Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2016

Οι συντεχνίες στις ιταλικές πόλεις

Στις ιταλικές πόλεις οι δημοτικές αρχές κατά κανόνα στηρίζονταν στις οργανώσεις των τεχνιτών. Ομάδες συντεχνιών είχαν το δικαίωμα να κατέχουν ορισμένες έδρες του συμβουλίου. Στις συντεχνίες των τεχνιτών συναντάμε μια περίτεχνη ιεραρχία κοινωνικής θέσης, καθώς τα μέλη τους δεν ήταν όλοι χειρώνακτες. Στη Φλωρεντία, λόγου χάριν, υπήρχαν επτά «μεγάλες» συντεχνίες, μια από τις οποίες ήταν των δικαστών και συμβολαιογράφων. Το 1293 είχαν αναγνωριστεί επίσημα άλλες πέντε «μεσαίες» συντεχνίες και εννέα «κατώτερες». Σε κάθε συντεχνία υπήρχαν διαβαθμίσεις μεταξύ των μελών: από τους πλούσιους χονδρεμπόρους που έλεγχαν την προσφορά μέχρι τους πιο φτωχούς τεχνίτες που ουσιαστικά παρήγαν τα αγαθά. Στις βόρειες πόλεις, αφότου οι συντεχνίες των τεχνιτών απέκτησαν πολιτική εξουσία τον 14ο αιώνα, οι συντεχνίες του τύπου τον οποίο συναντήσαμε νωρίτερα στην Ιταλία κυριάρχησαν στις περισσότερες διοικήσεις των πόλεων. Παράλληλα με τις διαβαθμίσεις κύρους μεταξύ των διαφόρων συντεχνιών, οι περισσότερες είχαν και εσωτερική ιεραρχία με μάστορες, κάλφες και μαθητευόμενους. Οι μαθητευόμενοι ήταν νεαρά άτομα, συνήθως αγόρια, που μαθήτευαν πλάι σ' εναν μάστορα, συνήθως στην αρχή της εφηβείας τους, αφού είχαν μάθει μερικά γράμματα στο σχολείο. Αρχικά ο μαθητευόμενος εκτελούσε στο κατάστημα του μάστορα χειρωνακτικές εργασίες που δεν απαιτούσαν ιδιαίτερη ειδίκευση, αλλά με τον καιρό μάθαινε την τεχνική του επαγγέλματος. Η διάρκεια της μαθητείας παρουσίαζε μεγάλη διακύμανση μεταξύ των διαφόρων συντεχνιών και των διαφόρων πόλεων, από ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα δύο ετών, που απαιτούσαν πολλοί ξυλουργοί, μέχρι οκτώ χρόνια ή και περισσότερα για έναν έμπειρο χρυσοχόο.
Μετά την ολοκλήρωση της επαγγελματικής εκπαίδευσης, ο μαθητευόμενος εργαζόταν συνήθως ως μισθωτός τεχνίτης ή μεροκαματιάρης. Όταν ένας μάστορας χρειαζόταν πρόσθετους εργάτες, προσλάμβανε τεχνίτες σε ημερήσια ή εβδομαδιαία βάση, αλλά η σταθερή απασχόληση ήταν σπάνια. Ένας μισθωτός τεχνίτης μπορούσε να κάνει οικονομίες και να προσπαθήσει να γίνει κάποια στιγμή μάστορας, αλλά στα τέλη του 13ου αιώνα αυτό ήταν πια μάλλον δύσκολο, και πολλοί τεχνίτες εργάζονταν όλη τους τη ζωή ως μεροκαματιάρηδες. Ωστόσο, ένας νέος με τις κατάλληλες διασυνδέσεις μπορούσε και να παρακάμψει το στάδιο της παροχής μισθωτής εργασίας και να γίνει μάστορας μετά τη μαθητεία του. Ο μάστορας ήταν μέλος της συντεχνίας με πλήρη δικαιώματα. Είχε το δικαίωμα να διατηρεί δικό του κατάστημα, να προσλαμβάνει μισθωτούς τεχνίτες και να εκπαιδεύει μαθητευόμενους. Στο ξεκίνημα της σταδιοδρομίας του, ο μάστορας έπρεπε να παρουσιάσει στους παλαιότερους μάστορες της συντεχνίας το «αριστοτέχνημά» του (για παράδειγμα, ένα κομμάτι ύφασμα υφασμένο σύμφωνα με τις ακριβείς τεχνικές προδιαγραφές που απαιτούσε η συντεχνία των υφαντουργών). Τον 14ο αιώνα, πολλά επαγγέλματα δεν απαιτούσαν πια την επίδειξη του αριστοτεχνήματος ή απλώς τη χρησιμοποιούσαν ως πρόσχημα για να αποκλείουν ανεπιθύμητα πρόσωπα· επειδή ακόμα και τον 13ο αιώνα οι περισσότερες οργανώσεις τεχνιτών προτιμούσαν να παρέχουν το δικαίωμα του μέλους στους γιους των τεχνιτών που ήδη ανήκαν στη συντεχνία, είτε παρακάμπτοντας τον κανονισμό περί «αριστοτεχνήματος» είτε, πράγμα που ήταν και το συνηθέστερο, μειώνοντας την υψηλή συνδρομή που απαιτούνταν για την εγγραφή των νέων μαστόρων. Τούτο δεν σήμαινε ότι μόνο οι μάστορες έβρισκαν δουλειά, αλλά μάλλον ότι υπήρχε ένα περιοριστικό «πλαφόν» για τα περισσότερα μη μέλη της συντεχνίας, τα οποία ποτέ δεν μπορούσαν να ανέβουν υψηλότερα από τη βαθμίδα του μισθωτού τεχνίτη και επομένως είχαν τη αβεβαιότητα της προσωρινής, εξαρτημένης απασχόλησης. Το πρόβλημα της κληρονομικής ιδιότητας του μάστορα πήρε πιο σοβαρές διαστάσεις μετά το 1300 και ιδίως κατά τον 15ο αιώνα.
Οι διοικήσεις των πόλεων στη μεσαιωνική Ευρώπη ασκούσαν αυστηρό έλεγχο στις δραστηριότητες των επιτηδευματιών. Οι περισσότερες συντεχνίες ρύθμιζαν τα ημερομίσθια, τα ωράρια και τους όρους εργασίας του κλάδου τους και επέβλεπαν την ποιότητα της εργασίας των μελών τους. Συχνά όμως εξέδιδαν κανονισμούς και τα συμβούλια των πόλεων, ιδίως για τα επαγγέλματα που παρήγαν εξαγώγιμα προϊόντα, όπως υφάσματα, και τα οποία απαιτούσαν την εργασία πολυάριθμων ειδικών προτού εξαχθούν από την πόλη. Αφού τα υφάσματα και τα άλλα προϊόντα είχαν περάσει από την επιθεώρηση των αρμόδιων αρχών και μπορούσαν να εξαχθούν, σφραγίζονταν ώστε να πιστοποιηθεί η καλή τους ποιότητα. Καθώς οι πόλεις ήταν περιτειχισμένες και η πρόσβαση γινόταν μόνο από ελεγχόμενες πύλες, οι επιθεωρήσεις δεν ήταν διόλου τυπικές. Από αυτή την άποψη, οι πόλεις και οι συντεχνίες περιφρουρούσαν ως κόρην οφθαλμού τα προνόμιά τους, επειδή η υπόληψη και η πελατεία του καθενός μπορούσε να χαθεί από έναν και μοναδικό τεχνίτη που θα παρήγαγε ελαττωματικό εμπόρευμα το οποίο θα περνούσε απαρατήρητο από την επιθεώρηση. Ασφαλώς, το μέλημα για την ποιότητα ήταν συχνά ένα πρόσχημα ώστε τα μέλη μιας ελίτ να συγκεντρώνουν όλο το εισαγωγικό εμπόριο. Είναι δύσκολο να κρίνουμε πόσο ειλικρινές ήταν για όλες τις πόλεις το μέλημα για την ποιότητα. Παντού συναντάμε τον πατερναλισμό και τη στενή συνεργασία μεταξύ συντεχνιών και δημοτικών αρχών.
Οι πόλεις της Μεσογείου είχαν σημαντική εσωτερική αγορά και εδώ διαμετακομίζονταν προϊόντα του Βορρά που προορίζονταν για το Βυζάντιο και τον ισλαμικό εμπορικό κόσμο. Η Βενετία πουλούσε τις πρώτες ύλες της κοιλάδας του Πάδου και προϊόντα από τη βόρεια Ευρώπη στους Βυζαντινούς, οι οποίοι αγόραζαν μεταξωτά υφάσματα και μπαχαρικά. Η θέση του Αμάλφι και του Μπάρι, στη νότια Ιταλία, ήταν ευνοϊκότερη για το εμπόριο με την Ανατολή από ό,τι τα λιμάνια του Βορρά, και οι δύο αυτές πόλεις διατηρούσαν εμπορικές σχέσεις με την Κωνσταντινούπολη, το Κάιρο και τη μουσουλμανική Σικελία. Για τις πόλεις της ιταλικής ενδοχώρας διαθέτουμε λιγότερες πληροφορίες, αλλά η αγορά της Παβίας προσείλκυε τους Βορειοευρωπαίους, ενώ σε ένα χάρτη του 952 αναφέρεται μια «τάξη» εμπόρων στο Μιλάνο. Τα μεταξωτά υφάσματα, που αργότερα θα συγκεντρώνονταν στη Λούκκα, παράγονταν τον 10ο αιώνα στην Μπρέσια. Η Ρώμη, η μεγαλύτερη πόλη της χριστιανικής Δύσης, ήταν πόλος έλξης για τους προσκυνητές που ξόδευαν τα κεφάλαιά τους εκεί και συχνά επέστρεφαν στην πατρίδα τους φορτωμένοι πολύτιμα κειμήλια για τους ναούς τους. Η οικονομική και πολιτική ισχύς των πόλεων της Τοσκάνης και της Λομβαρδίας παρουσίαζε εκθετική αύξηση στα τέλη του 11ου αιώνα και στη διάρκεια του 12ου. Η κύρια οικονομική τους δραστηριότητα ήταν το εσωτερικό εμπόριο και το εμπόριο με την Ανατολή, ενώ παράλληλα οι πόλεις αυτές διατηρούσαν δεσμούς με τη βόρεια Ευρώπη. Ήδη τον 12ο αιώνα ο Βορράς διέθετε εμπορεύματα τα οποία χρειάζονταν οι Ιταλοί, κυρίως μαλλί και υφάσματα, ενώ η αύξηση της βόρειας εσωτερικής αγοράς και η ζήτηση από τις νεοσύστατες υφαντουργίες για χρωστικές ουσίες, ορυκτές ύλες και βρώσιμα μπαχαρικά από την Ανατολή —προϊόντα που στην αγορά τους κυριαρχούσαν οι Ιταλοί— σήμαινε ότι απαιτούνταν πιο συστηματικές μέθοδοι ανταλλαγής. Οι περισσότερες πόλεις της βόρειας και της κεντρικής Ιταλίας διοικούνταν από συμβούλια πριν από το 1125. Οι πόλεις έκοβαν το δικό τους νόμισμα, όριζαν κανόνες για τις αγορές τους, επέβαλλαν διόδια και διοικούσαν την περιβάλλουσα αγροτική περιφέρεια (contado). Πολλοί «μεγιστάνες», δηλαδή η άρχουσα ελίτ των πόλεων, προέρχονταν από αγροτικές περιοχές, και στις αρχές του 11ου αιώνα ορισμένες διοικήσεις των πόλεων υποχρέωναν τους ανυπότακτους μεγιστάνες να κατοικούν τουλάχιστον επί ένα ορισμένο χρονικό διάστημα μέσα στην πόλη, ώστε να τους ελέγχουν καλύτερα. Στα τέλη του 13ου αιώνα, ο όρος «μεγιστάνας» (magnate) στη Φλωρεντία είχε γίνει το συνώνυμο του «εκτός νόμου», εφόσον αναφερόταν στα άτομα που είχαν πέσει στη δυσμένεια των προυχόντων της πόλης, ανεξάρτητα από το αν ανήκαν ή όχι στην τάξη των ευγενών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου