουν τον Χριστό. Όταν διατυπώθηκε για πρώτη φορά αυτή η κατηγορία στη Γαλλία το 1290, είπαν ακόμα και ότι η όστια είχε ματώσει. Μετά από μια τέτοια κατηγορία, το 1298 εξοντώθηκαν οι Εβραίοι του Ρόττινγκεν στη Φραγκονία, και έτσι εγκαινιάστηκαν έξι μήνες τρόμου που επεκτάθηκε σε πάνω από εκατό κοινότητες. Άλλες εξεγέρσεις ξέσπασαν όταν βρέθηκαν πτώματα παιδιών, ιδίως αγοριών, στα οποία οι Εβραίοι είχαν κατηγορηθεί ότι ήθελαν να κάνουν περιτομή. Αν και δεν υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία, οι Εβραίοι κατηγορήθηκαν ως δολοφόφοι. Μολονότι ο βασιλιάς Φίλιππος Δ' (1285-1314) αρχικά προσπάθησε να μετριάσει την αυστηρότητα των μέτρων κατά των Εβραίων, η λαϊκή κατακραυγή εναντίον τους φούντωσε στη δεκαετία του 1290. Ενώ το έναυσμα για την κακομεταχείριση των Εβραίων φαίνεται ότι παλαιότερα προερχόταν από τη μοναρχία, τώρα οι τοπικές κοινότητες πλήρωναν τον βασιλιά ώστε να εκδιώξει τους Εβραίους για λογαριασμό τους. Το 1306 ο Φίλιππος Δ' εξόρισε τους Εβραίους από το βασίλειό του. Η κυβέρνηση εξακολουθούσε να καταμετρά τα έσοδα από την απροσδόκητη εισροή εβραϊκών περιουσιών, ως τη δεκαετία του 1320. Αν και αργότερα επιτράπηκε ξανά η είσοδος των Εβραίων στη Γαλλία υπό ταπεινωτικούς περιορισμούς, λίγοι υπέκυψαν στον πειρασμό. Ακόμα και στη σχετικά μη αστικοποιημένη βόρεια Αγγλία υπήρχαν μεγάλες εβραϊκές παροικίες στο Λίνκολν και την Υόρκη, όπου το 1190 σημειώθηκαν σοβαρές ταραχές. Ο βασιλιάς Ιωάννης έπληξε τους Εβραίους με οικονομικές απαιτήσεις, και το 1230 η βασιλική κυβέρνηση δήμευσε το ένα τρίτο των εβραϊκών περιουσιών. Οι Εβραίοι θεωρούνταν δούλοι· το 1255, ο Ερρίκος Γ' πούλησε όλα τα δικαιώματά του επί των Εβραίων για ένα χρόνο αντί 5.000 μάρκων. Τόσο η Μεγάλη Χάρτα όσο και οι Διατάξεις της Οξφόρδης του 1258 περιόριζαν τις υποχρεώσεις των βαρονικών οικογενειών έναντι των Εβραίων πιστωτών. Το 1275 ο βασιλιάς Εδουάρδος Α' απαγόρευσε κάθε επιβολή επιτοκίου και τελικά εξεδίωξε τους Εβραίους το 1290. Μπροστά στην εχθρότητα και στους κινδύνους για τη ζωή τους που αντιμετώπιζαν στη Γαλλία και την Αγγλία, οι Εβραίοι κατέφυγαν στη λιγότερο ανεπτυγμένη Ανατολή όπου ορισμένοι ηγεμόνες τους υποδέχτηκαν θερμά. Το 1244 ο δούκας της Αυστρίας τους παραχώρησε ένα προνόμιο που τους επέτρεπε να δανείζουν με τόκο. Επίσης τους έθεσε υπό την προστασία του και εγγυήθηκε τα χρέη τους. Τα περισσότερα γκέτο ήταν φτωχά και συνωστισμένα, αλλά ορισμένα ήταν πιο πλούσια, όπως το γκέτο της Πράγας. Εκεί οι Εβραίοι είχαν τη δική τους «πόλη» που περιλάμβανε τέσσερα κτίρια συντεχνιών και αρκετές συναγωγές. Οι εβραϊκές κοινότητες ήταν πιο ευάλωτες στη γερμανική Ρηνανία όπου το 1336 σημειώθηκαν σφαγές. Το 1348 οι Εβραίοι κατηγορήθηκαν ως υπαίτιοι για τον Μαύρο Θάνατο και, όπως ήταν αναμενόμενο, σφαγιάστηκαν. Έτσι, οι Εβραίοι ζούσαν όλο και πιο απομονωμένοι σε περιτειχισμένα γκέτο. Πολλοί δεν μιλούσαν τη γλώσσα του τόπου όπου κατοικούσαν, και τον 15ο αιώνα τα γίντις, μια σύνθεση της βόρειας γερμανικής διαλέκτου με εβραϊκά και αλλά στοιχεία, είχαν διαδοθεί στα γκέτο της ανατολικής Ευρώπης. Με τη μοίρα των Εβραίων ήδη έχουμε διαβεί το όριο του 14ου αιώνα, μιας εποχής αναστάτωσης και κρίσεων. Τα πρότυπα της οικονομίας και της σκέψης, καθώς και οι κυβερνητικοί θεσμοί και οι κοινωνικές δομές, άλλαξαν εκ βάθρων. Το βιβλίο αυτό κλείνει με την εξέταση αυτών των αλλαγών. ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Henry Bettenson (επιμ.), Documents of the Christian Church, Οξφόρδη, Oxford University Press, 2 Peter Brown, Religion and Society in the Age of Saint Augustine, Λονδίνο, Faber & Faber, 1972. 1967. —The Cult of the Saints: Its Rise and Function in Latin Christianity, Σικάγο, University of Chicago Press, 1981. —Society and the Holy in Late Antiquity, Berkeley, University of California Press, 1982. Henry Chadwick, The Early Church, Harmondsworth, Penguin, 1967. Margaret Deanesley, A History of the Medieval Church 590-1500, Λονδίνο, Methuen, 2 Eleanor Shipley Duckett, The Wandering Saints of the Early Middle Ages, Νέα Υόρκη, W. W. Norton, 1964. 1969. Robert M. Grant, Early Christianity and Society: Seven Studies, Νέα Υόρκη, Harper & Row, 1977. J. N. Hillgarth (επιμ.), Christianity and Paganism, 350-750: The Conversion of Western Europe, Φιλαδέλφεια, University of Pennsylvania Press, 1986. C. H. Lawrence, Medieval Monasticism: Forms of Religious Life in Western Europe in the Middle Ages, Λονδίνο, Longman, 1984. Wayne A. Meeks, The First Urban Christians: The Social World of the Apostle Paul, New Haven, Yale University Press, 1983. Jaroslav Pelikan, The Christian Tradition: A History of the Development of Doctrine, 4 τόμοι, Σικάγο, University of Chicago Press, 1971-1983. —Jesus through the Centuries: His Place in the History of Culture, New Haven, Yale University Press, 1985. Edward Peters (επιμ.), Monks, Bishops and Pagans: Christian Culture in Gaul and Italy, 500-700, Φιλαδέλφεια, University of Pennsylvania Press, 1975. Ε. Κ. Rand, Founders of the Middle Ages, Cambridge, Mass., Harvard University Press, 1928. Jeffrey Burton Russel, A History of Medieval Christianity: Prophecy and Order, Νέα Υόρκη, Thomas Y. Crowell, 1968. J. C. W. Wand, A History of Early Church to AD 500, Λονδίνο, Methuen, 4 1963. * Το κείμενο του φίλου συγγραφέα και μεταφραστή Φοίβου Πιομπίνου πρωτοδημοσιεύτηκε στὸ περιοδικὸ Ἐμβόλιμον, τχ 60, Χειμώνας 2010 – Ἄνοιξη 2011, σσ. 45-57.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου