Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2016

H Iταλία από τον 11ο έως τον 15ο αιώνα μ.Χ. Πνευματική ζωή στον ύστερο Μεσαίωνα.

Εκκλησία και πολιτική στην Ιταλία του 11ου αιώνα
Αιώνες ολόκληρους οι πάπες ένιωθαν να απειλούνταν από την παρουσία των Βυζαντινών και των μουσουλμάνων στη νότια Ιταλία και τη Σικελία. Οι νέες συνθήκες του 11ου αιώνα επέτρεψαν στη δυτική Εκκλησία να ξεκινήσει επίθεση κατά της ανατολικής σε πολιτικό και σε δογματικό επίπεδο. Το 1054 ο καρδινάλιος Ουμβέρτος προκάλεσε μια ρήξη που, όπως αποδείχθηκε, θα ήταν το οριστικό σχίσμα ανάμεσα στην ελληνική και τη λατινική Εκκλησία. Το ζήτημα αφορούσε τη χρήση του άζυμου άρτου στη θεία λειτουργία στην ανατολική Εκκλησία και τη θέση της ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον πατέρα διαμέσου του Υιού, και όχι από τον πατέρα και τον Υιό. Στις αρχές του 11ου αιώνα οι Βυζαντινοί κυριαρχούσαν στο μεγαλύτερο μέρος της νότιας Ιταλίας. Μεγάλες περιοχές της Καλαβρίας ήταν κυρίως ελληνόφωνες, αν και η Απουλία, τα λομβαρδικά πριγκιπάτα και η Νεάπολη ήταν λατινικές. Μουσουλμάνοι εμίρηδες κατείχαν τα παράκτια νησιά Σαρδηνία, Κορσική και Σικελία.
Η χρόνια πολιτική αστάθεια της περιοχής προσείλκυσε τυχοδιώκτες, και λίγο μετά το 1000 οι Νορμανδοί πειρατές έκαναν την εμφάνισή τους στη νότια Ιταλία. Οι Νορμανδοί τελικά μετέβαλλαν καθοριστικά την ισορροπία δυνάμεων στη δυτική Ευρώπη και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις σχέσεις Ανατολής και Δύσης. Από το 1058, μια νορμανδική δυναστεία ηγεμόνευε στο πριγκιπάτο της Καπύης. Τουλάχιστον δώδεκα γιοι του Ταγκρέδου της Ωτβίλ, ενός βαρόνου του Κοτεντέν στη Νορμανδία, εγκαταστάθηκαν νοτιότερα, κοντά στο Μέλφι της Καλαβρίας. Ο Ροβέρτος Γυισκάρδος (το προσωνύμιο Γυισκάρδος σημαίνει πονηρός), ο πιο διάσημος των Ωτβίλ, έφτασε στην Ιταλία το 1047. Ήδη το 1059 είχε στο ενεργητικό του τόσες πολλές κατακτήσεις που ο πάπας Νικόλαος Β' συμμάχησε ανοιχτά μαζί του. Σε αντάλλαγμα για την παπική αναγνώριση των κατακτήσεών του, ο Γυισκάρδος δέχτηκε να κατέχει τις γαίες του ως φέουδα που είχαν παραχωρηθεί από τον πάπα και συμφώνησε να βοηθήσει το νεοσύστατο κογκλάβιο των καρδιναλίων στη διεξαγωγή των παπικών εκλογών. Ο Γυισκάρδος δήλωσε ανοιχτά ότι προσδοκούσε τη βοήθεια του πάπα για την κατάκτηση και άλλων εδαφών. Το ενδιαφέρον του στράφηκε στην ηπειρωτική Ιταλία, ενώ ο αδελφός του Ρογήρος επιχείρησε το 1061 την πρώτη εισβολή στη Σικελία. Η άλωση του Μπάρι, το 1071, σήμανε το τέλος της βυζαντινής παρουσίας στην Απουλία, ενώ το 1072 ο ίδιος ο Γυισκάρδος κατέλαβε το Παλέρμο ύστερα από θαλάσσιο αποκλεισμό. Αναμφισβήτητα, την εποχή του θανάτου του, το 1085, ο Γυισκάρδος ήταν ο πιο ισχυρός ηγεμόνας στη νότια Ιταλία.
Εντούτοις, το μήλον της έριδος μεταξύ αυτοκράτορα και πάπα ήταν η βόρεια Ιταλία. Νέοι συσχετισμοί είχαν διαμορφωθεί στο Μιλάνο, μετά τη συμμαχία του Κορράδου Β' με τους υποτελείς κατά των κυρίων τους. Το μοιραίο έτος 1059 ξέσπασαν νέες εχθροπραξίες. Οι Παταρηνοί («ρακοσυλλέκτες») του Μιλάνου ήταν ελάσσονες υποτελείς, που η αντίθεσή τους με τον επικυρίαρχό τους, τον αρχιεπίσκοπο του Μιλάνου, τους ώθησε να συμμαχήσουν με τον πάπα και να υποστηρίξουν την ελεύθερη εκλογή των επισκόπων από τον κλήρο και τον λαό της επισκοπικής διοίκησης. Οι κηδεμόνες του Ερρίκου Δ' συμπαρατάχθηκαν με τον αρχιεπίσκοπο και οι ταραχές συνεχίστηκαν μέχρι το 1073, όταν ο Ερρίκος Δ' συνέτριψε τους Παταρηνούς και εγκατέστησε τον δικό του υποψήφιο στο αρχιεπισκοπικό αξίωμα.
Η έρις της περιβολής:Μετά το 1053, και ιδίως στα χρόνια του πάπα Αλεξάνδρου Β' (1061-1073), η κορυφαία φυσιογνωμία στην παπική αυλή ήταν ο Βενεδικτίνος μοναχός Ιλδεβράνδος, ο μετέπειτα πάπας Γρηγόριος Ζ' (1073-1085). Ο Γρηγόριος Ζ' συμμάχησε ανοιχτά με τους Σάξονες άρχοντες, που το 1073 εξεγέρθηκαν κατά του Ερρίκου Δ'. Το 1075 ο Γρηγόριος απαγόρευσε εκ νέου την περιβολή των επισκόπων με δαχτυλίδι και ποιμαντορική ράβδο από κοσμικούς, αλλά ο Ερρίκος Δ' τον αγνόησε. Με την «έριδα της περιβολής» αρχίζει η διαδικασία του διαχωρισμού της Εκκλησίας από το κράτος. Από υλική άποψη, ο διαχωρισμός αυτός θα στοίχιζε ακριβά στην Εκκλησία, καθώς ο τρόπος με τον οποίο αντέδρασαν οι κοσμικοί ηγεμόνες στα τέλη του 13ου αιώνα απέναντι στην παπική διεκδίκηση της υπεροχής θα εγκαινίαζε μια περίοδο κυριαρχίας των λαϊκών επί της Εκκλησίας. Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν με αφορμή την αρχιεπισκοπή του Μιλάνου. Στις αρχές του 1076 ο Γρηγόριος Ζ' αφόρισε τον Ερρίκ ο Δ' και του αφαίρεσε τη βασιλική εξουσία, επικαλούμενος την εξουσία του «δεσμείν και λύειν» στον ουρανό και τη γη που είχε εκχωρήσει ο Χριστός στον απόστολο Πέτρο, τον ιδρυτή της Εκκλησίας της Ρώμης.
Τα μέλη της ανώτερης αριστοκρατίας στη Γερμανία, που τώρα είχαν την υποστήριξη των επισκόπων, εξεγέρθηκαν με πρόσχημα τον αφορισμό του Ερρίκου από τον πάπα. Το 1077 ο Γρηγόριος Ζ' ξεκίνησε για τη Γερμανία, όπου θα προέδρευε σε μια συνέλευση ευγενών που θα έκρινε τον Ερρίκο. Αποφασίζοντας να ακολουθήσει μια τακτική υποχώρησης, ο βασιλιάς διασταυρώθηκε με τον Γρηγόριο στην Κανόσσα, ένα κάστρο της κόμισσας Ματθίλδης της Τοσκάνης, και υπέβαλε ως ένδειξη μεταμέλειας την παραίτησή του. Η κίνηση αυτή ήταν ένας αριστοτεχνικός διπλωματικός ελιγμός, επειδή ο πάπας, αν και αμφέβαλλε για την ειλικρίνεια του Ερρίκου, δεν μπορούσε να του αρνηθεί την άρση του αφορισμού. Αργότερα ισχυρίστηκε ότι απλώς ανακάλεσε τον αφορισμό του Ερρίκου χωρίς να του αποδώσει το στέμμα, αλλά το άμεσο επακόλουθο του επεισοδίου της Κανόσσας ήταν ότι οι Γερμανοί ευγενείς δεν διέθεταν πια πρόσχημα να εξεγερθούν. Ωστόσο, αυτό δεν τους εμπόδισε να εκλέξουν νέο βασιλιά, τον Ροδόλφο του Ραϊνφέλντεν. Ο Γρηγόριος Ζ' διεκδίκησε το δικαίωμα διαιτησίας μεταξύ του Ερρίκου και του Ροδόλφου. Το 1080, ύστερα από καθυστέρηση τριών χρόνων, και ενώ οι πολεμικές συγκρούσεις μαίνονταν στη Γερμανία, ο πάπας επανέλαβε και τον αφορισμό και την καθαίρεση του Ερρίκου, απευθύνοντας έκκληση στον απόστολο Πέτρο να επιδείξει τη δύναμή του στερώντας τους διεφθαρμένους από τις αυτοκρατορίες και τις περιουσίες τους. Μάλιστα, επεξέτεινε το ανάθεμα σε όλους τους οπαδούς του αυτοκράτορα, με το επιχείρημα ότι και προηγούμενοι βασιλιάδες είχαν καθαιρεθεί λόγω κακοδιαχείρισης και ότι κανένας, ούτε καν ο βασιλιάς, δεν εξαιρείται από την παπική εξουσία του «δεσμείν και λύειν» στον ουρανό και τη γη. Επίσης, απάλλαξε όλους τους υπηκόους του Ερρίκου από τον όρκο πίστης που είχαν δώσει στον βασιλιά. Ωστόσο, πολύ σύντομα ο Ερρίκος νίκησε τον Ροδόλφο που τραυματίστηκε θανάσιμα στη μάχη· μετά διόρισε έναν αντίπαπα και το 1084 εξεδίωξε τον Γρηγόριο από τη Ρώμη. Ο Ροβέρτος Γυισκάρδος, που έσπευσε με τα στρατεύματά του να βοηθήσει τον πάπα και προστάτη του, απομάκρυνε τους Γερμανούς από τη Ρώμη, αλλά αργότερα λεηλάτησε την πόλη και κατευθύνθηκε νότια παίρνοντας τον πάπα μαζί του. Ο Γρηγόριος Ζ' πέθανε στα χέρια των Νορμανδών το 1085. Η διαμάχη μεταξύ Γρηγορίου Ζ' και Ερρίκου Δ' αποτελεί την πρώτη μετά την ύστερη ρωμαϊκή εποχή σύγκρουση με περιεχόμενο την προπαγάνδα για θέμα πολιτικό ή θρησκευτικό, και οι δύο παρατάξεις κυκλοφόρησαν «επιστολές», μια ρητορική επινόηση που τη χρησιμοποιούσαν στην Αρχαιότητα και είχε αναβιώσει κατά την καρολίγγεια αναγέννηση. Οι επιστολές του Γρηγορίου απευθύνονταν στον άγιο Πέτρο. Ο Ερρίκος απάντησε στον αφορισμό του ρίχνοντας λάσπη στον τίτλο του πάπα, κατηγορώντας τον ότι υπέθαλπε βιαιότητες και εξεγέρσεις με το πρόσχημα της θρησκείας και ισχυριζόμενος ότι ο βασιλιάς είχε δεχτεί τον βασιλικό τίτλο απευθείας από τον Θεό και όχι από τον πάπα δια του παπικού χρίσματος. Ωστόσο, ο Ερρίκος, που πίστευε ότι η εξουσία του προερχόταν κατευθείαν από τον Θεό, δέχτηκε να καθαιρεθεί αν κάποτε ξεστράτιζε από τη χριστιανική πίστη. Ο πιο πειστικός υπερασπιστής του, ο ανώνυμος συγγραφέας των «Αγγλονορμανδικών Πραγματειών», υποστήριξε ότι η δικαιοδοσία του πάπα περιορίζεται στην πνευματική σφαίρα. Δεν δεχόταν ότι οι άλλοι επίσκοποι αντλούσαν την εξουσία τους από τον πάπα· αντίθετα, την αποκτούσαν απευθείας από τον Θεό, ενώ ο πάπας ήταν απλώς ο επίσκοπος της Ρώμης. Ο Χριστός ήταν «και Μελχισεδέκ βασιλεύς» και «ιερεύς του Θεού του υψίστου» [Γένεσις, ΙΔ, 18], αλλά η βασιλική πλευρά της φύσης του ήταν ανώτερη από την ιερατική, εφόσον, σε τελευταία ανάλυση, δεν ήταν παρά άνθρωπος. Ο βασιλιάς, ως ιερέας, κατέχει την εξουσία να συγχωρεί τις αμαρτίες και επομένως να διοικεί την Εκκλησία. Μόνο δύο άνθρωποι ισχυρίστηκαν ότι η κρατική εξουσία δεν είχε θεία εκπόρευση. Παραδόξως, ο ένας από αυτούς ήταν υπέρμαχος του παπισμού. Σύμφωνα με τον νομομαθή Πέτρο Κράσσο, η εξουσία της εγκόσμιας διακυβέρνησης πήγαζε από το αστικό και όχι το κανονικό δίκαιο, ενώ ο Σάξονας μοναχός Μανεγγόλδος του Λάουτενμπαχ υποστήριξε ότι ο βασιλιάς είχε συνάψει ένα συμβόλαιο με την κοινότητα για τη δίκαιη διακυβέρνησή της. Επομένως, η εξουσία του δεν εκπορεύεται από τον Θεό αλλά του την εκχωρεί ο λαός. Όταν ένας βασιλιάς δεν κυβερνά δίκαια, όπως συμβαίνει όταν καταπιέζει την Εκκλησία, παραβιάζει το συμβόλαιό του και απαλλάσσει τους υπηκόους του από την υποχρέωση της υπακοής. Και οι δύο αυτές απόψεις, τις οποίες απέρριψε κατηγορηματικά ο αυτοκράτορας, δηλώνουν καθαρά ότι ο βασιλιάς είναι λαϊκός και όχι ιερωμένος [rex terrenus και όχι rex et sacerdos]. Μολονότι το 1085 ο Ερρίκος Δ' υπερείχε στρατιωτικά, οι εχθροπραξίες στη Γερμανία και την Ιταλία συνεχίζονταν. Ο βασιλιάς αδυνατούσε να θέσει υπό τον έλεγχό του τις εκκλησιαστικές γαίες. Αν και στις αρχές της σύγκρουσης ορισμένοι Γερμανοί επίσκοποι είχαν υποστηρίξει τον αυτοκράτορα, προφανώς επειδή ειλικρινά πίστευαν ότι ο πάπας δεν έπρεπε να ασχολείται με πολιτικά ζητήματα, το 1100 ο γερμανικός κλήρος είχε πια σαφώς ταχθεί με το μέρος της Ρώμης. Το γεγονός αυτό πυροδότησε συγκρούσεις στις γερμανικές πόλεις, ιδίως στη Ρηνανία, όπου το φιλοβασιλικό ρεύμα ήταν ισχυρό. Ο Ερρίκος Δ' και κυρίως ο διάδοχός του Ερρίκος Ε' (1106-1125) παραχώρησαν νομική αναγνώριση σε διάφορες ενώσεις πόλεων ως μέσον για να πολεμήσουν τους επισκόπους τους. Τα μέλη της ανώτερης αριστοκρατίας εξακολούθησαν να αντιμάχονται το στέμμα, επικαλούμενοι το πρόσχημα της σύγκρουσης του Ερρίκου με την Εκκλησία, και να θωρακίζουν την εξουσία τους στους δικούς τους τοπικούς ναούς. Το 1105 ο γιος του Ερρίκου Δ' συντάχθηκε με τους στασιαστές, ισχυριζόμενος ότι έπρεπε να επιτευχθεί κάποιος διακανονισμός με την Εκκλησία, αλλά στην πραγματικότητα το έκανε επειδή διαισθανόταν ότι το πραγματικό εμπόδιο ήταν η προσωπικότητα του πατέρα του. Ο Ερρίκος Δ' πέθανε τον επόμενο χρόνο. Στη συνέχεια, ο Ερρίκος Ε' πολέμησε κατά της Εκκλησίας με το ίδιο σθένος που είχε επιδείξει και ο πατέρας του. Όπως και οι Γερμανοί βασιλιάδες, έτσι και οι Δυτικοί ηγεμόνες δεν αποδέχτηκαν τις πολιτικές βλέψεις του πάπα. Ίσως πουθενά αλλού η επικυριαρχία του βασιλιά στην Εκκλησία δεν πήρε τόσο ακραία μορφή όσο στη Σικελία, όπου μετά το 1100 βασίλευαν οι Νορμανδοί σύμμαχοι των παπών. Ο ίδιος ο βασιλιάς ήταν λεγάτος της Ρώμης και διόριζε επισκόπους και ηγουμένους. Στην Αγγλία και τη Γαλλία οι συγκρούσεις ήταν λιγότερο θεαματικές απ' ό,τι στη Γερμανία, εφόσον μόνον ο Γερμανός αυτοκράτορας αντιπροσώπευε πολιτική απειλή για τον πάπα. Το 1080 ο Γουλιέλμος ο Κατακτητής της Αγγλίας απέρριψε τον ισχυρισμό του Γρηγορίου Ζ' ότι κατείχε την Αγγλία ως φέουδο με επικυρίαρχο τον πάπα. Ο πάπας κράτησε πιο σθεναρή στάση απέναντι στον Φίλιππο Α' της Γαλλίας (1060-1108), ίσως επειδή ο Φίλιππος ήταν πιο αδύναμος από τον Γουλιέλμο ή επειδή η συμπεριφορά του Φιλίππου στο ζήτημα του γάμου θεωρήθηκε προσβλητική προς τον Άγιο Πατέρα. Ο Γρηγόριος διέταξε τον Φίλιππο να απαγορεύσει τη λαϊκή περιβολή με δαχτυλίδι και ποιμαντορική ράβδο στη Γαλλία. Καθώς εκείνη την εποχή ο Φίλιππος έλεγχε μόνο το ένα τρίτο των γαλλικών επισκοπών, δεν διέθετε την εξουσία να κάνει κάτι τέτοιο, ακόμα και αν είχε τη διάθεση (που δεν την είχε). Έτσι, ο Γρηγόριος τον αφόρισε.
Το 1093 οι σχέσεις της Αγγλίας με τον πάπα οξύνθηκαν ξανά, καθώς ο βασιλιάς Γουλιέλμος Β' (1087-1100) αποδέχτηκε το διορισμό του ιερού Ανσέλμου, ηγουμένου της μονής του Μπεκ στη Νορμανδία, στη θέση του αρχιεπισκόπου του Καντέρμπουρυ. Ο Άνσελμος αρνήθηκε να δεχτεί την περιβολή του από τον βασιλιά και επιχείρησε, παρά τη χλιαρή στάση των άλλων επισκόπων, να απαλλάξει την Εκκλησία από τον κοσμικό έλεγχο. Το αποτέλεσμα ήταν να εξοριστεί. Ο βασιλιάς Ερρίκος Α' (1100-1135) τον ανακάλεσε από την εξορία, αλλά οι δύο άνδρες συγκρούστηκαν όταν ο Άνσελμος αρνήθηκε να χειροτονήσει επισκόπους και ηγουμένους που είχαν οριστεί από τον βασιλιά. Το 1107 κατέστη εφικτός ένας συμβιβασμός: ο βασιλιάς δέχτηκε να εγκαταλείψει την πρακτική της περιβολής των επισκόπων με δαχτυλίδι και ποιμαντορική ράβδο, αλλά διατήρησε το δικαίωμα να δέχεται την προσκύνηση (homagium) της Εκκλησίας για τις γαίες της. Εντούτοις, αυτή η ρύθμιση είχε τόσο λίγη σημασία για την ουσιαστική λειτουργία των κτητορικών ναών στην Αγγλία, που το δικαίωμα των λαϊκών να ορίζουν υποψηφίους για την πλήρωση κενών θέσεων στην Εκκλησία αναγνωρίστηκε ρητά από τους νόμους του βασιλιά Ερρίκου Β' (1154-1189). Σε γενικές γραμμές, ο Ερρίκος Α' κατάφερε να κρατά τους πάπες σε απόσταση, αλλά μετά το θάνατό του οι παπικοί απεσταλμένοι ρύθμιζαν συνήθως τους διορισμούς σε υψηλές θέσεις, και πολλαπλασιάστηκε ο αριθμός των δικαστικών προσφυγών προς τη Ρώμη.
Το 1122 έγινε διακανονισμός για τη Γερμανία και την Ιταλία. Αυτή η συμφωνία, το περίφημο Κονκορδάτο της Βορματίας (Βορμς), υπάρχει και στην παπική και στην αυτοκρατορική εκδοχή του, και αργότερα οι πάπες ισχυρίστηκαν ότι αναφερόταν αποκλειστικά στον Ερρίκο Ε' και όχι στους διαδόχους του. Ο Ερρίκος παραιτήθηκε από το δικαίωμα να περιβάλει τους επισκόπους με δαχτυλίδι και ποιμαντορική ράβδο, στην επικράτειά του και αλλού, αναγνωρίζοντας έτσι ότι ήταν λαϊκός και όχι κληρικός. Στη Γερμανία όμως, όπου ηγεμόνευε ως βασιλιάς, η εκλογή των επισκόπων και των ηγουμένων έπρεπε να γίνεται ενώπιον του μονάρχη, ο οποίος θα έκρινε τις αμφιλεγόμενες εκλογές και δεν θα παρέδιδε τη λόγχη (το σύμβολο της κοσμικής κτήσης) εφόσον δεν θα ενέκρινε την επιλογή. Στην πράξη, ο όρος αυτός σήμαινε ότι ο βασιλιάς είχε δικαίωμα να προβάλει βέτο στις επισκοπικές εκλογές, επειδή στην πράξη ένας επίσκοπος που είχε εκλεγεί σύμφωνα με το κανονικό δίκαιο και είχε περιβληθεί με το δαχτυλίδι και την ποιμαντορική ράβδο δεν μπορούσε να ασκήσει τις αρμοδιότητές του χωρίς τις γαίες της επισκοπής του. Στη Βουργουνδία και την Ιταλία, όπου ο Ερρίκος κυβέρνησε ως αυτοκράτορας, ένας επίσκοπος μπορούσε να περιβληθεί τις κοσμικές κτήσεις της επισκοπής του μέσα σε έξι μήνες μετά τη χειροτονία του. Επομένως, οι όροι του Κονκορδάτου της Βορματίας υποδηλώνουν ότι το κύριο μέλημα του ποντίφηκα δεν ήταν τόσο η παρέμβαση καθαυτή των κοσμικών στην Εκκλησία όσο ο περιορισμός των Γερμανών βασιλιάδων στην Ιταλία. Η παπική μοναρχία και η χριστιανική κοινότητα Στόχος του εκκλησιαστικού μεταρρυθμιστικού κινήματος, όπως υιοθετήθηκε από τους πάπες, ήταν η επιβεβαίωση της υπεροχής της εκκλησιαστικής εξουσίας έναντι της κοσμικής στο πλαίσιο μιας ενιαίας χριστιανικής κοινοπολιτείας, αν και αυτό που επιτεύχθηκε στην πράξη ήταν η έναρξη του χωρισμού της Εκκλησίας από το κράτος.
Η βασιλεία του Φρειδερίκου Βαρβαρόσσα: αναδιοργάνωση και εκφεουδαρχισμός της Γερμανίας Ο Φρειδερίκος Βαρβαρόσσας (1152-1190) ήταν ο πιο ισχυρός Γερμανός μονάρχης μετά την εποχή του Ερρίκου Γ'. Διατήρησε το προσωπικό του αξίωμα στη Γερμανία, αλλά εκ των υστέρων διαπιστώνουμε ότι, για να το πετύχει, πήρε μέτρα που στέρησαν τους διαδόχους του από τα μέσα που θα τους βοηθούσαν να κυβερνήσουν με αποτελεσματικότητα. Η δυναστεία του, που ονομάστηκε Χοενστάουφεν από ένα κάστρο της οικογένειάς του, αντιμετώπιζε δύο πιεστικά προβλήματα. Οι κτήσεις του Φρειδερίκου στη Γερμανία κατείχαν μικρότερη έκταση από τα ιδιόκτητα εδάφη του Ερρίκου του Λέοντα των Γουέλφων, ο οποίος ήταν συγγενής του και είχε κληρονομήσει το δουκάτο της Βαυαρίας από τον πατέρα του Ερρίκο τον Υπερήφανο, καθώς και το δουκάτο της Σαξονίας από τη μητέρα του, την κόρη του βασιλιά Λοθαρίου. Ο Βαρβαρόσσας επιχείρησε συνειδητά να επιβάλει φεουδαρχική ιεραρχία στα ανώτερα στρώματα της γερμανικής κοινωνίας, αξιοποιώντας την έννοια της υποταγής που εμπεριέχεται στον φεουδαρχικό δεσμό ώστε να αποκτήσει υπεροχή έναντι των κοσμικών ηγεμόνων και να αποζημιωθεί για όσα είχαν χάσει οι βασιλιάδες από τις Εκκλησίες. Ωστόσο, ο Βαρβαρόσσας αντιλαμβανόταν τους προσωπικούς δεσμούς με όρους που χαρακτήριζαν τις καρολίγγειες φεουδαρχικές σχέσεις. Εκείνη την εποχή στη Γαλλία και την Αγγλία, η φεουδαρχία είχε αρχίσει να μετατρέπεται σε φορολογικό σύστημα, καθώς οι άρχοντες απαιτούσαν τη συμπλήρωση του φεουδαρχικού δεσμού με πληρωμές σε χρήμα, ως αποζημίωση για τις απώλειες βασιλικών γαιών. Αντίθετα, στη γερμανική φεουδαρχία η «υπαλλαγή» (ένα είδος φόρου κληρονομιάς) ήταν άγνωστη, ενώ τον 11ο αιώνα οι Γερμανοί άρχοντες είχαν ήδη αρχίσει να χάνουν διάφορα προνόμια, όπως την κηδεμονία των ανήλικων κληρονόμων και το δικαίωμα να παντρεύουν τις κληρονόμους με γαμπρούς της δικής τους επιλογής.
Ήδη από τη δεκαετία του 1030 οι βασιλιάδες είχαν επιχειρήσει να κυβερνήσουν την Ιταλία σύμφωνα με τις φεουδαρχικές αρχές: ο Κορράδος Β' δέχτηκε να κληρονομούνται τα φέουδα των υποτελών άλλων υποτελών στους άρρενες απογόνους τους και εγγυήθηκε το δικαίωμα της «δίκης από ομοτίμους» για τους τοπικούς ηγεμόνες στη Λομβαρδία. Το 1152 ο Βαρβαρόσσας κήρυξε στη Γερμανία γενική δημόσια ειρήνη, με όρους που προέβλεπαν τη μετατροπή των ιδιόκτητων γαιών, τις οποίες δήμευσε από τους καταπατητές της ειρήνης, σε αυτοκρατορικά φέουδα, τα οποία θα επανέρχονταν στην ιδιοκτησία του στέμματος σε περίπτωση θανάτου ή προδοσίας των κατόχων τους. Το 1157 εξήγγειλε δύο σημαντικές αρχές: την «κύρια υποταγή», σύμφωνα με την οποία κάποιος μπορούσε να είναι υποτελής σε πέραν του ενός άρχοντες οφείλοντας όμως υπέρτατη υποταγή σε έναν μόνο κύριο, τον βασιλιά· και την αναγνώριση ότι όλες οι εκχωρήσεις βασιλικών γαιών προέρχονταν, σε τελευταία ανάλυση, από τον βασιλιά. Ωστόσο, ο Βαρβαρόσσας ποτέ δεν κατάφερε να επιβάλει αυτές τις ρυθμίσεις. Ο Ερρίκος ο Λέων, ένας ανάλγητος και φιλόδοξος ηγεμόνας, παντρεύτηκε το 1169 την κόρη του βασιλιά Ερρίκου Β' της Αγγλίας. Για να εξασθενίσει την εξουσία του Ερρίκου στη νότια Γερμανία, ο Βαρβαρόσσας, με το Privilegium minus του 1156, απέσπασε την Ανατολική Μαρκία (τη μετέπειτα Αυστρία) από τη Βαυαρία και την παραχώρησε στον Ερρίκο Γιαζομιργκότ της οικογένειας των Μπάμπενμπεργκ, που ήταν ο αντίπαλος του Ερρίκου του Λέοντος στη Βαυαρία. Οι Μπάμπενμπεργκ κατέστησαν την Αυστρία ισχυρό κράτος.
Το 1156 ιδρύθηκε η κομητεία του Παλατινάτου του Ρήνου, και το 1180 ο Βαρβαρόσσας εκμεταλλεύθηκε την πτώση του Ερρίκου του Λέοντα για να διαιρέσει τη Σαξονία στα δύο. Απέσπασε τη Βεστφαλία και την παραχώρησε στον αρχιεπίσκοπο της Κολονίας, ενώ την υπόλοιπη Σαξονία την παρέδωσε στη δυναστεία των Ασκανίων. Δημιουργώντας νέα πριγκιπάτα, ο Βαρβαρόσσας πέτυχε την κατάτμηση των δουκάτων των φυλών. Καθώς αναχαιτίστηκαν οι φιλοδοξίες του στον Νότο, ο Ερρίκος ο Λέων έστρεψε την προσοχή του στην ενίσχυση της θέσης του στη Σαξονία. Ίδρυσε νέες πόλεις (όπως τη Λυβέκη, που θα εξελισσόταν σε μεγάλο λιμάνι στη Βαλτική) και επεξέτεινε τον γερμανικό εποικισμό στα ανατολικά εις βάρος των Σλάβων. Το 1147 ο Ερρίκος κήρυξε μια «σταυροφορία» κατά των Γουένδων, ερημώνοντας το Μεκλεμβούργο και την Πομερανία. Φαίνεται ότι ο Ερρίκος δεν ενδιαφερόταν τόσο για τον αποικισμό, όπως οι άλλοι αντίπαλοί του Σάξονες ηγεμόνες, όσο για την προώθηση του εμπορίου, ιδίως με τη Σκανδιναβία και τη Ρωσία, στους εμπόρους των οποίων προσέφερε προνόμια στη Λυβέκη. Το καθεστώς της Λυβέκης θα επεκτεινόταν και στις θυγατρικές της πόλεις, που με τη σειρά τους προώθησαν τον γερμανικό εποικισμό προς τα ανατολικά.
Ο Βαρβαρόσσας είχε παίξει και είχε χάσει τη δυνατότητα να δημιουργήσει μια βασιλική επικράτεια με βάση τη Λομβαρδία και τη Σουηβία. Αν και το 1190, όταν έχασε τη ζωή του στη διάρκεια μιας σταυροφορίας, είχε σε σημαντικό βαθμό επανακτήσει το κύρος του, το άμεσο πρόβλημά του ήταν να αποκαταστήσει τη θέση του στη Γερμανία επειδή στα είκοσι πέντε χρόνια της βασιλείας του απουσίαζε τον περισσότερο καιρό στην Ιταλία. Το 1180 ο Βαρβαρόσσας παρέπεμψε τον Ερρίκο τον Λέοντα σε δίκη για κακούργημα ενώπιον δικαστηρίου από ομότιμους υποτελείς, επειδή το 1178 είχε αρνηθεί την παροχή στρατιωτικής υπηρεσίας. Για να εξασφαλίσει την καταδίκη του Ερρίκου, ο Φρειδερίκος αναγκάστηκε να υποσχεθεί προνόμια στους βαρόνους που θα δίκαζαν τον ισχυρό δούκα. Τελικά όμως, ο Ερρίκος αρνήθηκε να παρουσιαστεί στο δικαστήριο· η άρνησή του θεωρήθηκε έγκλημα καθοσιώσεως και έτσι καταδικάστηκε για προσβολή της αυτοκρατορικής εξουσίας. Τα φέουδα του Ερρίκου διανεμήθηκαν στους βαρόνους και ο ίδιος εξορίστηκε τρία χρόνια. Ωστόσο, καθώς οι περισσότερες γαίες του ήταν προσωπική ιδιοκτησία του και όχι βασιλικά φέουδα, η δίκη αυτή δεν επηρέασε την κατοχή τους και έτσι ο Ερρίκος συνέχισε να είναι ο πλουσιότερος Γερμανός ηγεμόνας.
Ορισμένες πτυχές της διευθέτησης του 1180, ιδίως εκείνες που αφορούν τη σχέση των υποτελών με τον αυτοκράτορα και τους άρχοντες στους οποίους όφειλαν άμεση υποταγή, προβλέπονταν στις «Διατάξεις για το Δίκαιο των Φέουδων», που είχαν εκδοθεί στη Ρονκάλια το 1158. Το 1180 ιδρύθηκε η Τάξη των Αυτοκρατορικών Ηγεμόνων [Reichsfürsten] ή Πριγκίπων της Επικρατείας, των μεγάλων βαρόνων που κατείχαν μεγάλα βασιλικά φέουδα. Όπως ορίζεται στο Sachsenspiegel, ένα νομικό κείμενο που γράφτηκε γύρω στο 1220, η γερμανική κοινωνία χωριζόταν σε «επτά τάξεις θυρεών». Η Τάξη των Αυτοκρατορικών Ηγεμόνων απαρτιζόταν από τον αυτοκράτορα, τους εκκλησιαστικούς άρχοντες στο δεύτερο επίπεδο και τους κοσμικούς ηγεμόνες (δούκες) στο τρίτο. Οι κοσμικοί ηγεμόνες μπορούσαν να κατέχουν γαίες που είχαν παραχωρηθεί ως φέουδα από τους εκκλησιαστικούς άρχοντες, αλλά όχι το αντίστροφο. Οι κόμητες, στο τέταρτο επίπεδο, ήταν «ελεύθεροι κατώτεροι ευγενείς» και λάβαιναν φέουδα κυρίως από τους δούκες, όχι από τον βασιλιά. Οι ιππότες, που αρχικά ήταν μη ελεύθεροι ministeriales, θεωρούνταν κατώτεροι από τους κόμητες, αλλά ασκούσαν πολλές παρεμφερείς εξουσίες, εφόσον είχαν αποσπασθεί πλήρως από τον έλεγχο του βασιλιά. Έτσι, ο Γερμανός βασιλιάς στερήθηκε όποια εξουσία κι αν ασκούσε στους μικρότερους υποτελείς του, ακριβώς την ίδια εποχή που οι Άγγλοι και οι Γάλλοι βασιλιάδες διεκδικούσαν με επιτυχία τέτοιες εξουσίες. Μπορούσε να συναλλάσσεται μαζί τους μόνο διαμέσου των δουκών. Επιπλέον, πιθανόν από το 1152 και σίγουρα από το 1180, ο Γερμανός βασιλιάς δεν ήταν πια σε θέση να ενσωματώνει φέουδα στις ιδιόκτητες γαίες του όταν αυτά επέστρεφαν στα χέρια του λόγω έλλειψης κληρονόμων· αντίθετα, ήταν υποχρεωμένος να τα επανεκχωρήσει σε άλλους γαιολήπτες μέσα σε ένα έτος και μια ημέρα. Μολονότι συχνά τα παραχωρούσε σε δικούς του συγγενείς, εξακολουθούσε να μη διαθέτει ένα αποτελεσματικό εργαλείο για τη συγκεντρωτική άσκηση της εξουσίας όπως είχαν οι Γάλλοι και οι Άγγλοι ομόλογοί του. Επομένως, οι υποχωρήσεις που έκανε το 1180 ο Φρειδερίκος Βαρβαρόσσας προς τους βαρόνους του σήμαιναν ότι οι θεσμοί διακυβέρνησης στη Γερμανία μπορούσαν να αναπτυχθούν κυρίως στο επίπεδο των εδαφικών ηγεμονιών και όχι της μοναρχίας.
Το 1220 ο Φρειδερίκος εγγυήθηκε τα προνόμια των Γερμανών εκκλησιαστικών αρχόντων στις δικές τους κτήσεις. Το 1231, με το Νόμο υπέρ των ηγεμόνων παραχώρησε σημαντικά προνόμια σε όλους τους Γερμανούς άρχοντες, και όχι μόνο στους αυτοκρατορικούς ηγεμόνες. Δεσμεύτηκε να μην ιδρύσει νέα κάστρα ή αγορές και επικύρωσε όλες τις εξουσίες που ασκούσαν τότε οι ηγεμόνες. Ακόμα δέχτηκε το αυτοκρατορικό νόμισμα να μην υπερέχει έναντι του νομίσματος του τοπικού ηγεμόνα μέσα στα όρια του πριγκιπάτου του. Απαγόρευσε στις αυτοκρατορικές ελεύθερες πόλεις να δέχονται δουλοπαροίκους και να δίνουν το δικαίωμα του πολίτη σε άτομα που η μόνιμη κατοικία τους βρισκόταν εκτός της πόλης. Τα εδάφη που είχαν αποσπάσει οι πόλεις από τους ηγεμόνες, από τις Εκκλησίες και από ministeriales θα αποδίδονται στους αρχικούς δικαιούχους τους. Με τον τρόπο αυτόν, ο Φρειδερίκος παραχώρησε στους ηγεμόνες ανεξαρτησία εντός των δικών τους επικρατειών. Ως αντάλλαγμα, εκείνοι αναγνώρισαν τη νόμιμη κυριαρχία του και του επέτρεψαν να κινηθεί ελεύθερα στην Ιταλία. Με το ίδιο έγγραφο αναγνωρίζονταν τα νομικά και οικονομικά προνόμια των Γερμανών επισκόπων, ένα από τα οποία ήταν η επικυριαρχία τους πάνω στις αναπτυσσόμενες πόλεις που αγωνίζονταν για την αυτονομία τους. Επίσης παραχώρησε στις μη επισκοπικές «αυτοκρατορικές ελεύθερες πόλεις» το δικαίωμα να έχουν τα δικά τους συμβούλια και τις δικές τους οικονομικές διοικήσεις. Εντούτοις, οι περισσότεροι Γερμανοί ηγεμόνες, οι οποίοι, σύμφωνα με τους ορους του διακανονισμού του Φρειδερίκου Α' του 1180, δεν έλεγχαν τους δικούς τους μικρότερους υποτελείς γαιοκατόχους, δεν ήταν σε θέση να κυριαρχήσουν στα πριγκιπάτα τους, όπως ακριβώς και ο αυτοκράτορας δεν ήταν σε θέση να διατηρήσει την ενότητα της αυτοκρατορίας. Ο γιος του Ερρίκος, τον οποίο ο Φρειδερίκος είχε εγκαταστήσει ως βασιλιά στη Γερμανία το 1231, διαφώνησε με την πολιτική του πατέρα του. Το 1235 προσπάθησε να συμμαχήσει με τις γερμανικές πόλεις και τον Λομβαρδικό Σύνδεσμο κατά των τοπικών ηγεμόνων και να διατηρήσει κάποια επίφαση αυτοκρατορικής εξουσίας. Ο Φρειδερίκος τον έθεσε υπό τιμητικό περιορισμό, και ο Ερρίκος αυτοκτόνησε. Ο Φρειδερίκος τον αντικατέστησε με έναν άλλο γιο του, τον Κορράδο, που τελικά τον διαδέχτηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο. Ο ίδιος ο Φρειδερίκος Β' εγκατέλειψε οριστικά τη Γερμανία μετά το 1235.
O Φρειδερίκος συνομολόγησε το 1229 δεκαετή ειρήνη με τους μουσουλμάνους, επανακτώντας την Ιερουσαλήμ και μερικές παράκτιες περιοχές στα βόρεια της πόλης. Οι μουσουλμάνοι διατήρησαν τα ιερά τους στην Παλαιστίνη —μια ρύθμιση που εξόργισε τον πάπα και τον ορθόδοξο πατριάρχη. Όταν ο πατριάρχης αρνήθηκε να στέψει τον Φρειδερίκο βασιλιά της Ιερουσαλήμ, εκείνος αυτοαναγορεύθηκε βασιλιάς στις 18 Μαρτίου 1229, αλλά μόνο για λογαριασμό του Κορράδου Δ', του ανήλικου γιου που είχε αποκτήσει με την Ισαβέλλα, η οποία δεν ζούσε πια. Στη διάρκεια της απουσίας του αυτοκράτορα από την Ιταλία, ο Γρηγόριος Θ' οργάνωσε μια εισβολή στη Σικελία, με επικεφαλής τον Ιωάννη της Βρυέννης, πατέρα της βασίλισσας Ισαβέλλας, ο οποίος θεωρούσε τον εαυτό του νόμιμο βασιλιά της Ιερουσαλήμ. Ο Φρειδερίκος αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ιταλία, όπου νίκησε τον παπικό στρατό και το 1230 ανάγκασε τον πάπα να συνάψει ειρήνη και να αναγνωρίσει την επικυριαρχία του στην Ιταλία. Στο μεταξύ, ο Φρειδερίκος προσπάθησε να αναβιώσει στη Λομβαρδία τα αυτοκρατορικά δικαιώματα που επί πολλά χρόνια παρέμεναν ανενεργά. Στις πόλεις είχαν ξεσπάσει συγκρούσεις ανάμεσα στην παλαιά ελίτ των μεγάλων αρχόντων και τους νεόπλουτους εμπόρους, που αυτοαποκαλούνταν popolo (λαός). Τα κόμματα του Γουέλφων και των Γιβελλίνων περιέπλεκαν ακόμα περισσότερο τη σύγκρουση.
Οι Γουέλφοι πήραν το πάνω χέρι στις πόλεις της Τοσκάνης και της Λομβαρδίας, όπου εξόντωσαν όσους περισσότερους Γιβελλίνους μπορούσαν. Ο Φρειδερίκος Β' είχε αφήσει αρκετούς απογόνους, αλλά μόνον έναν νόμιμο γιο, τον Κορράδο Δ' (1250-1254) που πέθανε πρόωρα. Την καλύτερη ευκαιρία για επανασύσταση της αυτοκρατορίας των Χοενστάουφεν αντιπροσώπευε ο νόθος γιος του Φρειδερίκου, ο Μανφρέδος, που η κόρη του Κωνσταντία ήταν παντρεμένη με τον Πέτρο, τον μετέπειτα ηγεμόνα των ισπανικών βασιλείων της Αραγονίας και της Καταλονίας. Αντιμέτωπος με τη διαιώνιση της απειλής των Χοενστάουφεν, ο Ιννοκέντιος Δ' έταξε στον βασιλιά Ερρίκο Γ' της Αγγλίας τον σικελικό θρόνο για τον γιο του Εδμόνδο της Κορνουάλης, με αντάλλαγμα την υπόσχεση του Ερρίκου να εξοφλήσει τα χρέη του πάπα. Αυτό το σχέδιο σκόνταψε στις αντιρρήσεις που πρόβαλαν οι Άγγλοι βαρόνοι.
Κι ενώ δυνάμωνε η εξουσία του Μανφρέδου, ο πάπας Κλήμης Δ' (1265-1268) υποσχέθηκε τον σικελικό θρόνο στον Κάρολο τον Ανδηγαυικό, τον μικρότερο αδελφό του αγίου Λουδοβίκου Θ' της Γαλλίας. Το 1266 η στρατιά του Μανφρέδου νίκησε τον Κάρολο στο Βενεβέντο, αλλά ο Μανφρέδος σκοτώθηκε στο πεδίο της μάχης. Από τότε η αντιπολίτευση στον Κάρολο ήταν εικονική. Ο Κορραδίνος, ο νεαρός γιος του Κορράδου Δ', εισέβαλε το 1268 στη Σικελία, αλλά σύντομα ηττήθηκε και εκτελέστηκε. Και πάλι οι Γουέλφοι πήραν την εξουσία. Ο Κάρολος ο Ανδηγαυικός ήταν απερίγραπτα μισητός στην Ιταλία επειδή φερόταν αλαζονικά και διοικούσε μέσω Γάλλων αξιωματούχων. Έλπιζε να χρησιμοποιήσει τη Σικελία ως ορμητήριο για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, αλλά τον εμπόδισε ο «Σικελικός Εσπερινός», μια επανάσταση που άρχισε με αντιγαλλική εξέγερση στο Παλέρμο τη Δευτέρα του Πάσχα του 1282 και επεκτάθηκε ραγδαία σε όλες τις κτήσεις του Καρόλου. Το στέμμα δόθηκε στον γαμπρό του Μανφρέδου, τον βασιλιά Πέτρο της Αραγονίας, γεγονός που ανάγκασε τον ανιψιό του Καρόλου, βασιλιά Φίλιππο Γ' (1270-1285) της Γαλλίας, να περάσει το μεγαλύτερο διάστημα της βασιλείας του πολεμώντας κατά της Αραγονίας. Ο Κάρολος και οι απόγονοί του κατάφεραν να κρατήσουν τη Νεάπολη και τις άλλες κτήσεις τους στην ιταλική ενδοχώρα, αλλά οι Αραγονέζοι κατέλαβαν τη Σικελία. Το παλαιό νορμανδικό βασίλειο παρέμεινε διαιρεμένο μέχρι το 1435, οπότε ο Αλφόνσος ο Μεγαλόψυχος της Σικελίας αναγορεύτηκε βασιλιάς στη Νεάπολη, και το βασίλειο πήρε το όνομα «Δύο Σικελίες».
Στη Γερμανία οι πάπες είχαν υποστηρίξει αρκετούς βασιλιάδες ανδρείκελα ακόμα και πριν από το θάνατο του Φρειδερίκου Β', και μετά το 1254 η κατάσταση έγινε χαώδης. Μετά από μια μεταβατική περίοδο που κράτησε δεκαεννέα χρόνια, ο πάπας Γρηγόριος Γ' (1271-1276), που τώρα φοβόταν τον Κάρολο τον Ανδεγαβικό (d'Anjou) περισσότερο απ' ό,τι τους Γερμανούς, ανάγκασε τους Γερμανούς ηγεμόνες να αναγορεύσουν νέο βασιλιά τον Ροδόλφο των Αψβούργων (1273-1291). Ο Ροδόλφος εξελέγη κυρίως επειδή ήταν αδύναμος, καθώς κατείχε λίγες μόνο γαιοκτησίες στην Ελβετία, αλλά, όπως αποδείχθηκε, δεν ήταν ευκαταφρόνητος ηγεμόνας. Αντιλαμβανόμενος ότι δεν είχε καμία ελπίδα να επανακτήσει την Ιταλία, ο Ροδόλφος αξιοποίησε τους εναπομείναντες πόρους της αυτοκρατορίας για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της δικής του οικογένειας. Το 1278, στον πόλεμο κατά του βασιλιά της Βοημίας, κατέκτησε την Αυστρία, που αποτέλεσε τη βάση της οικογενειακής περιουσίας των Αψβούργων. Η αντίδραση των Γερμανών βαρόνων σ' αυτή την απροσδόκητη ενίσχυση της εξουσίας του ήταν να εκλέξουν επόμενο αυτοκράτορα τον Αδόλφο του Νασσάου (1292-1298), αλλά ο Αδόλφος εκθρονίστηκε και τον διαδέχτηκε ο Αλβέρτος (1298-1308), γιος του Ροδόλφου των Αψβούργων. Εν συνεχεία το στέμμα έφυγε από τα χέρια των Αψβούργων για αρκετές γενιές. Η εξουσία στη Γερμανία, με εξαίρεση τον απώτατο Νότο, βρισκόταν στα χέρια των συνδέσμων των πόλεων και των εδαφικών ηγεμόνων.
Οι περισσότερες πόλεις που δεν ιδρύθηκαν με χάρτες απέκτησαν από τους άρχοντές τους προνόμια μέσω της πίεσης που άσκησαν οργανώσεις των κατοίκων τους που ήταν δεμένοι μεταξύ τους με όρκο. Ενώ οι βασικοί χάρτες για τις «νέες πόλεις» αναγνώριζαν τα δικαιώματα των ατόμων και των ομάδων στις συναλλαγές τους με τον άρχοντα, οι μεγαλύτεροι οικισμοί αποκτούσαν και περιορισμένα δικαιώματα αυτοδιοίκησης. Οι χάρτες ήταν συνήθως πιο συγκεκριμένοι ως προς την εκτίμηση και την απόδοση των χρεών και την κατάργηση της δικαστικής μονομαχίας, η οποία γενικά είχε ευνοήσει τους ευγενείς σε περιπτώσεις αντιδικίας τους με κατοίκους των πόλεων. Οι πόλεις με πιο διευρυμένες ελευθερίες αποκαλούνταν μερικές φορές «κοινότητες» ή «κομούνες», επειδή σ' αυτές είχε ιδρυθεί μια ένωση κατοίκων, δεμένων με όρκο, για έναν κοινό σκοπό. Ορισμένες κοινότητες στη Φλάνδρα και τη βόρεια Γαλλία είχαν το δικαίωμα να αντεκδικούνται συλλογικά οποιονδήποτε είχε θίξει ένα μέλος τους χωρίς να επανορθώσει. Ωστόσο, ο όρος «κοινότητα» δεν χρησιμοποιείται για όλες τις αυτοδιοικούμενες πόλεις, και ασφαλώς δεν ήταν όλες οι «κοινότητες» επαναστατικές οργανώσεις. Το 1066, οι κάτοικοι του Χούι, στην πριγκιπική επισκοπή της Λιέγης, δέθηκαν με όρκο σε μια ένωση, προχώρησαν σε διαπραγματεύσεις με τον επίσκοπο, και απέκτησαν κάποια αυτονομία σε νομικά και οικονομικά θέματα. Σε τέτοιες περιπτώσεις η κοινότητα λειτουργούσε ως ειρηνευτικός οργανισμός· ο άρχοντας της πόλης γενικά επικύρωνε τα τοπικά έθιμα και διασφάλιζε το δικαίωμα της πόλης να διαλέγει η ίδια τους αξιωματούχους της, να έχει δικαστήριο, κοινό θησαυροφυλάκιο και, μερικές φορές, να νομοθετεί με τη συγκατάθεση του άρχοντα. Σε ορισμένες πόλεις, τα μέλη αυτών των ενώσεων ήταν μόνο οι πιο εύποροι αστοί, αλλά στις περισσότερες συμμετείχε ολόκληρος ο ανδρικός πληθυσμός. Ο Γάλλος ηγούμενος Γιβέρτος του Νοζάν, μιλώντας στην Αυτοβιογραφία του [De vita sua] για τα δραματικά γεγονότα του 1116, όταν η κοινότητα της Λαν προσπάθησε να καταλάβει την εξουσία εκτοπίζοντας τον τοπικό επίσκοπο, δήλωσε πως η «κοινότητα» είναι «μια νέα και διαβολική ονομασία ώστε όλοι να πληρώνουν, αντί για τον εθιμικό κεφαλικό φόρο, τον οποίο οφείλουν ως δουλοπάροικοι στον άρχοντά τους, ένα κατ' αποκοπή ποσό καθορισμένο από το νόμο, και όλοι οι άλλοι χρηματικοί φόροι που συνήθως επιβάλλονται στους δουλοπαροίκους να καταργηθούν εντελώς». Ο Γιβέρτος θεωρούσε την κοινότητα μια «οργάνωση που τα μέλη της είναι δεμένα με όρκο, και έχει σκοπό την αλληλοβοήθεια μεταξύ των κληρικών, των ευγενών και του λαού», αποβλέποντας στην εξασφάλιση στοιχειωδών συντεχνιακών ελευθεριών. Στις περισσότερες πόλεις κυριαρχούσε μια ολιγαρχία εύπορων εμπόρων, και η κυριαρχία αυτή ήταν ευθέως ανάλογη προς το μέγεθος και το βαθμό της οικονομικής διαφοροποίησης στο εσωτερικό της. Ιδίως στις πόλεις που αρχικά εμφανίστηκαν στην περιοχή δικαιοδοσίας κάποιας επισκοπής, οι ministeriales και οι ευγενείς αγρολήπτες συχνά ανήκαν στην τοπική ελίτ, αν και οι περισσότεροι απ' αυτούς στράφηκαν τελικά στο εμπόριο. Αν και μερικές φορές ο όρος «πατρίκιος» χρησιμοποιείται ευρέως για την άρχουσα ομάδα μιας πόλης, στην πραγματικότητα αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη κατηγορία: μια ομάδα «πατέρων» (patres) που οι οικογένειές τους κατείχαν απαλλαγμένες από φορολογικές επιβαρύνσεις γαίες μέσα στην πόλη, και όχι απλώς κατοικίες με τα κινητά αγαθά που περιείχαν. Ιδίως στις πόλεις της βόρειας Ευρώπης, αυτή η ομάδα συνήθως είχε ειδικά προνόμια. Η παρουσία των ευγενών ήταν πιο έντονη στις πρώιμες πόλεις της Ιταλίας, της Ισπανίας, της μεσογειακής Γαλλίας και της Γερμανίας απ' ό,τι στην Αγγλία, τη βόρεια Γαλλία και τις Κάτω Χώρες, αλλά πουθενά δεν έλειπε εντελώς.
Η συντεχνία είναι μια ένωση ατόμων που έχουν το δικαίωμα να ρυθμίζουν συλλογικά ορισμένες πλευρές της κοινής τους δραστηριότητας. Τα μέλη της δεσμεύονται με όρκο να παρέχουν αμοιβαία βοήθεια και να συμμορφώνονται με τους κανόνες της συντεχνίας. Δεν είχαν όλες οι συντεχνίες επαγγελματικό χαρακτήρα. Οι παλαιότερες γνωστές συντεχνίες ήταν φιλανθρωπικές αδελφότητες που είχαν ιδρυθεί με σκοπό τη λατρεία της Παναγίας ή κάποιου προστάτη αγίου. Τέτοιες οργανώσεις, καθώς και οι επαγγελματικές συντεχνίες, διοργάνωναν γιορτές στις οποίες οι παρευρισκόμενοι γίνονταν κοινωνοί των βαθύτερων μυστηρίων της οργάνωσης μέσω της μέθης. Οι συντεχνίες συγκέντρωναν συνδρομές, με σκοπό τη βοήθεια προς τα άπορα μέλη τους, καθώς και προς τις χήρες και τα ορφανά τους, και για την εξασφάλιση αξιοπρεπών κηδειών. Υπήρχαν δύο βασικοί τύποι επαγγελματικών συντεχνιών στις πόλεις, αν και τέτοιες διακρίσεις δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με αυστηρά κριτήρια. Στις περισσότερες πόλεις της βόρειας Ευρώπης είχαν συσταθεί συντεχνίες εμπόρων, που μερικές φορές δύσκολα μπορούμε να τις διακρίνουμε από τους ομίλους των ορκισμένων που συναντάμε στις απαρχές της ανεξάρτητης ιστορίας των πόλεων. Με αυτή την έννοια, «έμπορος» σημαίνει χονδρέμπορος, επειδή οι άνθρωποι αυτοί εισήγαν πρώτες ύλες στην πόλη και τις πουλούσαν είτε απευθείας στους καταναλωτές (όπως συνέβαινε με τα τρόφιμα) είτε στους τεχνίτες για περαιτέρω επεξεργασία (όπως μαλλί και δέρμα). Αν και οι πλούσιοι έμποροι καθόριζαν την πολιτική των συντεχνιών, στα μέλη τους συγκαταλέγονταν χονδρέμποροι και έμποροι που δεν ήταν ιδιαίτερα εύποροι. Τον 12ο αιώνα και ίσως νωρίτερα, σε ορισμένες πόλεις είχαν ιδρυθεί και οργανώσεις τεχνιτών. Μερικές εμπορικές συντεχνίες προσπάθησαν να εμποδίσουν τους τεχνίτες να οργανωθούν και πάντα επιχειρούσαν να τους αφαιρέσουν την πολιτική εξουσία, αλλά σε ορισμένες μεγάλες πόλεις υπήρχαν συντεχνίες και εμπόρων και τεχνιτών. Στο Παρίσι, που ασφαλώς δεν αποτελεί τυπική περίπτωση, τον 12ο αιώνα υπήρχε μια εμπορική συντεχνία, οι λεγόμενοι «έμποροι του νερού», καθώς και συντεχνίες κρεοπωλών, ιχθυοπωλών και αρτοποιών. Την ίδια εποχή ίσως να υπήρχαν ανεξάρτητες ενώσεις και άλλων επαγγελματιών, αλλά μόνο για τον 13ο αιώνα διαθέτουμε τεκμήρια. Ορισμένες επαγγελματικές συντεχνίες συνένωναν ποικίλες δραστηριότητες σε μια οργάνωση, ενώ άλλες ήταν πιο εξειδικευμένες. Για παράδειγμα, οι υφαντουργοί συνήθως δέχονταν παραγγελίες από τους εμπόρους μαλλιού. Κάθε ειδικός (λόγου χάρη, ψαλιδιτζής, τεντωτής, υφαντής, γναφέας, βαφέας, για να αναφέρουμε λίγα μόνο παραδείγματα) εκτελούσε συγκεκριμένες εργασίες υπό την επίβλεψη της συντεχνίας των εμπόρων. Ακόμα και όταν οι συντεχνίες των τεχνιτών είχαν επισκιάσει τις συντεχνίες των εμπόρων, τα τοπικά «κέντρα υφασμάτων» εξακολουθούσαν να ελέγχουν την παραγωγή, καθώς κανένας εργαζόμενος δεν μπορούσε να καλύψει μόνος του όλα τα στάδια παραγωγής του υφάσματος. Αντίθετα, άλλα μέλη συντεχνιών των τεχνιτών, όπως οι υποδηματοποιοί, δεν ήταν ιδιαίτερα εύπορα, αλλά είχαν περισσότερη ανεξαρτησία από τους εργάτες υφαντουργίας. Αγόραζαν δέρματα από τους βυρσοδέψες, που συνήθως είχαν τη δική τους οργάνωση, και παρήγαν ένα τελειωμένο προϊόν το οποίο πουλούσαν λιανικώς. Αφότου τα συμβούλια πήραν την εξουσία στις πόλεις, οι περισσότερες διοικήσεις των πόλεων στον Βορρά ελέγχονταν κατά τον 13ο αιώνα από τις συντεχνίες Οι εμποροπανηγύρεις ήταν ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στις οικονομίες της Μεσογείου και της Βόρειας Θάλασσας. Στις αρχές του 12ου αιώνα, οι κόμητες της Καμπανίας προσέφεραν την προστασία τους στους εμπόρους που έφταναν στην επικράτειά τους, κι ως το 1180 είχε καθιερωθεί ένας κύκλος έξι εμποροπανηγύρεων που διεξάγονταν σε τέσσερις πόλεις —Λανύ, Προβέν, Τρουά και Μπαρ-συρ-Ωμπ. Οι εκδηλώσεις αυτές διοργανώνονταν όλο το χρόνο, με ενδιάμεσα διαλείμματα που επέτρεπαν στους εμπόρους να επισκέπτονται περιφερειακά εμπορικά κέντρα, όπως τις «πέντε εμποροπανηγύρεις της Φλάνδρας» και τα πανηγύρια του Σαιντ Άιβς στην Αγγλία. Εκεί οι έμποροι μπορούσαν να προμηθευτούν επιπλέον εμπορεύματα και να επιστρέψουν στην Καμπανία για να τα ανταλλάξουν με αλλά προϊόντα. Φαίνεται ότι οι εμποροπανηγύρεις καθιερώθηκαν για να προσελκύσουν το ήδη ακμαίο εμπόριο υφασμάτων της βόρειας Γαλλίας και της Φλάνδρας, αλλά μετασχηματίστηκαν στο τελευταίο τέταρτο του 12ου αιώνα όταν εμφανίστηκαν οι Ιταλοί έμποροι. Τον 13ο αιώνα έμποροι από τις σημαντικότερες γερμανικές πόλεις άρχισαν να συμμετέχουν στις εμποροπανηγύρεις, όπως έκαναν και οι έμποροι της Βαρκελώνης και των μεγάλων πόλεων της νότιας Γαλλίας. Η ανταλλαγή του χρήματος αποτελούσε θεμελιακό στοιχείο των συναλλαγών στις εμποροπανηγύρεις. Ακόμα και εδώ η άμεση ανταλλαγή των προϊόντων δεν είχε εγκαταλειφθεί, επειδή κανέναν δεν συνέφερε η μεταφορά μεγάλης ποσότητας αργυρών νομισμάτων σε ένα επικίνδυνο χερσαίο ταξίδι. Συμβολαιογραφικά έγγραφα, γραμμάτια πληρωτέα σε μια κατοπινή εμποροπανήγυρη και μεταβιβαστικά έγγραφα χρησιμοποιούνταν για τη διευκόλυνση της ανταλλαγής του χρήματος και των αγαθών. Η «πιστωτική επιστολή» ισοδυναμούσε με μεταβιβάσιμη επιταγή. Ένας έμπορος αναγνώριζε τα χρέη του προς έναν άλλο, που έπρεπε να εξοφληθούν σε μια συγκεκριμένη εμποροπανήγυρη αργότερα, μέσα στην ίδια χρονιά. Οι επιταγές μπορούσαν να μεταβιβαστούν από τον οφειλέτη ενός εμπόρου στον πιστωτή ενός άλλου. Η τελευταία εβδομάδα της εμποροπανήγυρης ήταν αφιερωμένη στο διακανονισμό των εκκρεμοτήτων.
Βασικό στοιχείο κάθε οικονομικής δομής είναι τα μέσα συγκέντρωσης των πόρων και παροχής της πίστωσης, επειδή χωρίς πίστωση τα μεγάλα εγχειρήματα καθίστανται δύσκολα. Ο μωσαϊκός νόμος απαγόρευε τη χρέωση με τόκο μεταξύ «αδελφών», αλλά ενώ σήμερα λέγοντας τοκογλυφία εννοούμε το πολύ υψηλό ή παράνομο επιτόκιο, τότε η λέξη σήμαινε το επιτόκιο καθαυτό. Η μεσαιωνική Εκκλησία καταδίκαζε δριμύτατα τη χρέωση με τόκο. Ωστόσο, μέχρι την έναρξη των διώξεων των Εβραίων από τον άγιο Λουδοβίκο, οι χριστιανοί και οι Εβραίοι δεν θεωρούνταν αδελφοί, και επομένως οι Εβραίοι μπορούσαν να δανείζουν με τόκο στους χριστιανούς. Έτσι, οι Εβραίοι πιστωτές έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στα πρώτα στάδια της εμπορικής ανάπτυξης της Δύσης. Η ανεπίσημη πίστωση είχε επίσης επεκταθεί, τόσο τοπικά όσο και στις εμποροπανηγύρεις, από διάφορους Νοτιοευρωπαίους. Οι όροι «Καορσινός» και «Λομβαρδός», που παρέπεμπαν στους δανειστές της γαλλικής πόλης Καόρ και της περιοχής της Λομβαρδίας στη βόρεια Ιταλία, έγιναν συνώνυμοι των πιστοδοτών που δάνειζαν ανοιχτά με τόκο. Αν και ορισμένοι ηγεμόνες άρχισαν να επιβάλουν νόμιμα επιτόκια (συνηθισμένο ύψος ήταν το εβδομαδιαίο επιτόκιο δύο πενών ανά λίρα χωρίς χρεολύσια ή 43,4 τοις εκατό ετησίως), τα άτομα που νοιάζονταν για την ψυχή και την υπόληψή τους και επιθυμούσαν να ταφούν σε ιερό χώρο δεν επέβαλλαν τέτοιο επιτόκιο. Οι Λομβαρδοί και οι Καορσινοί συχνά δρούσαν και ως ενεχυροδανειστές, παρέχοντας ενυπόθηκες πιστώσεις με επιτόκιο 20-40%. Παρά ταύτα, ο ρυθμός χρεοκοπιών για τους δανειστές χρημάτων ήταν πολύ υψηλός. Τον 13ο αιώνα, οι Λομβαρδοί και οι Καορσινοί εκτόπισαν ταχύτατα τους Εβραίους ως δανειστές χρημάτων, γεγονός που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στις διώξεις των Εβραίων από τους βασιλιάδες της δυτικής Ευρώπης, οι οποίες εγκαινιάστηκαν με τον Φίλιππο Αύγουστο. Οι τραπεζικές εργασίες είχαν ποικίλη προέλευση: το δανεισμό χρημάτων με τη μορφή σύμπραξης, την εξαργύρωση επιταγών, τις εμποροπανηγύρεις και τις «εμπορικές τραπεζικές εργασίες». Ήδη στα τέλη του 12ου αιώνα, στη Γένουα και σε άλλες ιταλικές πόλεις ορισμένοι αργυραμοιβοί δέχονταν καταθέσεις και εξέδιδαν αποδείξεις πληρωτέες άμα τη εμφανίσει, επένδυαν στο ενδιάμεσο τα χρήματα και μεταβίβαζαν πληρωμές μεταξύ των πελατών τους και των πελατών των άλλων. Προφανώς, αυτή η τακτική διευκόλυνε τις μεταβιβάσεις κεφαλαίων, όπως γινόταν προς τις εμποροπανηγύρεις ή μεταξύ της Ευρώπης και των κρατών των σταυροφόρων, χωρίς τη χρήση νομίσματος. Η επιτυχία των χρυσών νομισμάτων δείχνει ότι μέχρι το 1200 το πολύ, το εμπορικό ισοζύγιο με την Ανατολή ευνοούσε τη δυτική Ευρώπη. Η εμπορική ψαλίδα μεγάλωσε ακόμα περισσότερο όταν οι μογγολικές κατακτήσεις στέρησαν τους Αιγυπτίους από τον συνήθη εφοδιασμό τους με αφρικανικό χρυσάφι στα μέσα του 13ου αιώνα. Στις εμπορικές συναλλαγές τους, οι Μογγόλοι χρησιμοποιούσαν μόνο ασήμι. Καθώς το ασήμι μετατοπίστηκε προς τα ανατολικά, τα αποθέματα του μετάλλου άρχισαν να μειώνονται, γεγονός που προκάλεσε υποτίμηση του κοινού αργυρού νομίσματος στη Δύση. Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ Από τον 11ο αιώνα οι αλλαγές στις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις ήταν ραγδαίες. Τώρα η μάθηση είχε «πρακτικές» εφαρμογές. Αν και τα περισσότερα εμπορικά συμβόλαια συνάπτονταν προφορικά ενώπιον μαρτύρων, ορισμένα έπαιρναν και γραπτή μορφή. Ενώ πριν από τον 11ο αιώνα η δημιουργική δραστηριότητα ήταν ως επί το πλείστον επικεντρωμένη στη Γερμανία και καθοριζόταν από τα συντηρητικά συμφέροντα των μοναστηριών και της αυτοκρατορικής αυλής, τώρα το κέντρο της πνευματικής ζωής μετατοπίζεται δυτικά προς τη Γαλλία και από τις αγροτικές περιοχές προς τις πόλεις. Μια άλλη εξαιρετικά σημαντική αλλαγή κατά τη μέση περίοδο του Μεσαίωνα συνδέεται με τη χωροθέτηση και τον τύπο των μεγάλων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Ενώ οι περισσότερες κορυφαίες σχολές —η σχολή του καθεδρικού ναού της Ρενς είναι χαρακτηριστική εξαίρεση— ήταν μοναστικές και ανακτορικές και βρίσκονταν κυρίως σε αγροτικές περιοχές, πυρήνας της εκπαίδευσης από τα τέλη του 11ου αιώνα και μετά έγιναν οι σχολές των καθεδρικών ναών των πόλεων στη βόρεια Ευρώπη και οι σχολές των δήμων στην Ιταλία. Οι περισσότεροι σπουδαστές τους ήταν γιοι εμπόρων που προετοιμάζονταν να ακολουθήσουν κοσμική καριέρα, και όχι να ενταχθούν σε θρησκευτικά τάγματα. Οι βασιλιάδες της Γαλλίας και της Αγγλίας επίσης δαπανούσαν περισσότερο χρόνο στις πρωτεύουσές τους, στο Παρίσι και το Ουεστμίνστερ. Καθώς οι βασιλιάδες μετακινούνταν λιγότερο, οι μοναρχίες πλαισιώθηκαν από υπηρεσίες και πολυάριθμους κρατικούς υπαλλήλους. Το γεγονός αυτό, με τη σειρά του, παρότρυνε τους ηγεμόνες να προωθήσουν την ανάπτυξη των εκκολαπτόμενων εκπαιδευτικών κέντρων. Οι εγγράμματοι μάθαιναν το επάγγελμά τους διαβάζοντας υποδείγματα σε πεζό λόγο, και όχι καταλόγους ενοικιαστών γης, ακόμα και αν περνούσαν την επαγγελματική τους ζωή μετά τη σχολή συντάσσοντας τέτοιους καταλόγους. Φυσική συνέπεια ήταν να επικρατήσουν υψηλότερα και πιο εκλεπτυσμένα αισθητικά πρότυπα. Επιπλέον, καθώς έμπαιναν στην κυκλοφορία όλο και μεγαλύτερα χρηματικά ποσά, τόσο οι έμποροι όσο και οι ηγεμόνες έπρεπε να μάθουν να εκτελούν αριθμητικές πράξεις. Με εξαίρεση μερικά ιδιαίτερα μαθήματα, η επίσημη διδασκαλία διεξαγόταν εξ ολοκλήρου στα λατινικά. Οι εφαρμογές των λατινικών είχαν τυποποιηθεί στη διάρκεια της καρολίγγειας περιόδου, αλλά οι γερμανικές και οι ρομανικές γλώσσες συνέχισαν να εξελίσσονται. Οι διάφορες γερμανικές γλώσσες παρουσίαζαν σημαντικές διαφοροποιήσεις κατά περιοχές, καθώς η Γερμανία δεν διέθετε την πολιτική ισχύ που κατέστησε το Λονδίνο, το Παρίσι και την Καστίλλη βάση των αγγλικών, των γαλλικών και των ισπανικών αντίστοιχα. Οι βόρειες γερμανικές διάλεκτοι παρέμειναν σχετικά αναλλοίωτες, ενώ δεν συνέβη το ίδιο με τις διαλέκτους της νότιας Γερμανίας. Το σαξονικό ιδίωμα του Μαρτίνου Λουθήρου, που λόγω της πλατιάς απήχησης της Βίβλου του αποτέλεσε τη βάση της σύγχρονης γερμανικής γλώσσας, είναι πιο ευέλικτο από τα βόρεια γερμανικά που εξελίχθηκαν σε ολλανδικά, αλλά πιο άκαμπτο από τις γλώσσες της κεντρικής Γερμανίας. Στη Γαλλία οι αλλαγές ήταν ακόμα περισσότερες. Η γλώσσα της νότιας Γαλλίας τροποποιήθηκε μέσω της επαφής με τις κελτικές γλώσσες και τελικά με τα αραβικά, ενώ αμοιβαίες υπήρξαν οι επιδράσεις ανάμεσα στη γλώσσα της βόρειας Γαλλίας και τις γερμανικές γλώσσες. Το αποτέλεσμα ήταν η ύπαρξη δύο γαλλικών γλωσσών, της γλώσσας του ουάλ (oil) στον Βορρά και της γλώσσας του οκ (oc) στον Νότο, ανάλογα με τον διαφορετικό τρόπο προφοράς της λέξης ναι. Η γλώσσα του οκ έμοιαζε περισσότερο με τα καταλανικά και τα ιταλικά παρά με τη γλώσσα του ουάλ, αλλά οι μεταναστεύσεις των Νορμανδών στην Αγγλία και τη Μεσόγειο και οι σταυροφορίες κατά των Αλβιγηνών στη νότια Γαλλία (βλ. Κεφάλαιο IB') συνέβαλαν στην επικράτηση των βόρειων γαλλικών ως εθνικής γλώσσας. Εντούτοις, ακόμα και στις αρχές του 14ου αιώνα, οι πάπες στην Αβινιόν, που όλοι τους προέρχονταν από το Λανγκεντόκ, δυσκολεύονταν να κατανοήσουν τα έγγραφα που εκδίδονταν από τη βασιλική γραμματεία στο Παρίσι.
Η ευρύτερη απήχηση της γαλλικής λογοτεχνίας επιβράδυνε την ανάπτυξη των ιταλικών ως λογοτεχνικής γλώσσας μέχρι τον 13ο αιώνα, αργότερα όμως τα ιταλικά διαδόθηκαν ταχύτατα. Με εξαίρεση λιγοστές λομβαρδικές λέξεις, τα ιταλικά είχαν πιο «καθαρό» λατινικό λεξιλόγιο απ' ό,τι τα ισπανικά ή τα γαλλικά, που ήδη είχαν αλλοιωθεί από τα αραβικά και τα γερμανικά. Η δημοτικότητα της Θείας Κωμωδίας του Δάντη τον 14ο αιώνα συνέβαλε σημαντικά στην ανάδειξη της τοσκανικής διαλέκτου ως βάσης των σύγχρονων Iταλικών. Αντίστοιχα, τα αγγλικά αποτελούν σύνθεση κελτικών, σαξονικών, σκανδιναβικών και νορμανδογαλλικών στοιχείων. Η ιθαγενής σαξονική γλώσσα συνέχισε να χρησιμοποιείται από τον λαό μετά το 1066, αλλά οι ηγεμόνες του μιλούσαν νορμανδικά γαλλικά. Μόνο το 1349 εισήχθησαν τα αγγλικά στην εκπαίδευση, ενώ τα αγγλικά ήταν η γλώσσα στην οποία έγινε η έναρξη του κοινοβουλίου (parliament) το 1362. Το 1413 τα αγγλικά έγιναν η επίσημη γλώσσα της βασιλικής αυλής, αλλά τα γαλλικά εξακολούθησαν και μέχρι τον 18ο αιώνα να χρησιμοποιούνται στα δικαστήρια. Υπήρχαν αρκετές παραλλαγές αγγλικών, αλλά τελικά καθιερώθηκε η διάλεκτος του Λονδίνου.
Από τον 12ο αιώνα, ο όγκος της πνευματικής παραγωγής αυξάνει με πολύ ταχύτερο ρυθμό στις τοπικές γλώσσες απ' ό,τι στα λατινικά. Το 1300, και σε ορισμένες περιοχές ακόμα νωρίτερα, οι λαϊκές γλώσσες είχαν επισκιάσει τα λατινικά ως κύριο μέσο δημιουργικής έκφρασης. Οι περισσότεροι άνθρωποι αποκτούσαν στοιχειώδη παιδεία στην κοινή γλώσσα της γενέτειράς τους, και μετά μελετούσαν λατινικά ως δεύτερη γλώσσα στο σχολείο. Πολλοί έμαθαν γραφή και ανάγνωση στην καθομιλουμένη, ενώ από λατινικά γνώριζαν μόνο τη θεία λειτουργία. Ήδη τον 14ο αιώνα ακόμα και ορισμένα θεολογικά κείμενα γράφονταν στην καθομιλουμένη. Ενώ οι κοσμικοί ηγέτες του πρώιμου Μεσαίωνα, που τους απασχολούσαν οι ευθύνες τους έναντι του Θεού, έθεταν υπό την προστασία τους κυρίως τους κληρικούς και τα θεολογικά κείμενα, τον 12ο αιώνα είχαν ήδη αρχίσει να προωθούν άλλες μορφές έκφρασης, συνήθως στη λαϊκή γλώσσα, που θα μπορούσε να γίνει κατανοητή από περισσότερους ανθρώπους. Η αυξανόμενη πολιτική ισχύς της Εκκλησίας την κατέστησε αντίπαλο πολλών κοσμικών ηγεμόνων, που ενδιαφέρονταν λιγότερο απ' ό,τι οι πρόγονοί τους για την ευσέβεια και περισσότερο για τη διασκέδαση.
Μια σημαντική διάκριση, που υπερβαίνει τη γλώσσα της καλλιτεχνικής σύνθεσης, είναι κατά πόσον ένα λογοτεχνικό έργο αποτελεί προϊόν αυθόρμητης δημιουργίας ή γράφτηκε ή τραγουδήθηκε απευθυνόμενο σε κάποιον συγκεκριμένο προστάτη. Στον πρώιμο Μεσαίωνα, οι περιπλανώμενοι τραγουδιστές (μενεστρέλοι) τραγουδούσαν στις αυλές των ηγεμόνων παλιούς ηρωικούς μύθους με αντάλλαγμα την παροχή γεύματος, εμπλουτίζοντας τις ιστορίες τους με νέες, δικές τους παραλλαγές, συχνά με σκοπό να κολακεύσουν τον πάτρoνά τους. Είδαμε ότι οι γαιοκτήμονες ευγενείς διαμορφώθηκαν σε κοινωνική τάξη στη διάρκεια της μέσης περιόδου του Μεσαίωνα και προσπάθησαν να αναπτύξουν ένα δικό τους ευρύτερο ήθος, με άξονα τη δική τους αρετή και ανωτερότητα. Οι έμποροι που αγόραζαν τη γη τους και τους πίεζαν να πληρώνουν τους λογαριασμούς τους δεν εισέπρατταν παρά την περιφρόνηση αυτών των αυτόκλητων αναζητητών του ιερού δισκοπότηρου.
Η λογοτεχνία της καθομιλουμένης που κυκλοφορούσε στις αυλές των ευγενών αποτελούνταν από έπη και μυθιστορίες (και τα δύο σχηματοποιημένα και υπό την προστασία των αρχόντων), καθώς και λυρική ποίηση. Τόσο τα έπη (τα γαλλικά chansons de geste, τραγούδια για ανδραγαθίες) όσο και οι μυθιστορίες εμπνέονταν από πραγματικά γεγονότα που είχαν συμβεί στο παρελθόν. Το ισπανικό έπος El Cid («Ο Άρχοντας») γράφτηκε γύρω στο 1140, μια γενιά μόνο μετά το θάνατο του κεντρικού του ήρωα, του Καστιλλιάνου ιππότη Ροντρίγκο Ντίας ντε Βιβάρ, που πολέμησε κατά των χριστιανών αλλά και των μουσουλμάνων για να καρπωθεί εδάφη και προσωπική δόξα και πέθανε το 1099 ως άρχοντας της Βαλένθιας. Τα υπόλοιπα έπη και οι μυθιστορίες διαδίδονταν προφορικά επί πολλά χρόνια, συνήθως αρκετούς αιώνες, μέχρις ότου κάποια από αυτά διασωθούν σε γραπτή μορφή. Έτσι, υπάρχουν ποικίλες παραλλαγές και διαφορετικές λογοτεχνικές παραδόσεις. Σε αντίθεση με τις μυθιστορίες, το κλίμα στα έπη είναι ηρωικό και συχνά αιματηρό, σπάνια εκλεπτυσμένο, και οι ήρωες σκιαγραφούνται μες στον ιστορικό τους περίγυρο, έστω και ατελώς δοσμένο, ενώ στις μυθιστορίες μετασχηματίζονται σε υποδείγματα των αρετών της τάξης των ευγενών, όπως αυτές γίνονταν αντιληπτές στα χρόνια του συγγραφέα. Με εξαίρεση, ως ένα βαθμό, το Έπος των Νιμπελούνγκεν, οι ήρωες των επών απεικονίζονται μονοδιάστατοι, ενώ οι χαρακτήρες των μυθιστοριών είναι πολύ πιο σύνθετες προσωπικότητες. Επίσης, οι μυθιστορίες συλλαμβάνονταν ως ιστορίες και γίνονταν κατανοητές ως προϊόντα μυθοπλασίας.
Τα έπη μάς προσφέρουν μια συναρπαστική ματιά στην αντίληψη που είχαν οι ευγενείς για τον εαυτό τους. Για τον μέσο αγγλομαθή αναγνώστη η ωμότητά τους συχνά αμβλύνεται επειδή οι περισσότερες σύγχρονες μεταφράσεις τους χρησιμοποιούν τις αρχαϊκές μορφές του δεύτερου ενικού (thou και thine αντί you και your). Αυτό προσδίδει μια αίσθηση λεπταίσθητης ευπρέπειας που είναι εντελώς απούσα από το πρωτότυπο. Τα παλαιότερα ποιήματα απεικονίζουν τον ευγενή ως σκληροτράχηλο, αρπακτικό στρατιώτη. Το 943, στην ταραγμένη γη της βορειοδυτικής Γαλλίας που στην πραγματικότητα δεν ανήκε σε κανέναν κι όπου η ανάμνηση των Βίκινγκ ήταν ακόμα νωπή, κάποιος Ροδόλφος ή Ραούλ προσπάθησε να καταλάβει τα εδάφη του Ερβέρτου, του μακαρίτη κόμη του Βερμαντουά, και σκοτώθηκε από τους γιους του εκλιπόντος. Το επεισόδιο αυτό παρουσιάζεται εξωραϊσμένο στο έπος Ραούλ του Καμπραί. Ο Ραούλ, που γεννήθηκε κοιλάρφανος, αποκληρώθηκε από τον άρχοντα του πατέρα του, τον Γάλλο βασιλιά. Μετά την ενηλικίωσή του, ο Ραούλ, μαζί με τον υπηρέτη του Μπερνιέ, τέθηκε στην υπηρεσία του Γερμανού αυτοκράτορα, που του παραχώρησε τα εδάφη των θείων του Μπερνιέ, γιων του Ερβέρτου του Βερμαντουά. Στην προσπάθειά του να κατακτήσει αυτά τα εδάφη, ο Ραούλ επέδειξε μια άνευ προηγουμένου αγριότητα. Ο Μπερνιέ ανησυχούσε για τη συμπεριφορά του Ραούλ, αλλά πίστευε πως η πίστη στον αφέντη του βάραινε περισσότερο από τις προσωπικές υποχρεώσεις του έναντι των συγγενών του. Τελικά όμως, αψήφησε ανοιχτά τον Ραούλ, αρνούμενος την πίστη στο πρόσωπό του, και λίγο αργότερα τον σκότωσε σε μονομαχία. Το υπόλοιπο ποίημα αφηγείται την αμείλικτη καταδίωξη του Μπερνιέ από τους συγγενείς του Ραούλ. Κορυφώνεται με μια επίθεση κατά του Μπερνιέ, ο οποίος ανάρρωνε ύστερα από μια από τις πολλές αιματηρές μάχες που εξιστορεί ηδονικά και με κάθε λεπτομέρεια η «σιδηρά» μητέρα του Ραούλ, η αρχόντισα Αλίκη η Λευκόχρους.
Το Άσμα του Ρολάνδου είναι πιο γνωστό από τον Ραούλ του Καμπραί, αλλά κινείται στο ίδιο ψυχολογικό κλίμα, που εμπλουτίζεται με την αμοιβαία σχέση του ήρωα με τον υπηρέτη του. Το 778, καθώς ο στρατός του Καρλομάγνου επέστρεφε από την Ισπανία, η οπισθοφυλακή του δέχτηκε επίθεση και εξοντώθηκε. Με αφορμή αυτό το γεγονός, οι μενεστρέλοι έπλασαν έναν ηρωικό θρύλο που πρωτοπήρε γραπτή μορφή στα τέλη του 11ου αιώνα. Ο διοικητής της ομάδας, ο κόμης Ρολάνδος, έγινε ανιψιός του Καρλομάγνου και επινοήθηκε κάποιος προδότης. Μολονότι ο κύριος όγκος της στρατιάς βρισκόταν αρκετά κοντά ώστε να ακουστεί ένα πολεμικό κέρας, ο Ρολάνδος δεν καταδέχτηκε να το φυσήξει, γιατί κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με παραδοχή της αδυναμίας του. Αντίθετα, προτίμησε να πολεμήσει μέχρις εσχάτων. Ο ποιητής μάς διαβεβαιώνει ότι, αφού δέχτηκε ένα χτύπημα που θα σώριαζε κατάχαμα έναν λιγότερο δυνατό άντρα, ο ήρωας εκφώνησε εν μέσω του ορυμαγδού της μάχης ένα λογύδριο περί ανδρείας και έκοψε στα δύο είκοσι τέσσερις μουσουλμάνους με το σπαθί του. Το ποίημα είναι ένας χείμαρρος όπου αίμα και μυαλά χύνονται σε άφθονες ποσότητες. Ο αρχιεπίσκοπος, που το κανονικό δίκαιο τον εμπόδιζε να χύσει αίμα, όρμησε στη μάχη κραδαίνοντας τη ράβδο του. Τελικά, αφού ήταν ολοφάνερο ότι οι άνδρες του θα σκοτώνονταν, ο Ρολάνδος ενέδωσε στα παρακάλια του πιστού του στρατιώτη Ολιβιέ και φύσηξε το πολεμικό του κέρας. Ο Καρλομάγνος έφτασε έγκαιρα για να εκφωνήσει κι αυτός ένα λόγο και να υποσχεθεί στους ψυχορραγούντες ήρωες χριστιανική ταφή. Τέτοιες ιστορίες ριψοκίνδυνης ανδρείας συγκινούσαν και κολάκευαν τους ευγενείς. Το γεγονός ότι ο Ρολάνδος θυσίασε τους στρατιώτες του για να κερδίσει δόξα ο ίδιος ήταν εντελώς συμβατό με την αντίληψη που είχαν οι ευγενείς για τον εαυτό τους —κάτι που πρέπει να ιδωθεί ως έκθεση μιας κοινωνικής πραγματικότητας, όχι ως ιστορικό γεγονός. Απ' όσα γνωρίζουμε για τις πραγματικές μάχες και τη διπλωματία, πράγματι τις χαρακτήριζε κάποια αποκοτιά απέναντι στον κίνδυνο, αλλά συχνά και προδοσία και δειλία.
Τα μεταγενέστερα έπη εμφανίζονται πιο περίτεχνα, ιδίως το Έπος των Νιμπελούνγκεν που γράφτηκε στην Αυστρία γύρω στο 1200. Είναι το έπος που διατηρήθηκε περισσότερο απ' όλα τα αλλά σε καθαρά προφορική μορφή, με αποτέλεσμα τη σκιαγράφηση πολλών σύνθετων ηρώων, αν και υπάρχουν κι εδώ πολλές μάχες και αιματοχυσίες, προορισμένες να ικανοποιήσουν το ακροατήριο της εποχής. Η δράση επικεντρώνεται στην εξόντωση του βουργουνδικού στρατού και της βασιλικής οικογένειας από τους Ούνους το 436. Οι γυναίκες, που λίγο ως πολύ λάμπουν διά της απουσίας τους στα προηγούμενα έπη, εμφανίζονται στο Έπος των Νιμπελούνγκεν να μηχανορραφούν και να δρουν στο παρασκήνιο, με κορυφαία εκπρόσωπο την ποταπή Βουργουνδή πριγκίπισσα Κριμχίλδη. Οργισμένη από ζήλια επειδή ο ήρωας Ζίγκφρηντ προτίμησε την Ισλανδή πριγκίπισσα Βρουγχίλδη, η Κριμχίλδη τον πρόδωσε στον Χάγκεν, τον ανώτερο αξιωματούχο του αδελφού της, του βασιλιά Γκούνθερ. Η Κριμχίλδη συνέχισε την εκδικητική της δράση με το γάμο της με τον Ούνο Έτσελ (Αττίλα). Οι Βουργουνδοί ηττήθηκαν από ένα συνασπισμό Ούνων και Οστρογότθων. Στη συνέχεια η Κριμχίλδη διέταξε την εκτέλεση του αδελφού της Γκούνθερ και σκότωσε τον Χάγκεν με το ίδιο της το χέρι. Τελικά, την Κριμχίλδη την σκότωσε ο ηλικιωμένος Οστρογότθος ήρωας Χίλντεμπραντ.
Οι μυθιστορίες είναι πιο περίτεχνο λογοτεχνικό είδος από το έπος, αλλά οι περισσότερες απέκλιναν ακόμα περισσότερο από την πραγματικότητα. Η ιστορική βάση των μυθιστοριών συσκοτίζεται από τη συνειδητή μυθοπλασία. Ο Μέγας Αλέξανδρος εμφανίζεται συχνά στη θεματολογία τους, αλλά ο πιο διάσημος ήρωας των μυθιστοριών είναι ο βασιλιάς Αρθούρος. Σήμερα οι περισσότεροι μελετητές κλίνουν υπέρ της άποψης ότι ο Αμβρόσιος Αυρηλιανός, ένας Κέλτης αρχηγός που πέθανε πολεμώντας τους Σάξονες εισβολείς στα τέλη του 5ου και στις αρχές του 6ου αιώνα, ήταν το αρχέτυπο του θρυλικού βασιλιά Αρθούρου. Η φιγούρα του Αρθούρου αναπτύχθηκε προφορικά στους ιρλανδικούς, κορνουαλικούς και ουαλικούς θρύλους, τους οποίους μάθαιναν οι Βρετόνοι μενεστρέλοι που ακολουθούσαν τις νορμανδικές στρατιές στη Βρετανία και ύστερα μετέφεραν τις ιστορίες στη Βρετάνη. Φαίνεται ότι το ουαλικό Mabinogion, που γράφτηκε γύρω στο 1060, ήταν η πηγή που χρησιμοποίησε ο Γοδεφρείδος του Μόνμουθ στην Ιστορία των βασιλέων της Βρετανίας (περί το 1135). Ο Νορμανδός Ουέις έγραψε τη Μυθιστορία του Βρούτου (περί το 1155) εμπλουτίζοντας τις ιστορίες του Γοδεφρείδου. Γύρω στο 1200 το έργο του Ουέις αποδόθηκε στα μεσαιωνικά αγγλικά, και πάλι εμπλουτισμένο με μπόλικο νέο υλικό, στον Βρούτο του Λέυαμον. Μετά το 1225 περίπου, παύουν να γράφονται σημαντικά λογοτεχνικά έργα για τον Αρθούρο, αλλά στην Αγγλία οι σχετικοί θρύλοι εξακολούθησαν να εμπλουτίζονται, κυρίως με το έργο Ο Σερ Γκαουαίην και ο Πράσινος Ιππότης (περί το 1370).
Όλες οι μυθιστορίες για τον Αρθούρο προβάλλουν τις ιπποτικές αρετές, αλλά ένα στοιχείο που εντοπίζεται σ' αυτές και απουσιάζει εντελώς από τα έπη είναι η προστασία που παρέχει ο ρωμαλέος ιππότης στους αδύνατους. Μολονότι ο Αρθούρος είναι μια σταθερή παρουσία στο πλαίσιο της κάθε μυθιστορίας, υπάρχουν σημαντικές παραλλαγές ανάμεσα στις διάφορες ιστορίες. Ο Αρθούρος ήταν νόθος γιος του Ούθερ του Δρακοντοκέφαλου, βασιλιά της Βρετανίας, και της συζύγου ενός άρχοντα της Κορνουάλης. Αναγνωρίστηκε ως βασιλιάς αφού τράβηξε ένα ξίφος που ήταν βυθισμένο σε μια πέτρα. Βασίλεψε στην αυλή του στο Κάμελοτ, περιτριγυρισμένος από τους ιππότες του, με την προστασία του μυστηριώδους ξίφους Εξκάλιμπερ, που του το είχε δώσει η Κυρά της Λίμνης. Ασφαλώς, είχε θανάσιμους εχθρούς, κυρίως τον ανιψιό του Μόρντρεντ και την αδελφή του Μόργκαν λε Φέυ. Τελικά, ο Μόρντρεντ και ο Αρθούρος σκότωσαν ο ένας τον άλλον σε μια θανάσιμη αναμέτρηση. Οι πιο ξακουστοί ιππότες του Αρθούρου ήταν ο Τριστάνος και ο Λανσελότος. Είχαν όμως και οι δύο παραστρατήσει καθώς δημιούργησαν παράνομες ερωτικές σχέσεις, ο Τριστάνος με την Ιζόλδη, τη σύζυγο του βασιλιά Μάρκου, που ήταν θείος του, και ο Λανσελότος με τη Γενιέβρη, τη σύζυγο του Αρθούρου. Άλλοι ήρωες ήταν ο Γκαουαίην (Gawain), ανιψιός του Αρθούρου, και ορκισμένος αντίπαλος του Λανσελότου, ο ιππότης Γκάλαχαντ, γιος του Λανσελότου, και επικεφαλής της αναζήτησης του αγίου δισκοπότηρου, και ο «κακός» ιππότης Κέι, θετός αδελφός του Αρθούρου. Ο κύκλος των ιστοριών του Αρθούρου και των ιπποτών του της στρογγυλής τραπέζης εγγράφεται σε μια παράδοση αυλικού ή πλατωνικού έρωτα, την οποία μπορούμε να ανιχνεύσουμε από τις αρχές του 12ου αιώνα στις αυλές της Ευρώπης. Πάντα κυριαρχεί ένας περίτεχνος κώδικας συμπεριφοράς. Η τιμή ήταν το κορυφαίο κίνητρο των περισσότερων ηρώων, και κάθε προσβολή της ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου. Η αβροφροσύνη, οι επιδόσεις στις καλές τέχνες (αλλά όχι στις επτά ελευθέριες τέχνες, που ήταν αποκλειστική αρμοδιότητα των νάνων που επιδίδονταν στη μαγεία) και η ικανότητα να μιλά κανείς με ευφράδεια και επί μακρόν θεωρούνταν σημαντικές ιδιότητες. Η στρατιωτική γενναιότητα ήταν επίσης αναγκαία, αν και οι περισσότερες μυθιστορίες τόνιζαν τις πολεμικές αναμετρήσεις λιγότερο απ' ό,τι τα έπη.
Σε πολλές μυθιστορίες συναντάμε στερεότυπα θέματα. Ένας ιππότης εγκαταλείπει το σπίτι του αναζητώντας την περιπέτεια και ερωτεύεται μια όμορφη κυρά. Τελικά φτάνει στην αυλή του Αρθούρου όπου μαθαίνει ότι δεν μπόρεσε να συνδυάσει αρμονικά έρωτα και ιπποσύνη, επειδή η προσήλωσή του στις απαιτήσεις της ιπποσύνης αποβαίνει εις βάρος του έρωτα, ενώ η ιπποτική του ανδραγαθία εξασθενεί λόγω της υπερβολικής του αφοσίωσης στην κυρά του. Επομένως, απαιτούνται και άλλες περιπέτειες για τον εξαγνισμό του και για τη συμφιλίωση των ποικίλων πτυχών της προσωπικότητάς του. Ορισμένοι πιστεύουν ότι ο Χριστιανός της Τρουά (άκμασε μεταξύ 1148 και 1190), ο οποίος αποδείχθηκε ο μεγαλύτερος δεξιοτέχνης του 12ου αιώνα σε τέτοιες συμβάσεις, που εμφανίζονται στις μυθιστορίες του Υβαίν και Ερίκ και Ενίντ, τις παρωδεί στο έργο του Ιππότης της άμαξας. Εδώ η βασίλισσα Γενιέβρη αιχμαλωτίζεται από τις δυνάμεις ενός πονηρού ιππότη. Ο ήρωας, ο ιππότης Λανσελότος, ανακαλύπτει πού την κρατούν, αλλά όταν η Γενιέβρη μαθαίνει ότι εκείνος ταλαντεύτηκε προς στιγμήν προτού ορμήσει στην άμαξα για να πάει κοντά της, συμπεραίνει ότι ο έρωτάς του γι' αυτήν δεν είναι απόλυτος. Για να αποσπάσει τη συγγνώμη της, ο Λανσελότος θα πρέπει να περάσει από πολλές δοκιμασίες, αν και οι περιπέτειες αυτές συμβαίνουν μετά τη διάσωσή της από τον ήρωα. Στα τέλη του 12ου και τον 13ο αιώνα η γαλλική παράδοση του αυλικού έρωτα συνεχίστηκε από τους Φλαμανδούς και ιδίως από τους Γερμανούς ποιητές και, κάπως αργότερα, από τους Ιταλούς. Πολλά έργα τους ήταν μεταφράσεις από τα αντίστοιχα γαλλικά με ελάχιστες προσθήκες, αλλά ορισμένα έργα της γερμανικής λυρικής ποίησης, και ιδίως ο Πάρσιφαλ του Βόλφραμ φον Έσενμπαχ (περί το 1170-1220) από τη Φραγκονία, παρουσιάζουν αρκετά πρωτότυπα στοιχεία. Ο θρύλος του ιερού δισκοπότηρου (Γκράαλ) πρωτοεμφανίζεται σε κελτικές ιστορίες για ένα μαγικό ιερό σκεύος. Εν συνεχεία, μεταφυτεύτηκε στη χριστιανική παράδοση με τον Πάρσιφαλ του Χριστιανού της Τρουά. Συνδέθηκε με τους θρύλους του Ιωσήφ του από Αριμαθαίας, που απομάκρυνε το νεκρό σώμα του Ιησού από το σταυρό, και στη συνέχεια με τον Μυστικό Δείπνο. Ο Βόλφραμ πήρε τη βασική ιστορία από τον Χριστιανό, αλλά διέταξε το έργο του σύμφωνα με το λειτουργικό ημερολόγιο και συμπεριέλαβε αρκετό επιστημονικό και θεολογικό υλικό. Ο ίδιος ο Πάρσιφαλ ήταν ένας άγαρμπος, αφελής νέος που η μητέρα του προσπάθησε να τον προφυλάξει από τους κινδύνους της ιπποσύνης ντύνοντάς τον σαν ηλίθιο κι ελπίζοντας ότι θα τον έπαιρναν για τέτοιο. Αμέσως μόλις ξεκίνησε για την αναζήτηση του δισκοπότηρου, συνάντησε μια όμορφη κυρά σε μια σκηνή. Μια που είχε ακούσει ότι οι αβρόφονες ιππότες ασπάζονταν τέτοια πλάσματα, τη φίλησε. Αλλά η πράξη του ήταν αμαρτία, γιατί έδωσε αφορμή στον εραστή της να την κατηγορήσει γι' απιστία. Μέσα από διάφορες περιπέτειες, ο Πάρσιφαλ διατηρεί τη νεανική του αθωότητα, αλλά κερδίζει σε εκλέπτυνση. Τελικά κυριεύει το μυστηριώδες κάστρο του Γκράαλ και γίνεται ο βασιλιάς του.
Η τέχνη των τροβαδούρων (από το trovar, που σημαίνει βρίσκω) άνθησε στη νοτιοδυτική Γαλλία του 12ου αιώνα. Ο σεβασμός προς την κυρά σύμφωνα με την «αυλική» παράδοση είχε εμφανιστεί στους ερωτικούς ποιητές της Ανδαλουσίας και της Αραβίας δύο αιώνες προτού επικρατήσει στη νοτιοδυτική Γαλλία, και πολλοί έχουν θεωρήσει την ποίηση των τροβαδούρων ως δάνειο από ισπανικά και μουσουλμανικά πρότυπα. Στον Βορρά εμφανίστηκε μια παρόμοια αλλά λιγότερο ταλαντούχα ομάδα, οι trouvères. Στα τέλη του 12ου αιώνα, και ιδίως στον 13ο, οι Γερμανοί Minnesänger (τραγουδιστές της αγάπης) που οι περισσότεροι ήταν ministeriales, έγραψαν κάπως πιο στιλιζαρισμένους στίχους οι οποίοι αναφέρονταν σε ποικίλα θέματα. Ο Γερμανός Βάλτερ φον ντερ Φογκελβάιντε (περί το 1170-1230) ξέσπασε σε άλλαλαγμούς χαράς όταν ο προστάτης του, ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος Β', του παραχώρησε ως ανταμοιβή ένα ευεργέτημα (beneficium). Ο Βάλτερ είχε μεγαλώσει στην αυστριακή αυλή αλλά, καθώς δεν είχε κάποιον ισχυρό προστάτη, έγκατέλειψε το 1203 τη Βιέννη για μια θέση στην επισκοπή του Πασσάου. Ενόσω βρισκόταν στην υπηρεσία του Φιλίππου της Σουηβίας έγραψε κάμποσα πολιτικά ποιήματα.
Ο Μπερτράν ντε Μπορν (περί το 1140-1214) έγραψε πνευματώδη, σατιρικά ποιήματα, που είχαν μεγάλη απήχηση στην εποχή τους, αλλά σήμερα δεν κατέχει περίοπτη θέση ανάμεσα στους τροβαδούρους. Πολλά λυρικά ποιήματα υμνούσαν τις χαρές του πολέμου ή τις ομορφιές της φύσης ή την αλλαγή των εποχών, αλλά ο Μπερτράν κατάφερε και συνδύασε όλα αυτά τα θαυμαστά στο ίδιο ποίημα. Πώς μου αρέσει η άνοιξη η τερπνή όταν φουντώνουν τα φυλλώματα κι ανθίζουν τα λουλούδια, πώς μου αρέσει το διαπεραστικό αντιλάλημα των πουλιών που κελαηδούν αδιάκοπα και το τραγούδι τους πλημμυρίζει το δάσος. Πόσο αγάλλομαι να βλέπω τις σκηνές και τα περίπτερα στημένα στους αγρούς, αχ, πόσο ευφραίνεται η καρδιά μου σαν βλέπω να παίρνουν θέση στο πεδίο της μάχης άλογα και καβαλάρηδες ασπιδοφόροι. Ρόπαλα, ξίφη, κράνη —όλα πολύχρωμα— ασπίδες, σάρκες να ξεσκίζονται και να συνθλίβονται όλα θα τα δούμε στην αρχή της συμπλοκής όταν οι υποτελείς θα ορμήσουν στη μάχη και τα άλογα σκιαγμένα θα τρέχουν μακριά απ' τους αφέντες τους, που χτυπημένοι θα 'χουν σωριαστεί. Μόλις αρχίσει η επίθεση, κάθε άνδρας ευγενικής καταγωγής θα θερίσει χέρια και κεφάλια. Από αιχμάλωτος, κάλλιο να 'σαι νεκρός.
Πάνω απ' όλα, όμως, οι τροβαδούροι έγραφαν για τον έρωτα. Ορισμένα ποιήματά τους είχαν σκοπό την κολακεία, άλλα φαίνονται προϊόντα αυθόρμητης σύλληψης, ίσως για τους συντρόφους στην οινοποσία, και ασφαλώς χωρίς την πρόθεση κολακείας. Αυτός ο τελευταίος τύπος λογοτεχνικής έκφρασης παρέχει μια αναγκαία διόρθωση στην εξιδανικευμένη άποψη περί ευγενών που περιέχεται στην υπόλοιπη «αυλική» παράδοση. Η λέξη «γήινη» θα ήταν ο πιο επιεικής χαρακτηρισμός για τη στάση που είχαν υιοθετήσει οι πρώτοι τροβαδούροι προς το αντίθετο φύλο. (Ας σημειωθεί ότι οι περισσότεροι τροβαδούροι ήταν άντρες, αν και υπήρχαν και μερικές γυναίκες, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει η κόμισσα Βεατρίκη Ντία). Ο δούκας Γουλιέλμος Θ' της Ακουιτανίας (1071-1127), ο παππούς της Ελεωνόρας, συχνά αποκαλείται ο πρώτος τροβαδούρος. Έγραψε χαριτωμένα ανάλαφρα λυρικά ποιήματα, όπως το «Θα γράψω μερικούς στίχους μόνο για τέρψη», το οποίο παρατίθεται πολύ συχνά. Επίσης έγραψε ορισμένα από τα πιο τολμηρά σεξουαλικά ποιήματα σε οποιαδήποτε γλώσσα πριν από τον 20ο αιώνα. Ένας παραγνωρισμένος (όπως θα περίμενε κανείς) ποιητής ήταν ο Μαρκαμπρύ (άκμασε μεταξύ 1130 και 1150), ένας αμφιφυλόφιλος ιππότης που σε αρκετά του ποιήματα καυτηρίασε τις ευγενικής καταγωγής αρχόντισες για σεξουαλική ακολασία. Τελικά ο Μαρκαμπρύ δολοφονήθηκε από κάποιον άνδρα που «εμφανίζεται» σε ένα από τα σκαμπρόζικα ποιήματά του. Πιο καλοκάγαθο, αλλά όχι περισσότερο πλατωνικό, είναι το ανώνυμο «Μοναχός του Μοντωντόν».
Αχ! πώς μ' αρέσει να γλεντώ και να κάνω τρέλες, μ' αρέσουν το καλό φαΐ και τα δώρα και οι άντρες που το λέει η καρδιά τους, τα κορίτσια τα τίμια, που όμως ξέρουν τους τρόπους των μεγαλοκυράδων και ξέρουν να δίνουν την κατάλληλη απάντηση και μου αρέσουν οι πλούσιοι που δεν είναι πάντα έντιμοι αλλά ξέρουν να τη φέρνουν στους αντιπάλους τους. Και το καλοκαίρι μου αρέσει να πλαγιάζω στην όχθη ενός ποταμού ή ενός ρυακιού όταν τα χωράφια πρασινίζουνε και τα λουλούδια ανοίγουν κι ακούω των πουλιών τα κελαηδήματα και η κοπελιά μου έρχεται κρυφά και με ευφραίνει στο άψε σβήσε.
Στη διάρκεια του 13ου αιώνα οι εγγράμματοι κάτοικοι των πόλεων, πάντα πρόθυμοι να μιμηθούν τους ευγενείς και, σε εντυπωσιακό βαθμό, να υιοθετήσουν τις ηθικές τους αξίες, διάβαζαν με απληστία ιπποτικά έπη και μυθιστορίες. Ίσως κανένα άλλο έργο της λογοτεχνίας να μην εκφράζει τόσο χαρακτηριστικά τη μόδα των «ευγενών» λογοτεχνικών μορφών ανάμεσα στους αστούς όσο η Μυθιστορία του Ρόδου, πιθανόν το πιο δημοφιλές λογοτεχνικό έργο ολόκληρης της μεσαιωνικής περιόδου. Το ποίημα απαρτίζεται από δύο μέρη. Το πρώτο, ένα ημιτελές απόσπασμα που γράφτηκε από τον ιππότη Γκιγιώμ ντε Λορρίς γύρω στο 1237, είναι μια συμβατική αλληγορία για τον ρομαντικό έρωτα της ιπποσύνης και διαδραματίζεται μέσα σε ένα όνειρο. Ο ήρωας (αυτός δηλαδή που βλέπει το όνειρο), τον οποίο έχει προσλάβει ως υπηρέτη ο Θεός του Έρωτα, επιθυμεί να κατακτήσει την Κυρά του, που τη συμβολίζει το Ρόδο. Αφού μαθαίνει τους κανόνες του έρωτα, αρχίζει την αναζήτησή του. Οι σχέσεις του με την Κυρά διέπονται από προσωποποιήσεις συμβάσεων όπως είναι οι αντιθετικές ηθικές στάσεις Ωραία Υποδοχή και Αιδώς. Η Μυθιστορία του Ρόδου συνεχίστηκε και ολοκληρώθηκε σαράντα περίπου χρόνια αργότερα από τον αστό Ιωάννη του Μεν. Η συνέχεια είναι σχεδόν πενταπλάσια σε έκταση από το πρώτο μέρος και ο Ιωάννης του Μεν έδωσε στο έργο του τη μορφή σύνθετης διδακτικής αλληγορίας, συμπεριλαμβάνοντας, λόγου χάρη, παρεκβάσεις περί αστρολογίας και οπτικής. Ο Ιωάννης είχε σπουδάσει στο Παρίσι και προφανώς διατήρησε επαφές με τους λογίους της πόλης. Οι ήρωες, που προσωποποιούν έννοιες ή καταστάσεις, μιλούν σαν σοφολογιότατοι και μετέχουν σε σχοινοτενείς συζητήσεις. Ο Εραστής συνεχίζει τις προσπάθειες για την κατάκτηση της Κυράς, παρόλο που η Λογική τού λέει ότι κάτι τέτοιο είναι μάταιο. Τελικά, ο Φίλος του Εραστή εκτοπίζει τη Λογική και αναλαμβάνει αυτός το ρόλο του οδηγού.
Τα πρώτα θεατρικά έργα αναπτύχθηκαν σε αστικό και λόγιο περιβάλλον. Μολονότι τα θεατρικά έργα της Αρχαιότητας, ιδίως των Ελλήνων, είναι καταξιωμένα αριστουργήματα, το σύγχρονο θέατρο δεν είναι άμεσος απόγονός τους, αλλά εξελίχθηκε κυρίως μέσα από τα ηθοπλαστικά θρησκευτικά δρώμενα και τα έργα με «θαύματα» του Μεσαίωνα. Η Χροσβίτα του Γκάντερσχάιμ ήταν ουσιαστικά η μόνη που προσπάθησε να μιμηθεί τα πρότυπα του αρχαίου δράματος. Στα τέλη του 10ου αιώνα εγκαινιάζεται μια δραματουργική παράδοση που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, με την προσθήκη διαλόγου στο εισοδικό της λειτουργίας της Ανάστασης. Ακολουθούν οι τρόποι (tropes) των Χριστουγέννων, σύντομοι στίχοι στα λατινικά που απαντούσαν στις ερωτήσεις που περιέχονταν στη θεία λειτουργία. Τον 11ο αιώνα εμφανίστηκαν αρκετά έργα που αφηγούνταν τις ιστορίες του Ηρώδη και της Ραχήλ. Από τα τέλη του 11ου αιώνα, όταν οι σπουδαστές των καθεδρικών σχολών της βόρειας Γαλλίας διασκεύαζαν βιβλικές ιστορίες σε δρώμενα τα οποία ανέβαζαν μέσα στους ναούς, μπορούμε να μιλάμε για γνήσιο θέατρο. Φυσικά, τα έργα αυτά ήταν γραμμένα στα λατινικά και, εφόσον προήλθαν από τα τροπάρια της θείας λειτουργίας, συνοδεύονταν από μουσική. Το παλαιότερο μουσικό θεατρικό έργο που διασώζεται είναι το Έργο του Ηρώδη του 11ου αιώνα, αλλά ένα πιο εξελιγμένο δείγμα είναι το Έργο του Δανιήλ, που γράφτηκε για την περίοδο των Χριστουγέννων στην καθεδρική σχολή του Μπωβαί και η πρώτη παράστασή του δόθηκε το 1112. Ο Δανιήλ έχει βιβλική βάση, αλλά έχουν προστεθεί τραγούδια με συνοδεία οργάνων. Αρχίζει με έναν καθαρά οργανικό πρόλογο, πάνω σε μια παλαιά και χαρακτηριστικά κοσμική μελωδία. Η μουσική συνοδεία στον Δανιήλ, όπως και στις περισσότερες μουσικές συνθέσεις πριν από τον 14ο αιώνα, έδινε έμφαση στα κρουστά, ενώ τα έγχορδα παίζονταν περισσότερο χτυπώντας τις χορδές με τα δάχτυλα παρά με το δοξάρι. Μετά την εισαγωγή, ακολουθούσε η δραματοποιημένη, εν είδει λιτανείας, είσοδος του βασιλιά Βαλτάσαρ. Προφανώς, σκοπός ήταν η προσέγγιση του κοσμικού κοινού με ζωντανές αναπαραστάσεις ιστοριών των οποίων η σημασία δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτή δεόντως στη λειτουργία. Αν και τα λειτουργικά δράματα γράφονταν στα λατινικά, οι σπουδαστές χρησιμοποιούσαν και την καθομιλουμένη, γεγονός που επέτρεπε τη συμμετοχή και λαϊκών σ' αυτά. Η φάρσα Γιορτή του Γαϊδάρου γράφτηκε και παρουσιάστηκε κι αυτή στο Μπωβαί. Επίσης ανεβάζονταν δράματα που αναπαριστούσαν θαύματα της Παλαιάς Διαθήκης και λαϊκούς θρύλους. Τα περισσότερα έργα ανέβαιναν σε μια ενιαία σκηνή, που τα διάφορα τμήματά της αντιστοιχούσαν στην κόλαση, τον παράδεισο και τη γη. Στην Αγγλία τα θεατρικά έργα ήταν πολύ πιο περίπλοκα απ' ό,τι στην ηπειρωτική Ευρώπη. Παρουσιάζονταν σε μια σειρά από άρματα, καθένα από τα οποία φιλοξενούσε μια ξεχωριστή σκηνή. Τα άρματα αυτά διατάσσονταν έπειτα με τη σειρά που απαιτούσε το δράμα. Οι διάφορες συντεχνίες αναλάμβαναν να παρουσιάσουν τις δικές τους σκηνές στα αντίστοιχα άρματα. Για να τηρείται συνεχής ροή, χρησιμοποιούνταν αφηγητές και πρόλογοι.
Τον 13ο αιώνα αναπτύχθηκαν κύκλοι με μεγαλύτερη διάρκεια, συνήθως αρκετών ημερών, που αναπαριστούσαν τα πάθη του Χριστού. Τα αλληγορικά δράματα, όπως τα ηθοπλαστικά έργα Η περηφάνια της ζωής, Το ανθρώπινο γένος και, το πιο διάσημο απ' όλα, Ο Καθένας, δεν εμφανίστηκαν παρά μόνο τον 15ο αιώνα στην Αγγλία και τη βορειοδυτική Ευρώπη. Ήδη στα τέλη του 13ου αιώνα ανέβαιναν παραστάσεις έξω από τους ναούς, συχνά στα κοιμητήρια ή στις αγορές, όπου υπήρχε χώρος για περισσότερους ηθοποιούς και θεατές. Από τα μέσα του 14ου αιώνα οι συντεχνίες συμμετείχαν όλο και πιο ενεργά στο ανέβασμα των θεατρικών έργων, που τώρα πλέον είχαν καθαρά ψυχαγωγικό και όχι διδακτικό χαρακτήρα. Κατά τον ύστερο Μεσαίωνα αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα τα θεατρικά έργα που αναφέρονταν στο δίλημμα του Αδάμ, καθώς προσέφεραν περισσότερες και προσαρμοσμένες στα ανθρώπινα μέτρα δραματουργικές δυνατότητες απ' ό,τι τα πιο άκαμπτα ευαγγέλια.
Oι βάρδοι και οι μενεστρέλοι ήταν φορείς μιας άγραφης λαϊκής μουσικής παράδοσης. Σε ό,τι αφορά τη μουσική όμως, η λειτουργία παρέχει τη δυνατότητα για την παρεμβολή δύο τροπαρίων ανάμεσα στην ανάγνωση των Επιστολών και του Ευαγγελίου: τον αναβαθμό και το αλληλούια. Στο απλό τροπάριο (που μερικές φορές αποκαλείται γρηγοριανό μέλος, αν και δεν συνδέεται άμεσα με τον πάπα Γρηγόριο τον Μέγα) τα λόγια εκφέρονταν τραγουδιστά, αλλά η μουσική καθαυτή δεν είχε αξία. Η μόνη σημειογραφία αποτελούνταν από νεύματα ('), που παρέπεμπαν σε αυξομειώσεις στο ύψος. Το τραγούδι προήλθε από το μέλος όταν οι επιμέρους συλλαβές άρχισαν να χαρακτηρίζονται με διαφορετικές χρονικές αξίες και τονικά επίπεδα. Τον 9ο αιώνα είχαν πια προστεθεί και οι τρόποι (tropes) στα τροπάρια της λειτουργίας, κυρίως στο εισοδικό. Ήδη τον 9ο αιώνα απαντάται η επιμήκυνση του τελικού «α» του αλληλούια με μια πιο σύνθετη μελωδία (μέλισμα). Σύντομα το μέλισμα αντικαταστάθηκε από ένα ανεξάρτητο κείμενο, γνωστό ως «σεκουέντσα» (λατινικό sequentia, συνέχεια), που ταίριαζε στη μελωδία. Ο πρώτος γνωστός συνθέτης σεκουεντσών ήταν ο μοναχός Νότκερ του Αγίου Γάλλου τον 9ο αιώνα. Με το πέρασμα των χρόνων, το ύψος άρχισε να ποικίλλει, ενώ αργότερα το ίδιο συνέβη και με τη χρονική διάρκεια της κάθε νότας, και τελικά προστέθηκαν και αλλά λόγια. Τον 12ο αιώνα η σεκουέντσα είχε πια εξελιχθεί σε αυτοτελή μουσική σύνθεση. Το Stabat Mater και το Dies Irae είναι χαρακτηριστικές σεκουέντσες. Στα μέσα του Μεσαίωνα αναπτύχθηκαν νέοι τύποι μουσικών συνθέσεων. To conductus πιθανόν να τραγουδιόταν τη στιγμή της θείας λειτουργίας ή του λειτουργικού δράματος κατά την οποία ο υποκριτής «οδηγείται» από το ένα σημείο στο άλλο. Ωστόσο, το 1200 το conductus είχε διαχωριστεί από τη λειτουργία. Αν και γενικά ήταν «σοβαρό» τροπάριο, μπορούσε να αναφέρεται είτε σε ιερά είτε σε κοσμικά θέματα, ενώ οι μελωδίες ήταν νέες συνθέσεις και όχι δάνεια από τη λειτουργία. Η σύνθεση που ονομάζεται «όργανον» (organum) αναπτύχθηκε τον 12ο και τον 13ο αιώνα. Αρχικά προοριζόταν για δύο φωνές, μια κύρια και μια δεύτερη, που συνόδευε σε απόσταση τετάρτης ή πέμπτης. Στις αρχές του 13ου αιώνα οι φωνές αυτές μερικές φορές δεν συγχρονίζονταν, και όταν τα μέρη κινούνταν ανεξάρτητα, το αποτέλεσμα ήταν το discantus. Στα έργα του Λεονίνου (έγραψε γύρω στο 1160), οι χρονικές αξίες οργανώνονται με σαφήνεια, χρησιμοποιώντας μοτίβα που για πρώτη φορά δίνουν το ρυθμό στην εκκλησιαστική μουσική, μια εξέλιξη που πιθανόν να επηρεάστηκε από τα τραγούδια των τροβαδούρων. Το μοτέτο (από το γαλλικό mot, λέξη) αρχικά εμφανίστηκε όταν προστέθηκαν λόγια σε ορισμένα μέρη του organum, αλλά κατεπέκτασιν η λέξη κατέληξε να αναφέρεται στη σύνθεση ως σύνολο. Στη διάρκεια του 13ου αιώνα γράφτηκαν χιλιάδες μοτέτα, από πολύ απλά μέχρι εξαιρετικά σύνθετα. Εκτός από τα μουσικά είδη που αναδύθηκαν από τη θεία λειτουργία και την ανάπτυξη της μουσικής σημειογραφίας, κατά τον 12ο και τον 13ο αιώνα γράφτηκαν αρκετά έργα μουσικής. Το μουσικό περιεχόμενο των θεατρικών δρώμενων ήταν ένας συνδυασμός εκκλησιαστικών και λαϊκών μελωδιών. Οι τροβαδούροι τραγουδούσαν μπαλάντες, ερωτικά άσματα, ποιήματα που υμνούσαν τη φύση, πολιτικά και ηθολογικά ποιήματα, και μερικούς θρησκευτικούς ύμνους. Η μελωδική τους κλίμακα, όπως είναι φυσικό για τέτοιους τραγουδιστές, ήταν μάλλον περιορισμένη. Τα γολιαρδικά τραγούδια των φοιτητών έδιναν έμφαση στο ρυθμό και τη δύναμη των κρουστών. Συχνά εμπεριείχαν ένα σατιρικό στοιχείο, και μάλιστα στα τέλη του 13ου αιώνα και ιδίως τον 14ο και τον 15ο η σάτιρα παίζει όλο και πιο σημαντικό ρόλο στη μουσική τους. Μερικές σάτιρες είναι παράγωγα των λειτουργικών θεατρικών δρώμενων, με τους φοιτητές να διακωμωδούν τους επισκόπους και άλλους κληρικούς. Το περιβόητο Άσμα του Φωβέλ, που ίσως να το ενέπνευσαν κάποια γεγονότα στην αυλή του βασιλιά Φιλίππου Δ' της Γαλλίας, γράφτηκε γύρω στο 1316 από κληρικούς της αυλής. Ο Φωβέλ ήταν ένας γάιδαρος που το όνομά του σημαίνει Ανοησία. Τελικά έγινε άρχοντας του σπιτιού και τον κανάκευαν όλοι.
Πριν από τον 14ο αιώνα είχε γραφτεί ελάχιστη αμιγώς οργανική μουσική. Οι φωνές συνοδεύονταν από τύμπανα, ταμπουρίνια και διάφορα κρόταλα. Συναντάμε αρκετά είδη άρπας, ανάμεσά τους και έναν τύπο που κρατιέται με το χέρι. Η βιέλα (vielle) ήταν το κύριο έγχορδο όργανο, σε πολλά μεγέθη και σχήματα, ένα από τα οποία ήταν το οργάνιστρο (organistrum), μια βιέλα με χερούλι που περιέστρεφε έναν τροχό, ο οποίος με τη σειρά του έπληττε τις χορδές με μικρές ράβδους. Η βιέλα του 13ου αιώνα είχε πέντε χορδές και εικονίζεται σε μεσαιωνικά χειρόγραφα να την παίζουν ζογκλέρ. Το ρεμπέκ (rebec) ήταν μια μικρή βιέλα που παιζόταν κυρίως με τα δάχτυλα και όχι με δοξάρι. Το λαούτο ήταν δημοφιλές στη μουσουλμανική Ισπανία αλλά όχι ιδιαίτερα στον Βορρά, τουλάχιστον μέχρι την Αναγέννηση. Χρησιμοποιούνταν επίσης αυλοί και φλογέρες, καθώς και ο κωνικός οξύαυλος (ένα καλαμένιο όργανο, ο πρόδρομος του όμποε). Άλλα όργανα ήταν το μικρό φορητό εκκλησιαστικό όργανο, που το κρεμούσαν στο λαιμό, και το sackbut, από το οποίο προήλθε το τρομπόνι.
Στη διάρκεια του 12ου και, σε μικρότερο βαθμό, του 13ου αιώνα οι σπουδαστές των ελευθερίων τεχνών περιδιάβαιναν από τόπο σε τόπο για να παρακολουθήσουν τις παραδόσεις κορυφαίων δασκάλων. Περνούσαν πολύ χρόνο στο δρόμο και την ταβέρνα, και η μη συμβατική πληθωρικότητά τους γύρευε έκφραση στο τραγούδι. Τα τραγούδια των σπουδαστών ήταν γραμμένα στα λατινικά, τη γλώσσα των λογίων, και είναι γεμάτα υπαινιγμούς που απευθύνονταν σε εγγράμματους και λογοπαίγνια. Σε μια εποχή κατά την οποία η Εκκλησία πίεζε τις ομάδες να συνενώνονται σε οργανωμένα τάγματα, οι περιπλανώμενοι λόγιοι ίδρυσαν ένα τάγμα τυχοδιωκτών με προστάτη τον Γολιάθ τον Φιλισταίο. Η ποίησή τους υμνεί τις χαρές του κρασιού, των όμορφων γυναικών και του καλαμπουριού και συχνά λοιδωρεί τις ακαδημαϊκές συζητήσεις. Χαρακτηριστικό δείγμα του έργου τους είναι το «Όταν είμαστε στην ταβέρνα».
Στην ταβέρνα σαν γλεντάμε, για τον τάφο δεν μιλάμε· μόνο παίζουμε παιχνίδι πάντα σ' ίδρωτα μουσκίδι. Τι γινόταν στην ταβέρνα όταν κάπελας εκέρνα, ήταν κάτι ξακουστό. Άστε με να σας το πω: Άλλοι παίζαν, άλλοι πίναν κι άλλοι στην ασέλγεια τείναν κι όσοι παίζαν, «γιούχα» τους! χάσαν και τα ρούχα τους! Άλλοι σε στολές βρεθήκαν κι άλλοι σάκους εντυθήκαν. Μα όλοι αψηφούσαν χάρο Βάκχο είχανε για φάρο! Πρώτα προπίνει το σινάφι στον κεραστή (μην πάει στράφι) ... Όγδοο: αδελφών πεπλανημένων... κι Ένατο: μοναχών διασκορπισμένων το Δέκατο: για τους ναυτιλομένους το Ενδέκατο: για τους καβγαδισμένους Δωδέκατο: για μεταμελημένους και Δεκατρία: για τους ταξιδεμένους. «Στην υγειά τού πάπα και του βασιλιά»... πίνουν δίχως φρένο όλα τα παιδιά... Λίγο διαρκούν νομίσματα εξακόσα αν πίνεις δίχως μέτρο «όσα-όσα»... κι αν το ρουφάς χωρίς περιστολή η όρεξή σου ειν' που το καλεί. Να γιατί θα 'χουμε άδεια την τσέπη κι όλοι θα βρίζουνε οι «καθωσπρέπει». Κείνοι που μας κακολογούν, να συγχυστούν! και να μη σώσουν με τους δίκαιους να κριθούν!
Ένα από τα πιο διάσημα γολιαρδικά ποιήματα, η «Εξομολόγηση του Γολιάθ», διακωμωδεί ολόκληρο το σχήμα των μυστηρίων. Σε μια παρωδία της σχολαστικής μεθόδου, κατά την οποία διατυπώνονταν και συζητούνταν προτάσεις, η πρόταση του ποιητή είναι ότι θα πεθάνει πίνοντας στην ταβέρνα. Στο ίδιο πνεύμα γράφτηκαν και κάποιες κοινωνικές σάτιρες με πιο σοβαρές φιλοδοξίες. Ένα από τα πιο γνωστά σπουδαστικά έργα είναι το «Κατά Μάρκον του Αργυρίου Ευαγγέλιον», μια παρωδία που αρχίζει με την τυποποιημένη εισαγωγή που χρησιμοποιείται για την ανάγνωση του Ευαγγελίου στη λειτουργία. Στη συνέχεια χρησιμοποιεί τα λόγια των γραφών ανεξάρτητα από τα συμφραζόμενα και με σημαντικές τροποποιήσεις, για να σατιρίσει την απληστία της παπικής αυλής.
Πολλές σχολές, ιδίως οι μοναστηριακές, περιορίζονταν στη διδασκαλία της γραμματικής και της ρητορικής. Η λογική, το τρίτο μάθημα του trivium, ήταν κατά το νόημα πιο εκλεπτυσμένη, αλλά συνήθως τη μελετούσαν με τη μορφή της διαλεκτικής, δηλαδή του κλάδου της λογικής που τονίζει τη συμφιλίωση των αντιθέτων. Καθώς η λογική απαιτούσε τη σύγκριση διαφορετικών πηγών και ενθάρρυνε την ανεξάρτητη σκέψη, πολλοί θεολόγοι την έβλεπαν με καχυποψία, αλλά κατά τον 12ο αιώνα απέκτησε τη μεγαλύτερη βαρύτητα στο trivium. Η γραμματική και η ρητορική συμπτύχθηκαν και ο χρόνος διδασκαλίας τους περιορίστηκε, καθώς όλο και περισσότεροι σπουδαστές γράφονταν στις σχολές έχοντας ήδη κάποιες γνώσεις λατινικών. Όπως η γραμματική ήταν το βασικό μάθημα του trivium, έτσι και η αριθμητική ήταν η βάση του quadrivium. Αλλά ενώ η μελέτη του trivium ήταν επαρκής και διεξοδική, οι περισσότερες επιστημονικές πρόοδοι τον Μεσαίωνα προήλθαν από την πρακτική πείρα και όχι από τις σχολές. Η αριθμητική κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα ήταν πολύ απλή. Δεν σώζονταν κείμενα από τους ρωμαϊκούς χρόνους, και οι υπολογισμοί διδάσκονταν με τη χρήση computus, δηλαδή πραγματειών που είχαν γραφτεί από πρωτοχριστιανούς διανοουμένους, όπως ο Βέδας, για τον υπολογισμό του λειτουργικού έτους. Ο άβακας χρησιμοποιούνταν ευρέως μετά την πραγματεία του Γερβέρτου, αλλά μόνον έξω από τις σχολές, όπου οι φοιτητές διδάσκονταν τη θεωρία των αριθμών. Παραδόξως, μολονότι το δεκαδικό σύστημα αρίθμησης ήταν από νωρίς γνωστό και η χρήση του είχε επαναστατικές συνέπειες στους οικονομικούς υπολογισμούς τόσο των ηγεμόνων όσο και των εμπόρων, τα «αραβικά» (για την ακρίβεια, τα ινδικά) αριθμητικά ψηφία, κυρίως το μηδέν, δεν είχαν επικρατήσει στη λογιστική μέχρι τον 14ο αιώνα, ενώ μέχρι τον 15ο είχαν χρησιμοποιηθεί ελάχιστα από τους ειδικούς. Μάλιστα, το 1299, η συντεχνία των αργυραμοιβών απαγόρευσε τη χρήση των αραβικών αριθμητικών ψηφίων, ενώ το αγγλικό Θησαυροφυλάκιο, που τον 12ο αιώνα είχε εισαγάγει την αρχή του άβακα στη βασιλική λογιστική, χρησιμοποιούσε τα ρωμαϊκά αριθμητικά ψηφία ακόμα και τον 16ο αιώνα. Η γεωμετρία, το δεύτερο μάθημα του quadrivium, είχε επίσης κυρίως πρακτικό χαρακτήρα και βασιζόταν σε υπολογισμούς των ύστερων Ρωμαίων τοπογράφων. Μόλις στα μέσα του 12ου αιώνα έφτασαν στα χέρια των Δυτικών λογίων τα Στοιχεία Γεωμετρίας του Ευκλείδη, ενώ ποτέ η γεωμετρία δεν αποτέλεσε ζωτικό συστατικό του προγράμματος των ελευθέριων τεχνών. Το πιο διαδεδομένο ακαδημαϊκό εγχειρίδιο γεωμετρίας ήταν η Πρακτική Γεωμετρία του Ούγου του Αγίου Βίκτωρος, που γράφτηκε κατά το πρώτο μισό του 12ου αιώνα, καθώς και το ομότιτλο έργο του 13ου αιώνα το οποίο έγραψε ο Λεονάρντο Φιμπονάτσι της Πίζας. Οι τεχνίτες του ύστερου Μεσαίωνα, ιδίως οι χτίστες, ανέπτυξαν μεθόδους για τη μέτρηση των επιφανειών που βασίζονταν σε διαγράμματα και χρησιμοποιούσαν ελάχιστη αριθμητική. Η μελέτη της μουσικής, της τρίτης επιστήμης του αριθμητικού κλάδου, δεν γινόταν τόσο από τη σκοπιά της εκτέλεσης —μολονότι και αυτή είχε εισαχθεί στις σχολές των καθεδρικών ναών— όσο των μαθηματικών, για παράδειγμα, ως το μήκος της χορδής που απαιτείται για να παραχθεί ένας συγκεκριμένος ήχος. Δεδομένης της σπουδαιότητας που είχε το ημερολόγιο για την Εκκλησία, η αστρονομία απέκτησε ζωτική σημασία. Τα περισσότερα πανεπιστημιακά μαθήματα στην αστρονομία βασίζονταν στη γεωκεντρική θεωρία του Πτολεμαίου, αστρονόμου του 2ου αιώνα. Στα μέσα του Μεσαίωνα, λειτουργούσαν σε όλη την Ευρώπη σχολές όπου διδάσκονταν οι επτά ελευθέριες τέχνες. Η πιο ξακουστή σχολή των τεχνών του 11ου και του 12ου αιώνα βρισκόταν στη Σαρτρ. Ο Φουλβέρτος, μαθητής του Γερβέρτου του Ωριγιάκ, ήταν ο πρώτος λόγιος της Σαρτρ που απέκτησε φήμη ευρωπαϊκής εμβέλειας. Αυτός ανέδειξε τη σχολή τον 11ο αιώνα, αλλά η πιο λαμπρή της περίοδος εγκαινιάστηκε τον 12ο αιώνα με τον Βερνάρδο της Σαρτρ. Η Σαρτρ συνέβαλε στην αναβίωση της μελέτης των ανθρωπιστικών επιστημών. Ο «ουμανισμός του 12ου αιώνα» συνδέεται με την εκτίμηση της λογοτεχνίας ως αυτοτελούς αξίας, όχι αποκλειστικά ως μέσου για την κατανόηση των θεολογικών ζητημάτων. Οι περισσότεροι σπουδαστές των πανεπιστημίων, με εξαίρεση τους σπουδαστές των σχολών του κανονικού δικαίου και της θεολογίας, σταδιοδρομούσαν τελικά στον κοσμικό στίβο. Ωστόσο, το γεγονός ότι κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα η μάθηση ήταν κυρίως μονοπώλιο του κλήρου εξακολούθησε να έχει τεράστιο αντίκτυπο στο πρόγραμμα σπουδών. Αν και τα καταλλήλως κεκαθαρμένα ρωμαϊκά πεζά πρότυπα χρησιμοποιούνταν για τη γραμματική και τη ρητορική, η πιο σημαντική αλληλεπίδραση μεταξύ των κοσμικών εκπαιδευτικών συμβάσεων της Ρώμης και της χριστιανικής παράδοσης κατά την ύστερη Αρχαιότητα σημειώθηκε κυρίως στο μάθημα της λογικής όσον αφορά τις ελευθέριες τέχνες και στα επαγγελματικά προγράμματα σπουδών όσον αφορά τη θεολογία. Η λογική, που στη διάρκεια του 12ου αιώνα κυριάρχησε στον κύκλο του trivium, ακολούθησε νέα κατεύθυνση χάρη στον άγιο Άνσελμο από την Αόστα (1033-1109), που έγινε αβάς του Μπεκ στη Νορμανδία και αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρυ. Έχει χαρακτηριστεί ως ο πρώτος εμπνευστής θεολογικού συστήματος μετά τον ιερό Αυγουστίνο. Ο Άνσελμος ανέβασε την «παραγωγική» απόδειξη (που εξηγεί ένα επιμέρους φαινόμενο ξεκινώντας από μια γενική υπόθεση που θεωρείται αληθής) στο υψηλότερο επίπεδό της. Στα πιο σημαντικά έργα του Ανσέλμου, το Προσλόγιον και το Μονολόγιον, εξετάζεται η φύση του θείου και ο ρόλος της ανθρώπινης λογικής στην εξακρίβωση της αιώνιας αλήθειας.
Πέτρος Αβελάρδος (1079-1142) Η μετατόπιση του κέντρου βάρους προς τη λογική, αρχικά στο Παρίσι, και αργότερα σε άλλες προοδευτικές σχολές ήταν, σε μεγάλο βαθμό, αποτέλεσμα της επίδρασης του Πέτρου Αβελάρδου. Αν και ο Αβελάρδος έγραψε πραγματείες για τη θεολογία, αυτό που τον χαρακτηρίζει είναι περισσότερο η «ευκολία» στο γράψιμο παρά το βάθος. Πιο μόνιμη επίδραση άσκησε στους μαθητές του στη σχολή των ελευθέριων τεχνών επειδή φαίνεται ότι ήταν εξαιρετικά χαρισματικός ομιλητής. Ενώ ο Άνσελμος προήγαγε την παραγωγική απόδειξη σε ανώτερο επίπεδο, ο Αβελάρδος έκλινε προς την επαγωγική απόδειξη, που κινείται από το επιμέρους φαινόμενο προς τη διατύπωση της γενικής υπόθεσης. Γνωρίζουμε αρκετά για τη σταδιοδρομία του Αβελάρδου επειδή μας άφησε μια αυτοβιογραφία, που μερικές φορές χαρακτηρίζεται ως η πρώτη αυτοβιογραφία μετά τις Εξομολογήσεις του ιερού Αυγουστίνου, αν και στην πραγματικότητα φαίνεται ότι γράφτηκε λίγα χρόνια μετά την Αυτοβιογραφία του Γιβέρτου του Νοζάν. Φέρει τον εύστοχο τίτλο Ιστορία των συμφορών μου. Πρωτότοκος γιος ενός ευγενούς της Βρετάνης, ο Αβελάρδος απέρριψε μια μάλλον ισχνή κληρονομιά για να «ακολουθήσει τους περιπατητές», τους πλανόδιους λογίους. Προκαλούσε αντιδράσεις στους πρώτους του δασκάλους με την τάση του να επιδιώκει την προβολή και τους έφερνε σε αμηχανία στη διάρκεια των «αντιδικιών» (δημοσίων συζητήσεων) [quastio, disputatio], μιας διαδικασίας στην οποία, όπως μάς λέει απερίφραστα, ήταν ανώτερός τους. Τα βάσανα του Αβελάρδου άρχισαν όταν οι ακαδημαϊκοί του αντίπαλοι προσέλαβαν πληρωμένους φονιάδες για να ολοκληρώσουν αυτό που δεν μπόρεσε να πετύχει η δύναμη του επιχειρήματος. Δίδαξε πρώτα στο Μελέν, ύστερα στην Παναγία των Παρισίων στο Παρίσι και μετά διηύθυνε μια δική του σχολή στο λόφο της Αγίας Γενεβιέβης έξω από την πόλη. Εκεί, στα τριάντα του, ο Αβελάρδος έγινε παιδαγωγός και στη συνέχεια εραστής της ωραίας Ελοΐζας, ανιψιάς ενός ιερέα του καθεδρικού ναού της Παναγίας των Παρισίων. Ο Αβελάρδος κατέλυσε στο σπίτι του θείου της με σκοπό την αποπλάνησή της και με το πρόσχημα ότι θα ήταν παιδαγωγός της. Πέτυχε το σκοπό του με το παραπάνω και η Ελοΐζα έμεινε έγκυος. Ο Αβελάρδος την έστειλε στους συγγενείς του στη Βρετάνη όπου γέννησε έναν γιο τον οποίο ονόμασε Αστρολάβο. Εκείνη την εποχή ο Αβελάρδος είχε κατώτερο ιερατικό βαθμό, που μπορούσε κανείς να τον αποποιηθεί, καθώς ήταν αυτός που έδιναν στους σπουδαστές που δεν είχαν πρόθεση να γίνουν ιερείς. Αν παντρευόταν, ο Αβελάρδος θα στερούνταν τη δυνατότητα της φυσιολογικής κορύφωσης της σταδιοδρομίας ενός ανθρώπου των γραμμάτων εκείνης της εποχής, δηλαδή το δόσιμο των ιερατικών όρκων και τον τελικό διορισμό του σε θέση επισκόπου ή ηγουμένου. Αν και ο Αβελάρδος διακόπτει την αφήγηση του βίου με μια παράθεση «βολικών» παραινέσεων από Έλληνες, Ρωμαίους και Εβραίους διανοουμένους γύρω από τις επιπτώσεις των φωνακλάδικων και βρομιάρικων παιδιών στην πνευματική ζωή, προσφέρθηκε να αποκαταστήσει την Ελοΐζα και να την παντρευτεί. Εκείνη όμως αρνήθηκε, με το επιχείρημα ότι ο θείος της δεν συναινούσε ολόψυχα σ' αυτή την ένωση και, το κυριότερο, ότι ο γάμος θα τερμάτιζε τη σταδιοδρομία του Αβελάρδου. Μάλιστα, ο Αβελάρδος ισχυρίστηκε ότι η Ελοΐζα είπε ότι θα ήταν πιο τιμητικό γι' αυτήν να γίνει ερωμένη του, επειδή τότε εκείνος θα έμενε μαζί της μόνο από έρωτα και όχι από υποχρέωση —ασφαλώς αντίδραση μιας πολύ «μοντέρνας» γυναίκας. Εντούτοις, ο Αβελάρδος την έπεισε να επιστρέψει στο Παρίσι και να παντρευτούν. Προφανώς κατάφεραν να πείσουν τον θείο της να υποσχεθεί ότι δεν θα αποκαλύψει το γάμο, επειδή κάτι τέτοιο θα είχε αρνητικές συνέπειες στη σταδιοδρομία του Αβελάρδου, αλλά σύντομα εκείνος διέδοσε την είδηση. Ο Αβελάρδος έστειλε την Ελοΐζα σε ένα γυναικείο μοναστήρι στο Αρζαντέιγ, ενώ ο Αστρολάβος έμεινε με τη θεία του στη Βρετάνη. Ύστερα οι άνδρες του ιερέα Φουλβέρτου ευνούχισαν τον Αβελάρδο, και η Ελοΐζα έδωσε τον μοναστικό όρκο και έζησε είκοσι δύο χρόνια μετά το θάνατο του Αβελάρδου —σχεδόν όσο ήταν η διαφορά της ηλικίας τους— και πέθανε ως ηγουμένη. Η περίφημη αλληλογραφία των δύο εραστών, όπου εκείνη εκφράζει βαθιά σωματική επιθυμία ενώ εκείνος την αποκρούει παροτρύνοντάς την να στοχαστεί τα ουράνια ζητήματα, διασώζεται μόνο σε ένα μεταγενέστερο χειρόγραφο και πιθανόν να είναι πλαστή, αν και ο Ιωάννης του Μεν, στο επιμύθιό του στη Μυθιστορία του Ρόδου, που γράφτηκε γύρω στο 1277, δείχνει να γνωρίζει τόσο την αυτοβιογραφία του Αβελάρδου όσο και τα φλογερά γράμματα της Ελοΐζας. Εντούτοις, ακόμα και τα ίδια τα λόγια του Αβελάρδου στην αυτοβιογραφία του μας αποκαλύπτουν πολλά για τα σεξουαλικά ήθη και τις αντιλήψεις της εποχής του. Οι επαγγελματικοί ορίζοντες του Αβελάρδου στένεψαν τόσο εξαιτίας του ευνουχισμού του όσο και του γάμου του, καθώς οι ευνούχοι δεν μπορούσαν να γίνουν ιερείς. Μπορούσαν όμως να μονάσουν, και έτσι ο Αβελάρδος εισήλθε στο αβαείο του Αγίου Διονυσίου στο Παρίσι. Ύστερα από τη σύντομη φυλάκισή του με την κατηγορία της θεολογικής ανορθοδοξίας, έγινε ηγούμενος του μοναστηριού του Αγίου Γίλδα στη Βρετάνη, αλλά αναχώρησε μετά τη βίαιη εξέγερση των μοναχών εναντίον του. Επέστρεψε στο Παρίσι όπου και παρέμεινε μέχρι το 1140, οπότε οι θεολογικές του απόψεις καταδικάστηκαν εκ νέου. Αποσύρθηκε στο αβαείο του Κλουνύ, όπου πέθανε δύο χρόνια αργότερα.
Οι μεταγενέστεροι θεολόγοι, που δεν διέθεταν το πάθος του Αβελάρδου για αμφισβήτηση, φρόντισαν να συμβιβάσουν τις προφανείς αντιφάσεις και να δώσουν τις δικές τους συνθέσεις. Εξέχουσα θέση ανάμεσά τους κατέχει ο Πέτρος ο Λομβαρδός, που ίσως υπήρξε μαθητής του Αβελάρδου. Έγινε επίσκοπος του Παρισιού, και το έργο του Γνωμών βιβλία τέσσερα (1150-1152) καθιερώθηκε ως εγχειρίδιο θεολογίας. Ο Πέτρος είχε διδαχτεί από τα παθήματα του δασκάλου του. Το εκδικητικό μένος του αγίου Βερνάρδου του Κλαιρβώ κατά του Αβελάρδου ήταν μια από τις πιο θεαματικές πτυχές της σταδιοδρομίας του. Οι δύο άνδρες αποτελούν τους πόλους μιας προσωποποιημένης αντίθεσης: ο Αβελάρδος ήταν κοντός, μελαχρινός και προφανώς ένα είδος καλοζωιστή, ενώ ο Βερνάρδος ήταν ψηλός, εξαϋλωμένος και ασκητικός. Τον απωθούσαν οι αμφισβητήσεις, ιδίως του εαυτού του, και βδελυσσόταν τις γυναίκες. Φαίνεται ότι είχε προσχωρήσει στα μοναστικά τάγματα εν μέρει ως αντίδραση ενάντια στον λογιοτατισμό στην Εκκλησία, που σε μεγάλο βαθμό την εκπροσωπούσε ο Αβελάρδος. Οι σχολές του Παρισιού του ενέπνεαν φρίκη, και μάλιστα κάποτε έκανε κήρυγμα εκεί, παροτρύνοντας τους σπουδαστές να εγκαταλείψουν «αυτή τη Βαβυλώνα» και να εισέλθουν στα μοναστήρια. Με πρωτοβουλία του Βερνάρδου, εγκαινιάστηκε μια ανταλλαγή επιστολών με τον Αβελάρδο. Όταν η Ελοΐζα προσπάθησε να παρέμβει μεταξύ των δύο, ο Βερνάρδος την απέμεμψε ωμά αποκαλώντας την πόρνη. Με την παρότρυνση του Βερνάρδου, καταδικάστηκαν το 1140 οι ιδέες του Αβελάρδου. Ο Βερνάρδος κατηγόρησε τον Αβελάρδο για τις απόψεις που πρέσβευαν οι μαθητές του, αλλά κυρίως για τη θέση του ότι το καθετί ήταν αντικείμενο αμφισβήτησης. Και τούτο επειδή, σύμφωνα με τη γνώμη του Βερνάρδου, «Υπό το όνομα της ουσίας, κάτι βέβαιο και καθορισμένο τίθεται ενώπιόν σου. Είσαι ζωσμένος από γνωστά όρια, κλεισμένος μέσα σε συγκεκριμένη περιοχή. Επειδή η πίστη δεν είναι γνώμη, αλλά βεβαιότητα».
Η περίοδος που εξετάζουμε επίσης σφραγίστηκε από την εμφάνιση των πανεπιστημίων, που αναντίρρητα ήταν η πιο σημαντική εξέλιξη στο χώρο της παιδείας σε ολόκληρο τον Μεσαίωνα. Η αγγλική λέξη university είναι συγγενής της λατινικής universitas (συντεχνία). Τα πρώτα πανεπιστήμια ήταν συντεχνίες φοιτητών ή καθηγητών, ενώ το ισοδύναμο του σύγχρονου πανεπιστημίου ήταν το studium generale (γενικός κύκλος μαθημάτων). Ως συσσωματώσεις λογίων, τα πρώτα πανεπιστήμια δεν είχαν δικές τους εγκαταστάσεις, ούτε καν δικό τους κτίριο. Οι διδάσκοντες νοίκιαζαν αίθουσες, αν και ορισμένες περιοχές των πόλεων και ορισμένοι δρόμοι ήταν πολύ γνωστοί ως γειτονιές σπουδαστών, όπως η αριστερή όχθη του Σηκουάνα και ιδίως η οδός Αχύρου (rue du Fouarre) στο Παρίσι. Μόνο ο πάπας ή ο αυτοκράτορας μπορούσε να κηρύξει μια σχολή Studium generale, γεγονός που της παραχωρούσε ένα προνόμιο που δεν διέθεταν άλλες σχολές, καθώς οι απόφοιτοί της είχαν το «δικαίωμα να διδάξουν οπουδήποτε», ενώ οι τίτλοι σπουδών των αποφοίτων μιας καθεδρικής σχολής μπορούσαν να αμφισβητηθούν. Επίσης, τα πανεπιστήμια διακρίνονταν από τις κατώτερες σχολές λόγω της λειτουργίας τουλάχιστον μιας από τις τέσσερις «ανώτερες» ή επαγγελματικές σχολές ιατρικής, κανονικού δικαίου, αστικού δικαίου και της «βασίλισσας των επιστημών», της θεολογίας. Αν και στα τέλη του 13ου αιώνα στα περισσότερα πανεπιστήμια λειτουργούσαν και σχολές ελευθέριων τεχνών, όπου οι απόφοιτοι των επτά τεχνών, οι οποίοι συνέχιζαν σε ανώτερους κύκλους σπουδών, δίδασκαν τους σπουδαστές του κατώτερου κύκλου, μερικά δεν τις διέθεταν εξαρχής. Οπωσδήποτε, τα πρώτα γνωστά πανεπιστήμια δεν περιλάμβαναν στο πρόγραμμά τους τις τέχνες. Ήδη τον 10ο αιώνα το Σαλέρνο φημιζόταν για τις ιατρικές του σπουδές, αν και μόνο τον 13ο αιώνα η σχολή του απέκτησε, από οργανωτική άποψη, τη μορφή πανεπιστημίου. Καθώς γειτνίαζε με τη μουσουλμανική Σικελία, είχε πρόσβαση σε πληροφορίες που δεν ήταν διαθέσιμες σε άλλες περιοχές της χριστιανικής Δύσης. Ο Κωνσταντίνος ο Αφρικανός, ο κορυφαίος ίσως φυσικός του 11ου αιώνα, έφτασε στην Ιταλία ως πρόσφυγας. Ασπάστηκε τον χριστιανισμό, μετέφρασε τα πιο σημαντικά αραβικά ιατρικά κείμενα στα λατινικά και δίδαξε στο αβαείο του Μόντε Κασσίνο, κοντά στο Σαλέρνο. Μολονότι ο χριστιανισμός και ο ισλαμισμός απαγόρευαν την ανατομία ανθρώπινων σωμάτων, θεωρείται ότι στο Σαλέρνο γίνονταν κάποιες ανατομές. Στη διάρκεια του 13ου αιώνα η πρωτοκαθεδρία στις ιατρικές σπουδές μετατοπίστηκε από το Σαλέρνο στην ιατρική σχολή του Μονπελλιέ.
Η μέθοδος έρευνας στις ανώτερες σχολές ήταν ο «σχολιασμός». Τα θεμελιώδη επίσημα κείμενα, των οποίων η πρωταρχική αλήθεια ή ακρίβεια ήταν υπεράνω αμφισβήτησης, σχολιάζονταν από τους δασκάλους, συχνά με την πρόθεση να καταδειχθεί η σύγχρονη ισχύς ενός κειμένου που είχε γραφτεί πριν από πολλούς αιώνες. Τα ερμηνευτικά αυτά σχόλια (glosses) γράφονταν από τους καθηγητές είτε στο περιθώριο είτε ανάμεσα στις αράδες των χωρίων που ανέπτυσσαν στις παραδόσεις τους. Η μέθοδος αυτή ήταν —και εξακολουθεί να είναι— αποτελεσματική για τους φιλολογικούς κλάδους, τη θεολογία και ιδίως το δίκαιο, αλλά ήταν ολέθρια για την ιατρική, όπου οι κύριες αυθεντίες ήταν οι Έλληνες Γαληνός και Ιπποκράτης, που συμπληρώνονταν από τα ιατρικά έργα του πέρση Αβικέννα (πέθανε το 1037). Οι πιο πρακτικές γνώσεις ιατρικής αγωγής μεταδίδονταν στους λαϊκούς από τους φαρμακοποιούς, που δεν χρειάζονταν πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Οι γιατροί περιορίζονταν στην εξέταση των εξωτερικών συμπτωμάτων, υπό τους περιορισμούς της Εκκλησίας για την ανατομή και με την πεποίθηση ότι οι ασθένειες του σώματος ήταν προϊόν της αμαρτίας. Μάλιστα, η τέταρτη σύνοδος του Λατερανού απαγόρευε στους γιατρούς να επισκέπτονται δεύτερη φορά έναν ασθενή, εκτός και αν τον είχε δει νωρίτερα ένας ιερέας, που παράγγελνε στον γιατρό να προειδοποιήσει τον ασθενή του ότι στην πραγματικότητα χρειαζόταν πνευματική, και όχι σωματική θεραπεία. Ωστόσο, ο σχολαστικισμός συνέβαλε στην άνθηση του δικαίου. Ο Ιρνέριος (πέθανε γύρω στο 1130), που συνδέεται με την αναβίωση του ρωμαϊκού δικαίου στο πανεπιστήμιο της Μπολόνιας, έγραψε πολυάριθμα σχόλια. Μάλιστα, ορισμένα σχόλια χρησιμοποιούνταν ως αυτοτελή επίσημα κείμενα. To Glossa ordinaria του Μπολονέζου νομικού Φραγκίσκου Ακκουρσίου, ο οποίος συνέθεσε τα έργα προγενέστερων σχολιαστών σε μια σύνοψη με πάνω από 96.000 σχόλια, εμφανίστηκε το 1250 και αμέσως έγινε αναπόσπαστο συστατικό του προγράμματος σπουδών. Περισσότερα είχαν γραφτεί για τη μελέτη της θεολογίας παρά για το δίκαιο· εντούτοις, με εξαίρεση το Παρίσι, η θεολογία ήταν πάντα η πιο μικρή, αν και η πιο έγκριτη, σχολή των πανεπιστημίων. Τον 12ο αιώνα οι θεολόγοι καταλάμβαναν τις καλύτερες θέσεις στην Εκκλησία, αλλά ήδη τον 14ο αιώνα είχαν να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό των δικηγόρων του κανονικού δικαίου, καθώς η διαχείριση της τεράστιας περιουσίας των εκκλησιών, η διεύρυνση της εκκλησιαστικής διοίκησης και η ανάγκη επικύρωσης των ένδικων μέσων που συνδέονταν με την ηθική ή τα μυστήρια έφερναν όλο και πιο συχνά την Εκκλησία στη θέση του αντιδίκου. Τόση πολλή δουλειά είχε πέσει στα εκκλησιαστικά δικαστήρια που οι πιο φιλόδοξοι ανερχόμενοι δικηγόροι γίνονταν «διδάκτορες και των δύο δικαίων», του εκκλησιαστικού και του αστικού.
Επίκεντρο του αρχαιότερου βόρειου πανεπιστημίου, στο Παρίσι, ήταν το Studium generale, μια συντεχνία «δασκάλων των τεχνών» [magistri], η οποία αναφέρεται τον 12ο αιώνα. Οι καθηγητές δίδασκαν σε σχολές μέσα στην πόλη και στα περίχωρά της. Απ' όλες τις σχολές η πιο σημαντική ήταν εκείνη του καθεδρικού ναού της Παναγίας των Παρισίων. Καθώς οι καθηγητές της είχαν ολοκληρώσει τον κύκλο του trivium και του quadrivium, όλοι τους ήταν τουλάχιστον είκοσι ετών. Έτσι, είχαν κοινά ενδιαφέροντα με τους δικούς τους φοιτητές, στους οποίους δίδασκαν τις επτά ελευθέριες τέχνες. Επίσης, είχαν ανάγκη να συναλλάσσονται συλλογικά με τον επίτροπο του καθεδρικού ναού της Παναγίας των Παρισίων, που ήταν ο επικεφαλής της θεολογικής σχολής, όπου οι περισσότεροι καθηγητές ήταν ταυτόχρονα και σπουδαστές. Συνεπώς, οι καθηγητές αντιστέκονταν σθεναρά στις απόπειρες του πάπα να εποπτεύσει το πρόγραμμα μαθημάτων τους, καθώς και στην απόπειρα του γραμματέα του καθεδρικού συμβουλίου της Παναγίας των Παρισίων να επιβάλει δίδακτρα για την απόκτηση της άδειας διδασκαλίας, την οποία θα μπορούσε να παραχωρεί σε άτομα της δικής του επιλογής. Κάτι τέτοιο θα ήταν σοβαρό πλήγμα στην αυτοτέλεια της συντεχνίας, επειδή οι «μάστορες» σε όλες τις συντεχνίες είχαν το δικαίωμα να ορίζουν το ύψος των διδάκτρων και να καθορίζουν τα πρότυπα του επαγγέλματος.
Στη διάρκεια του 13ου αιώνα, η διοίκηση του πανεπιστημίου του Παρισιού —και στα περισσότερα άλλα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, εξάλλου, όπως στις σχολές της Οξφόρδης και του Καίμπριτζ, ίσχυαν παραλλαγές αυτής της αρχής— επικυρωνόταν σε μια γενική συνέλευση του πανεπιστημίου. Η σχολή των τεχνών διαιρέθηκε σε τέσσερα «έθνη», το αγγλικό (που περιλάμβανε τους Γερμανούς και τους Σκανδιναβούς), το νορμανδικό, το πικαρδικό και το γαλλικό (που περιλάμβανε τους Γάλλους που δεν κατάγονταν από την Πικαρδία ή τη Νορμανδία, καθώς και τους Ιταλούς και τους Ίβηρες που βρίσκονταν στο Παρίσι). Κάθε έθνος στη σχολή των τεχνών είχε τη δική του σφραγίδα και μια συλλογική ψήφο, ενώ καθεμιά από τις τρεις ανώτατες σχολές (κανονικό δίκαιο, ιατρική και θεολογία) διέθετε μία. Επομένως, οι τέχνες πλειοψηφούσαν σε σχέση με τις υπόλοιπες σχολές τέσσερα προς τρία. Τα έθνη της σχολής των τεχνών εξέλεγαν «πληρεξουσίους», που με τη σειρά τους εξέλεγαν έναν ρέκτορα ως επικεφαλής της σχολής των ελευθέριων τεχνών. Στα μέσα του 13ου αιώνα ο ρέκτορας αναγνωρίστηκε ως επικεφαλής της πανεπιστημιακής κοινότητας, ενώ ο «πρύτανης» του καθεδρικού συμβουλίου της Παναγίας των Παρισίων απέκτησε διακοσμητικό ρόλο. Ωστόσο, σε αλλά πανεπιστήμια ο πρύτανης εξακολούθησε να έχει τον πρώτο λόγο.
Πολλά έχουν γραφτεί για τη διάκριση μεταξύ των «πανεπιστημίων» των καθηγητών στη βόρεια Ευρώπη και των πανεπιστημίων των φοιτητών στον Νότο, αλλά η αντίθεση είναι επιφανειακή και όχι ουσιαστική. Μολονότι στα μέσα του 11ου αιώνα υπήρχε σχολή ελευθέριων τεχνών στην Μπολόνια, η κορυφαία σχολή για νομικές σπουδές μόνο τον 13ο αιώνα ενσωματώθηκε στο πανεπιστήμιο. Επομένως, οι φοιτητές νομικής στην Μπολόνια, που είχαν διδαχτεί τις ελευθέριες τέχνες εκτός πανεπιστημίου, ήταν απλοί σπουδαστές στις ανώτατες σχολές του κανονικού ή του αστικού δικαίου ή και των δύο. Έτσι, η ένωσή τους στρεφόταν αποκλειστικά κατά των καθηγητών της νομικής, που οι περισσότεροι ήταν δικηγόροι με ιδιωτική πελατεία στην Μπολόνια, και επομένως η διδασκαλία ήταν γι' αυτούς πάρεργο. Οι καθηγητές στο Παρίσι όριζαν το πρόγραμμα και τα πρότυπα διαγωγής για κάθε σχολή, και το ίδιο έκαναν οι φοιτητές στην Μπολόνια, οι οποίοι, ως προς την ηλικία και την κατάρτιση, ήταν ισότιμοι με τους καθηγητές του Παρισιού. Ανάγκαζαν τους καθηγητές να συμμορφώνονται με κανόνες τόσο αυστηρούς που θα τους ζήλευε κάθε σημερινός φοιτητής. Για να εγκαταλείψουν την Μπολόνια, οι καθηγητές έπρεπε να καταβάλουν χρηματική εγγύηση. Αν δεν έκαναν τις καθορισμένες παραδόσεις ή αν δεν κατάφερναν να καλύψουν την ύλη με τον καθορισμένο τρόπο, κατέβαλλαν πρόστιμο. Η κατάσταση βελτιώθηκε μόνο όταν οι δημοτικές αρχές της Μπολόνιας δημιούργησαν κάποιες έμμισθες θέσεις καθηγητών στα τέλη του 13ου αιώνα. Μολονότι μέχρι και τον 14ο αιώνα οι θέσεις αυτές συμπληρώνονταν ύστερα από ψηφοφορία των σπουδαστών, ο σπουδαστικός έλεγχος στην Μπολόνια ουσιαστικά έληξε το 1400.
Το 1200 η Ευρώπη είχε τέσσερα αναγνωρισμένα πανεπιστήμια (από εδώ κι εμπρός χρησιμοποιούμε τη λέξη με τη σημερινή της σημασία). Το πανεπιστήμιο του Παρισιού ήταν το μεγαλύτερο, και ακολουθούσαν τα πανεπιστήμια της Μπολόνιας, της Οξφόρδης και του Σαλέρνου. Καθένα από αυτά, με εξαίρεση την Οξφόρδη, προσείλκυε διεθνή πελατεία. Το 1209 ιδρύθηκε το πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ από την απόσχιση καθηγητών της Οξφόρδης. Αυτά τα δύο παρέμειναν τα μοναδικά αγγλικά πανεπιστήμια μέχρι τη σύγχρονη περίοδο, αν και αναπτύχθηκαν εκπληκτικά με την προσθήκη κολεγίων. Όσο αργά όμως και αν εξαπλώθηκε το κίνημα των πανεπιστημίων στην Αγγλία, τόσο ραγδαία εξελίχθηκε κατά τον 13ο αιώνα στην Ιταλία και τη Γαλλία. Τον 13ο αιώνα ιδρύθηκαν σε ιταλικές πόλεις αρκετά πανεπιστήμια από σπουδαστές που είχαν αποσκιρτήσει από την Μπολόνια. Το πρώτο ιδρύθηκε στην Πάδουα το 1222. Λειτούργησε μόνον έξι χρόνια και επανασυστήθηκε το 1260, όταν οι αρχές της πόλης προσείλκυσαν με ευνοϊκούς όρους τους καθηγητές. Αρχικά ήταν νομική σχολή, και μόνο κατά τα τέλη του 14ου αιώνα διαχωρίστηκαν οι σχολές των ελευθέριων τεχνών και της ιατρικής από τη νομική. Στη Φλωρεντία ιδρύθηκε το 1321 ένα πανεπιστήμιο, στηριγμένο στο πρότυπο της Μπολόνιας, και επανιδρύθηκε το 1348. Φημιζόταν κυρίως για τις ανθρωπιστικές του σπουδές, ιδίως αφότου ιδρύθηκε εκεί μια έδρα ελληνικών γύρω στο 1400. Αλλά η φήμη της Φλωρεντίας ως πολιτιστικού κέντρου οφείλεται στην πατρωνεία των τεχνών εκ μέρους των ιδιωτών και όχι στις δραστηριότητες των πανεπιστημιακών λογίων της. Το πανεπιστήμιο της Νεάπολης ιδρύθηκε το 1224 από τον Φρειδερίκο Β', παράκμασε με το θάνατό του και επανιδρύθηκε το 1266 από τον πάπα και τον Κάρολο d' Anjou. Οι πάπες ίδρυσαν στη Ρώμη δύο πανεπιστήμια που τελικά συγχωνεύθηκαν σε ένα.
Μετά το 1300 οι πανεπιστημιακές σπουδές αναπτύχθηκαν θεαματικά. Το 1300 είχαν πια ιδρυθεί γύρω στα 20 πανεπιστήμια, ενώ ως το 1500 ο αριθμός τους είχε φτάσει τα 79. Τα περισσότερα είχαν ιδρυθεί από δήμους ή άλλες δημόσιες αρχές. Το πρώτο πανεπιστήμιο στη Γερμανική αυτοκρατορία ιδρύθηκε στην Πράγα το 1347 από τον Κάρολο Δ', αυτοκράτορα της Γερμανίας και βασιλιά της Βοημίας. Το πανεπιστήμιο της Βιέννης ιδρύθηκε το 1365 από τον Αψβούργο δούκα Ροδόλφο Δ' της Αυστρίας, τον κορυφαίο πολιτικό αντίπαλο του Καρόλου Δ' στη νότια Γερμανία. Ακολούθησε η ίδρυση του πανεπιστήμιου της Χαϊδελβέργης το 1386, της Κολονίας το 1388 και της Ερφούρτης το 1392. Τα πανεπιστήμια της Πράγας και της Βιέννης ήταν οργανωμένα σύμφωνα με το παρισινό πρότυπο, με την προσθήκη βασιλικών κολεγίων και βιβλιοθηκών. Πανεπιστήμια ιδρύθηκαν επίσης και στην ανατολική Ευρώπη, με πρώτα της Κρακοβίας το 1364 και της Βούδας το 1389. Η φοιτητική ζωή Η φύση του προγράμματος σπουδών και ο τρόπος διδασκαλίας σήμαιναν ότι οι φοιτητές περνούσαν πολλά χρόνια σπουδάζοντας στο πανεπιστήμιο. Οι περισσότεροι άρχιζαν τις πανεπιστημιακές τους σπουδές σε ηλικία δεκαπέντε περίπου ετών. Αν και κανονικά έπρεπε να διδάσκονται από διάφορους ειδικούς, υπεύθυνος για τους νεαρούς φοιτητές ήταν ένας από τους ανώτερους καθηγητές. Καθώς άνοιγαν όλο και περισσότερες σχολές που κάλυπταν τη στοιχειώδη διδασκαλία των λατινικών, περιορίστηκε ο χρόνος για τη διδασκαλία της γραμματικής και της ρητορικής στα πανεπιστήμια, αλλά αυξήθηκε ο χρόνος διδασκαλίας της λογικής. Η διδασκαλία ήταν προφορική. Ο καθηγητής διάβαζε μεγαλοφώνως σχετικά χωρία από τα επίσημα κείμενα και μετά τα σχολίαζε. Οι συζητήσεις επικεντρώνονταν κυρίως στο μάθημα της λογικής και διεξάγονταν με τη διαλεκτική μέθοδο, δηλαδή με την αντιπαράθεση φαινομενικά αντικρουόμενων πηγών, με τελικό σκοπό να επιτευχθεί μια σύνθεση. Συνήθως οι φοιτητές ανέθεταν σε έναν συμφοιτητή τους να κρατά σημειώσεις από την παράδοση, μετά την οποία κατέληγαν στην ταβέρνα όπου τις απομνημόνευαν και επιδίδονταν και σε άλλες δημιουργικές δραστηριότητες. Ύστερα από τέσσερα ή πέντε χρόνια, ο φοιτητής ένιωθε επαρκώς καταρτισμένος ώστε να δώσει τις πρώτες προαγωγικές εξετάσεις με τις οποίες θα αποκτούσε τον τίτλο του πτυχιούχου, που αντιστοιχούσε στον τίτλο του κάλφα. Στη συνέχεια περνούσε δύο χρόνια κάνοντας «έκτακτες» ή πρόχειρες παραδόσεις τα απογεύματα —στην πραγματικότητα βοηθώντας τον επιβλέποντα καθηγητή, ο οποίος έκανε την «τακτική» παράδοση το πρωί. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου ο φοιτητής όφειλε να παρακολουθεί και να συμμετέχει στις εβδομαδιαίες «αντιλογίες» (disputatio) του καθηγητή του. Μετά από αυτό, ήταν έτοιμος να δώσει εξετάσεις για να γίνει «μάστορας» (master), οι οποίες κατέληγαν σε μια προφορική «αντιλογία». Μετά τις εξετάσεις, ο φοιτητής έπρεπε να γίνει δεκτός για διδακτορία δίνοντας μια εναρκτήρια διάλεξη ή συμμετέχοντας σε μια δημόσια συζήτηση παρουσία μιας ομάδας καθηγητών, στην οποία συγκαταλεγόταν και ο δικός του πρώην επιβλέπων καθηγητής. Αν και στη διάρκεια του 13ου αιώνα υπήρχαν άφθονοι βιβλιοπώλες γύρω από τα πανεπιστήμια και οι προχωρημένοι φοιτητές συνήθως κατείχαν τα βασικά κείμενα τα οποία μελετούσαν, η παράδοση και η εξέταση ήταν μόνο προφορικές, και ο φοιτητής έπρεπε να τεκμηριώνει τα επιχειρήματά του παραθέτοντας μακροσκελή χωρία από τις πηγές. Αν κάποιος φοιτητής περνούσε τις εξετάσεις, γινόταν «δάσκαλος των τεχνών» και μπορούσε, μεταξύ άλλων, να συνεχίσει για την απόκτηση διδακτορικού διπλώματος, να διδάξει ή να περιβληθεί το ιερατικό σχήμα.
Μέχρι τον 13ο αιώνα οι θεολογικές σπουδές διεξάγονταν κυρίως στη σχολή των τεχνών, ενώ το παραδοσιακό πρόγραμμα των ελευθερίων τεχνών είχε ολοένα και λιγότερη σχέση με ό,τι πραγματικά διδάσκονταν οι φοιτητές. Στα μέσα του ίδιου αιώνα ο υποψήφιος σπουδαστής του πανεπιστημίου έπρεπε να γνωρίζει να διαβάζει και να γράφει λατινικά. Προφανώς, η μεσαιωνική φιλοσοφία εμπεριέχει ένα ισχυρό εβραϊκό στοιχείο, αλλά τον 12ο και τον 13ο αιώνα καταβλήθηκε σημαντική προσπάθεια για την αφομοίωση της «κλασικής» παράδοσης της Ρώμης και ιδίως της αρχαίας Ελλάδας. Η ρωμαϊκή επίδραση ήταν έντονη κυρίως σε ζητήματα ύφους, καθώς η ρωμαϊκή σκέψη ήταν βασικά μίμηση της ελληνικής. Από τον Πλάτωνα και τον μαθητή (αλλά όχι μιμητή) του, τον Αριστοτέλη, προήλθαν δύο διακριτές κλασικές παραδόσεις. Με εξαίρεση ένα απόσπασμα από τον Τίμαιο, ελάχιστα έργα του Πλάτωνα ήταν από πρώτο χέρι γνωστά στη Δύση πριν από τον 13ο αιώνα. Η πλατωνική παράδοση εμφανίζεται προσαρμοσμένη από τους νεοπλατωνικούς, φιλτραρισμένη από τη θεολογία του ιερού Αυγουστίνου (βλ. Κεφάλαιο Β'). Μέχρι τον 12ο αιώνα, και σε μεγαλύτερο βαθμό έκτοτε απ' ό,τι συχνά πιστεύουμε, η μεσαιωνική θεολογία και φιλοσοφία ήταν κατ' ουσίαν πλατωνικές. Στην πράξη αυτό σήμαινε πως οι φιλόσοφοι πίστευαν ότι η υπέρτατη αλήθεια βρίσκεται πέραν του υλικού κόσμου. Η πραγματικότητα βρίσκεται στα αρχέτυπα, σε γενικές και τέλεια συγκροτημένες ιδέες ή μορφές. Ο υλικός κόσμος δεν είναι παρά μια σκιά της επέκεινα υπέρτατης πραγματικότητας, την οποία ο άνθρωπος, αιχμάλωτος της ύλης μέσα στην οποία ζει, δεν μπορεί να συλλάβει παρά μόνον αμυδρά. Το κακό είναι μια μη δημιουργημένη στέρηση· δεν υπάρχει, αλλά αντίθετα απορρέει από την αδιαφορία του ανθρώπου απέναντι στην ίδια του τη φύση, που είναι η αναζήτηση της μορφής του καλού. Ο άνθρωπος είναι μια ατελής αντανάκλαση του δημιουργού του, του Θεού, ο οποίος είναι μια άυλη και καθαρή μορφή, αλλά μια μορφή που περιέχει την εμπραγμάτωση, αν και όχι τη δυνατότητα, καθώς η τελευταία συνεπάγεται το ενδεχόμενο της αλλαγής και, επομένως, της μη τελειότητας. Η έκφραση αυτής της ιδέας στη χριστιανική θεολογία αποκαλείται «πραγματιστική» θέση επειδή οι θιασώτες της υποστήριζαν ότι οι ιδέες εμπεριέχουν μια πραγματικότητα ανεξάρτητα από την ύλη. Πριν από τον 14ο αιώνα, ελάχιστοι πρέσβευαν την αντίθετη άποψη, που ονομάζεται «ονοματοκρατία» (ή «νομιναλισμός») επειδή οι υποστηρικτές της πίστευαν ότι οι γενικές ιδέες ήταν απλά ονόματα. Το πρόβλημα εμφανίστηκε ήδη από τις αμφισβητήσεις της καρολίγγειας περιόδου γύρω από το ζήτημα της θείας ευχαριστίας. Στα τέλη του 11ου αιώνα, ο Βερεγγάριος της Τουρ, εφαρμόζοντας τις αριστοτελικές κατηγορίες της ουσίας και του συμβεβηκότος στα στοιχεία της λειτουργίας, είπε ότι εφόσον το υλικό φαινόμενο (συμβεβηκός) δεν παρουσίαζε μεταβολές και παρέμενε άρτος και οίνος, έτσι και η ουσία (η παρουσία του Χριστού) δεν μπορούσε παρά να μείνει αμετάβλητη. Ο Λάνφρανκ του Μπεκ (ο προκάτοχος του Ανσέλμου στην αρχιεπισκοπή του Καντέρμπουρυ) διατύπωσε τα επιχειρήματά του στη βάση της πραγματιστικής θέσης ότι, παρά τα φαινόμενα, τα στοιχεία της θείας λειτουργίας υφίστανται κάποιο μετασχηματισμό και μετατρέπονται σε αίμα και σώμα του Ιησού. Απέναντι σ' αυτό το φόντο ενδοακαδημαϊκών διαφωνιών γύρω από την πραγματικότητα των γενικών εννοιών, συντελέστηκε μια θεμελιώδης μετατροπή της κλασικής παράδοσης, που στάθηκε μια από τις σημαντικότερες εξελίξεις στην πνευματική ιστορία της Δύσης: η ενσωμάτωση του Αριστοτέλη σε ένα βασικά χριστιανικό πρόγραμμα σπουδών στην Ευρώπη. Στις αρχές του 12ου αιώνα ο Αριστοτέλης ήταν ακόμα λιγότερο γνωστός από τον Πλάτωνα, αλλά αυτή η κατάσταση μεταβλήθηκε ταχύτατα. Ο Πέτρος Αβελάρδος αποκαλούσε με σεβασμό τον Αριστοτέλη «ο Φιλόσοφος» και προφανώς γνώριζε τα έργα του περί λογικής, που ήταν διαθέσιμα σε λατινικές μεταφράσεις. Ωστόσο, οι μεταφράσεις αυτές προέρχονταν από αραβικές μεταφράσεις των πρωτότυπων ελληνικών κειμένων. Μεταφράσεις αριστοτελικών έργων κατευθείαν από τα ελληνικά έγιναν στα τέλη του 12ου αιώνα, ενώ μέχρι τα μέσα του 13ου αιώνα όλα τα σωζόμενα έργα του Σταγειρίτη φιλοσόφου ήταν πλέον προσιτά στα λατινικά.
Οι λατινικές εκδοχές του αριστοτελικού έργου που πρώτες έφτασαν στη Δύση συχνά κυκλοφορούσαν μαζί με τα συνοδευτικά σχόλια του Ισπανού μουσουλμάνου Αβερρόη (1126-1198), που ανέπτυξε περαιτέρω τις αριστοτελικές κατηγορίες της ύλης και της μορφής, του δυνάμει και του ενεργεία όντος, καθώς και της κίνησης. Σύμφωνα με τον Αβερρόη, η συνεχής εξέλιξη και αλλαγή του υλικού κόσμου οφείλεται σε ένα έσχατο αίτιο, που ταυτίζεται με τον Θεό. Ιδιαίτερα απεχθής στους χριστιανούς ήταν η θέση του Αβερρόη ότι η δυνάμει διάνοια του Αριστοτέλη (η ψυχή) πεθαίνει μαζί με το άτομο ως μορφή του σώματος. Αντί γι' αυτό, υπάρχει μια ενεργεία διάνοια ή ένα είδος «ανώτερης ψυχής». Ο Αβερρόης διαχώριζε τις σφαίρες της πίστης και της λογικής, πιστεύοντας πως η καθεμία υπερείχε στο δικό της πεδίο. Επομένως, δεν υπάρχει σύγκρουση μεταξύ αυτών των δύο, μια αντίληψη που δικαιολογημένα ώθησε μερικούς να ισχυριστούν ότι ο Αβερρόης κήρυττε ένα δόγμα διπλής αλήθειας. Ωστόσο, ο ίδιος ο Αριστοτέλης είχε εκφράσει ιδέες που θα μπορούσαν να γίνουν ανεπιφύλακτα δεκτές από τους χριστιανούς. Από τον δάσκαλό του Πλάτωνα είχε υιοθετήσει την αντίληψη ότι η μορφή προηγείται της ύλης· ως εκ τούτου, για παράδειγμα, ένα βελανίδι εξελίσσεται σε βελανιδιά και όχι σε χοίρο. Ο Αριστοτέλης έδινε έμφαση στον κόσμο της ύλης, τον οποίο θεωρούσε αιώνιο. Ήταν βιολόγος· αν και έγραψε για τη μεταφυσική και την πολιτική θεωρία, ο κύριος όγκος των κειμένων του αφορούσε επιστημονικά θέματα· σ' αυτά έδωσε βάρος σε μια εξελικτική προσέγγιση που ερχόταν σε έντονη αντίθεση με τη χριστιανική άποψη περί ιστορίας του ανθρώπου, η οποία υπογράμμιζε τη θεία παρέμβαση στις ανθρώπινες υποθέσεις με τη μορφή του θαύματος. Για τον Αριστοτέλη, ο Θεός γίνεται απλώς ένα πρώτο κινητήριο αίτιο («πρώτο κινούν»). Πιθανόν το πιο σοβαρό πρόβλημα να αφορούσε την επιστημολογία. Η αυγουστίνεια παράδοση, στα χνάρια του Πλάτωνα, υποστήριζε ότι η γνώση μας για τη μορφή είναι εμφυτευμένη μέσα μας από τον Θεό με τη μορφή των ιδεών. Ο άνθρωπος ερευνά τον κόσμο της ύλης με αυτό το ατελές εργαλείο, τη λογική, στηριγμένος στην προγενέστερη γνώση αυτών των μορφών. Εντούτοις, ο Αριστοτέλης υποστήριξε ότι ο άνθρωπος αποκτά γνώση, συγκαταλεγομένης και της γνώσης της μορφής, μέσω της αισθητηριακής αντίληψης και όχι χάρη σε μια έμφυτη ή εντυπωμένη στη μνήμη γνώση ή, όπως θα το διατύπωναν οι αυγουστινιανοί, μέσω της θείας φώτισης. Η Εκκλησία δεν είχε αντίρρηση να διαβάζουν οι φοιτητές της θεολογίας το αριστοτελικό έργο, επειδή τους θεωρούσε αρκετά ώριμους ώστε να κατανοήσουν τα όριά του. Ωστόσο, το 1215 ο πάπας απαγόρευσε τη διδασκαλία του Αριστοτέλη στους κατά πολύ νεότερους φοιτητές της σχολής των ελευθέριων τεχνών στο Παρίσι. Όπως ήταν φυσικό, η απαγόρευση τούς ώθησε να μελετούν αυτά τα βιβλία στον ελεύθερο χρόνο τους, και οι συνετοί λόγιοι συνειδητοποίησαν ότι στο αριστοτελικό έργο υπήρχαν πολλά στοιχεία που μπορούσαν να αξιοποιηθούν από τους χριστιανούς. Το 1255, ο πάπας Αλέξανδρος Δ' αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να αποδεχτεί τα έργα του Αριστοτέλη ως βάση του trivium. Η επίδρασή τους στο quadrivium ήταν ακόμα πιο καθοριστική. Το 1366 το πανεπιστήμιο αναθεώρησε το πρόγραμμα μαθημάτων, καθιστώντας υποχρεωτική τη γνώση όλου του σώματος του αριστοτελικού έργου για την άδεια διδασκαλίας των τεχνών. Φαίνεται ότι οι διανοούμενοι του 13ου αιώνα διαισθάνονταν ότι, με τη συνεχή επιστροφή στα κλασικά κείμενα, βρίσκονταν στο κατώφλι μιας υπέρτατης συμφιλίωσης της περίτεχνής τους εξέτασης του κόσμου της ύλης με τα προτάγματα της θρησκευτικής αποκάλυψης. Ιδίως το τάγμα των Δομικανικών τάχθηκε υπέρ του Αριστοτέλη, ίσως επειδή, ως ένα βαθμό, το ανταγωνιστικό τάγμα των Φραγκισκανών τον απέρριπτε εμφατικά. Οι Δομινικανοί έγραψαν «συστήματα» (summae), δηλαδή πραγματείες σε διαλεκτική μορφή που φιλοδοξούσαν να αποτελέσουν τις «υπέρτατες» απόψεις επί των θεμάτων που πραγματεύονταν. Ο Αλβέρτος του Λάουινγκεν, γνωστός ως Αλβέρτος ο Μέγας, ένας Δομινικανός μοναχός της Κολονίας που δίδαξε και στο Παρίσι, ήταν ένας εμπειρικός επιστήμονας ο οποίος συνέβαλε στη διάδοση του επιστημονικού έργου του Αριστοτέλη. Επίσης συνέταξε ένα Θεολογικό σύστημα, προσπαθώντας να διαχωρίσει τον Αριστοτέλη από τον Αβερρόη και να συμφιλιώσει τη μεταφυσική των Ελλήνων με τον χριστιανισμό. Ο πιο διάσημος μαθητής του Αλβέρτου ήταν ο Θωμάς από το Ακουίνο, ο άγιος Θωμάς Ακινάτης (1225-1274). Αυτός και ο ιερός Αυγουστίνος θεωρούνται οι δύο μεγαλύτεροι χριστιανοί φιλόσοφοι του Μεσαίωνα.
Γόνος μιας οικογένειας Ιταλών ευγενών, ο άγιος Θωμάς δίδαξε στα πανεπιστήμια του Παρισιού και της Νεάπολης. Στα πιο σημαντικά του έργα, το Θεολογικό σύστημα και το Σύστημα καθολικής πίστης κατά των ειδωλολατρών, ανέπτυξε μια χριστιανική φιλοσοφία ιδωμένη μέσα από τις αριστοτελικές κατηγορίες αλλά στηριγμένη στη διαλεκτική μέθοδο που περιέχεται σε πηγές αναμφίβολης ορθοδοξίας, όπως τα έργα των πατέρων της Εκκλησίας, η Βίβλος και ορισμένες αναφορές από το κανονικό δίκαιο. Ο Ακινάτης βασικά αποδεχόταν τις αριστοτελικές ιδέες της αιτιότητας στην πραγματεία του περί του κόσμου της ύλης, αλλά έπρεπε να τις τροποποιήσει προς την κατεύθυνση της διδασκαλίας του Αυγουστίνου όσον αφορά τον Θεό και την αιώνια αλήθεια. Ενστερνίστηκε την αριστοτελική διάκριση μεταξύ ουσίας και ύπαρξης (που συμπίπτουν μόνο στον Θεό), αλλά προσέθεσε ότι δεν υπάρχει ουσία δίχως ύπαρξη. Η ύλη δεν έχει ύπαρξη ανεξάρτητη από τη μορφή. Απέρριψε την αριστοτελική αντίληψη περί πολλαπλότητας των μορφών, επισημαίνοντας ότι υπάρχει μία μόνο ουσιαστική μορφή (λόγου χάρη, η ανθρωπότητα), και ότι η ύλη είναι η αρχή της εξατομίκευσης στο μεμονωμένο σώμα. Ωστόσο, το επιμέρους σαρκίο έχει και αυτό τη μορφή του, την ψυχή, που είναι αθάνατη. Ο «χριστιανικός αριστοτελισμός» του Ακινάτη δέχτηκε σφοδρές επικρίσεις ακόμα και πριν από το θάνατό του. Το 1270, δεκατρείς προτάσεις του καταδικάστηκαν ως αιρετικές από τον επίσκοπο του Παρισιού, ενώ ο Ακινάτης δεν κυρύχθηκε άγιος παρά μόνο το 1323, δηλαδή με αξιοσημείωτη καθυστέρηση για μια τόσο επιφανή προσωπικότητα. Μόνο τον 16ο αιώνα ο Ακινάτης άρχισε να αντιμετωπίζεται ως αυθεντία. Σε μεγάλο βαθμό, το πρόβλημα αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η εκκλησιαστική ιεραρχία εξακολουθεί να συσχετίζει τους χριστιανούς αριστοτελικούς με τους πιο ριζοσπάστες «Λατίνους αβερροϊστές», που υιοθετούσαν τα σχόλια του Αβερρόη στο αριστοτελικό έργο. Ο ετερόδοξος αριστοτελισμός έφτασε στο απόγειό του στο Παρίσι στα τέλη του 13ου αιώνα με το έργο του Σιγέρου της Βραβάντης και του Βοηθίου της Δακίας, που αμφότεροι δίδαξαν στη σχολή των τεχνών. Ωστόσο, κανένας από τους δύο δεν ήταν συστηματικός θεολόγος, και τα γραπτά που άφησαν είναι λίγα.
Σχεδόν όλοι οι επικριτές του Ακινάτη ήταν Φραγκισκανοί. Ο πιο επιφανής από αυτούς ήταν ο άγιος Μποναβεντούρα (1221-1274), ο γενικός μάγιστρος του τάγματος των Φραγκισκανών, τα έργα του οποίου ακολουθούν την αυγουστίνεια παράδοση. Το πιο σημαντικό του έργο ήταν τα Σχόλια στις Προτάσεις [του Πέτρου του Λομβαρδού], μαζί με αρκετές συλλογές κηρυγμάτων. Ενώ ο Μποναβεντούρα δεν αρνιόταν τη χρησιμότητα της λογικής, και μάλιστα αποδεχόταν την αριστοτελική θέση ότι η γνώση αντλείται από την αισθητηριακή αντίληψη, απεχθανόταν την τάση της υπερβολικής προβολής της σε βάρος της πίστης και του συναισθήματος. Ο νους πρέπει να έχει στην ψυχή ένα αιώνιο πρότυπο με βάση το οποίο να μετρά τα δεδομένα που εξάγονται από τις αισθήσεις, και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη θεία φώτιση. Ο Μποναβεντούρα αρνιόταν την ιδέα της αιωνιότητας της ύλης, για την οποία πίστευε ότι ερχόταν σε αντίθεση με την αποκάλυψη και περιόριζε τη θεία βούληση. Κατ' αυτόν, η ψυχή είναι μια σύνθεση ύλης και μορφής που δεν υφίσταται πριν από το σώμα, αλλά επιβιώνει μετά τη φθορά του ως μορφή του σώματος. Παραδόξως, για ορισμένους Φραγκισκανούς επιστήμονες οι αριστοτελικοί ήταν υπερβολικά εγκόσμιοι. Ο Οξφορδιανός Ροβέρτος Γκρόστεστ (περί το 1168-1253), που πέθανε ως επίσκοπος του Λίνκολν, θαύμαζε τον Αριστοτέλη και μάλιστα μετέφρασε τα Ηθικά Νικομάχεια στα λατινικά. Εντούτοις, το έργο του τονίζει τη νεοπλατωνική «μεταφυσική του φωτός», όπου το φως εξετάζεται τόσο από επιστημονική σκοπιά όσο και ως σύμβολο θείας φώτισης. Ο Γκρόστεστ πραγματοποίησε λαμπρά πειράματα στην οπτική. Ο μαθητής του Ρογήρος Βάκων (πέθανε το 1294) απέκτησε ακόμα μεγαλύτερη φήμη μέσω της υποτιθέμενης ιδιότητάς του ως μάγου, που οφείλεται στην ανησυχία της Εκκλησίας για τις απόψεις του περί αλχημείας και αστρολογίας. Η επιστημονική παράδοση συνεχίστηκε στην Οξφόρδη, που έγινε το πρώτο πανεπιστήμιο στη δυτική Ευρώπη όπου οι φυσικές επιστήμες διαχωρίστηκαν από τις θεολογικές σπουδές.
Χαρακτηριστική έκφραση του νεορωμαϊκού αρχιτεκτονικού ρυθμού του πρώιμου Μεσαίωνα είναι η βασιλική, μια επιμήκης αίθουσα με κλίτη και μια ημικυκλική αψίδα στο ένα άκρο. Από τον 4ο αιώνα σε ορισμένους ρωμαϊκούς ναούς προστίθεται ένα εγκάρσιο κλίτος, μια κάθετη προέκταση κοντά στην αψίδα, με αποτέλεσμα η κάτοψη του ναού να αποκτά σχήμα σταυρού. Οι τοίχοι ήταν βαριοί και χοντροί και είχαν λιγοστά παράθυρα. Ο «ρομανικός» ρυθμός αναπτύχθηκε γύρω στο 800 στη Λομβαρδία και μετά διαδόθηκε στον Βορρά. Ο λομβαρδικός ρομανικός ρυθμός ξέφυγε από τις βυζαντινές επιδράσεις, που ήταν χαρακτηριστικό στοιχείο της καρολίγγειας αρχιτεκτονικής, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη πιο περίτεχνης θολοδομίας. Ο ημικυλινδρικός θόλος ήταν μια ενιαία ημικυκλική καμάρα όπου η οροφή δεν στηριζόταν απευθείας σε υποστυλώματα αλλά σε όλο το μήκος του τοίχου, δημιουργώντας μια φυγόκεντρη δύναμη. Με τον καιρό ο τοίχος αντικαταστάθηκε από υποστυλώματα, και οι ημικυλινδρικοί θόλοι περιορίστηκαν στον κυρίως ναό, ενώ ξεχωριστοί θόλοι κάλυπταν τα πλευρικά κλίτη. Το σταυροθόλιο, που σχηματίζεται από την αλληλοτομή δύο ημικυλινδρικών θόλων, αντικατέστησε βαθμιαία τον ημικυλινδρικό θόλο στο μεσαίο και τα πλευρικά κλίτη. Στους γαλλικούς ναούς προστέθηκε ένας εσωτερικός περιμετρικός διάδρομος γύρω από την κόχη του ιερού. Ο δεύτερος ναός στο αβαείο του Κλουνύ, που ανεγέρθηκε στο δεύτερο μισό του 10ου αιώνα, αποτέλεσε το πρότυπο για τη διάδοση των άλλων χαρακτηριστικών του ρομανικού ρυθμού: το ημικυκλικό τόξο, τα κλίτη στον κυρίως ναό, τους πύργους στις άκρες των κλιτών, τους περιμετρικούς εσωτερικούς διαδρόμους με τα ακτινωτά παρεκκλήσια, τους πολλαπλούς κίονες ή πεσσούς και τα εγκάρσια τόξα στο υψηλότερο επίπεδο, το χαμηλό χοροστάσιο (το υπερώο με τα εν σειρά παράθυρα πάνω από το υπερυψωμένο κεντρικό κλίτος), τα σταυροθόλια πάνω από τα κλίτη και μερικές φορές μια στοά και φορητά γλυπτά. Ωστόσο, μέχρι τον 11ο αιώνα, τα ρομανικά κτίρια ήταν χαμηλά και μάλλον κοντόχοντρα, αν και συχνά είχαν μεγάλες διαστάσεις. Από τότε, σε ορισμένους ρομανικούς ναούς άρχισαν να εμφανίζονται αντηρίδες στηριγμένες σε παραστάδες οι οποίες αλληλοτέμνονταν στην οροφή, αλλά αυτό το στοιχείο αναπτύχθηκε πολύ περισσότερο στον γοτθικό ρυθμό. Ο γοτθικός ρυθμός βασίζεται σε μια σειρά αρχιτεκτονικές καινοτομίες, όπως το οξυκόρυφο τόξο και τους θόλους με νευρώσεις ή βεργία (η κατασκευή τους μοιάζει με το σταυροθόλιο αλλά έχουν ισχυρότερα υποστηρίγματα), που επιτρέπουν τη δημιουργία υψηλότερων οροφών απ' ό,τι ο ρομανικός ρυθμός, αλλά και το άνοιγμα περισσότερων παραθύρων στους εξωτερικούς τοίχους. Το οξυκόρυφο τόξο συνήθως αγκυρώνεται στα υποστυλώματα (κίονες ή πεσσοί), που διαχωρίζουν τα πλευρικά κλίτη, και όχι στους φέροντες τοίχους του κτιρίου. Έτσι, το κεντρικό κλίτος μπορούσε να έχει μεγαλύτερο ύψος από τα πλευρικά. Στα υποστυλώματα αυτά στηρίζονται θόλοι με διαγώνιες νευρώσεις που αλληλοτέμνονται στην οροφή, κατανέμοντας πιο ομαλά το βάρος της κατασκευής στους εξωτερικούς τοίχους και τα εσωτερικά πλευρικά κλίτη. Οι τοίχοι ήταν λεπτοί και είχαν πολλά παράθυρα με υαλοστάσια (βιτρό). Καθώς οι αρχιτέκτονες σχεδίαζαν όλο και ψηλότερα κτίρια, οι εξωτερικοί τοίχοι στηρίζονταν και σε «μετέωρες» ή «ελεύθερες» αντηρίδες (ή «επίστεγες»), προσαρμοσμένες σε υποστυλώματα που ήταν αγκυρωμένα στο έδαφος έξω από το κτίριο. Αυτές οι «ελεύθερες» αντηρίδες εμφανίζονται ιδίως στον περιμετρικό διάδρομο γύρω από την κόχη του ιερού, το οποίο είχε περισσότερες γυάλινες επιφάνειες σε σχέση με τη λιθοδομή απ' ό,τι οι πλευρές, και παρουσίαζε το μειονέκτημα μιας κυκλικής και επομένως κάπως φυγόκεντρης δομής, σε αντίθεση με το ορθογώνιο σχήμα των πλαϊνών τοίχων.
Η εσωτερική λογική του γοτθικού ρυθμού, με την έμφασή του στο κατακόρυφο στοιχείο και την τάση της συμφιλίωσης των αντιθέτων, έχει συγκριθεί (με την έννοια ότι είναι προϊόντα του ίδιου πνευματικού κλίματος) με τη σχολαστική μέθοδο έρευνας, όπου οι αντιθέσεις συντίθενται σε ένα αρμονικό σύνολο. Ορισμένοι θεωρούν ότι ο γοτθικός ρυθμός είναι μια συνειδητή δημιουργία του Συζέ (περί το 1081-1151), ηγουμένου του Αγίου Διονυσίου και κύριου συμβούλου των βασιλιάδων Λουδοβίκου Ϛ' και Λουδοβίκου Ζ'. Ο Συζέ μας άφησε μια έκθεση της ανοικοδόμησης του ναού του αβαείου του Αγίου Διονυσίου όπου μέσω της θεώρησης του φωτός εκφράζονται αρχές περί οικοδομικής, καθώς και περί πνευματικής ανάτασης. Ωστόσο, όπως συμβαίνει με το καθετί στην ιστορία, ο γοτθικός ρυθμός ήταν προϊόν μιας ιστορικής εξέλιξης. Ο καθεδρικός της Σανς, που χτίστηκε γύρω στο 1130, και όχι ο ναός του Αγίου Διονυσίου, είναι το πρωιμότερο ολοκληρωμένο δείγμα γοτθικού ρυθμού. Το οξυκόρυφο τόξο δεν είναι εγχώριο στοιχείο της Ιλ-ντε-Φρανς (της περιοχής του Παρισιού), αλλά δάνειο από τους μουσουλμάνους. Μεταφέρθηκε στη Γαλλία από τους Βουργουνδούς, που είχαν πολεμήσει στην Ισπανία, ενώ οι θόλοι με νευρώσεις εμφανίστηκαν αρχικά στην Αγγλία και μετά διαδόθηκαν στη Νορμανδία και από εκεί στα εδάφη των Καπετιδών. Οι τοίχοι των αγγλικών και νορμανδικών ναών συνέχισαν να είναι τόσο χοντροί που δεν χρειάστηκε να εφαρμοστούν οι νέες τεχνικές για την ελάφρυνση του βάρους τους, οι οποίες έτσι έφτασαν στην πληρέστερη ανάπτυξή τους στην Ιλ-ντε-Φρανς.
Υπάρχουν αρκετές διακριτές παραλλαγές του γοτθικού ρυθμού. Οι ναοί του βασιλείου των Καπετιδών, με χαρακτηριστικά δείγματα τους καθεδρικούς του Παρισιού, της Λαν, της Σουασσόν και αργότερα της Μπουρζ, έχουν εξαμερείς θόλους και μια στοά πάνω από τα πλευρικά κλίτη. Χαρακτηριστικοί είναι επίσης οι δυο πύργοι σε κάθε πλευρά της κύριας όψης και ένας διπλός περιμετρικός διάδρομος στο ιερό βήμα. Οι ναοί του βόρειου γαλλικού γοτθικού ρυθμού, με εξαίρεση μερικούς καθεδρικούς, συχνά δεν είχαν εγκάρσιο κλίτος. Αναπτύσσονταν σε τέσσερις ορόφους, αλλά μερικές φορές οι πάνω όροφοι συμπτύσσονταν σε εξώστες. Στο βασίλειο των Πλανταγενετών εμφανίζεται μια άλλη παραλλαγή του γοτθικού ρυθμού. Αν και εδώ χρησιμοποιήθηκε ο θόλος με νευρώσεις, η συνολική εικόνα των καθεδρικών ναών της Ανδηγαυίας και του Πουατού πλησιάζει περισσότερο τον ρομανικό ρυθμό επειδή οι ναοί είναι χαμηλοί και πλατείς. Στη Βουργουνδία, υπό την επίδραση των Κιστερκιανών, γεννήθηκε ένας τρίτος γοτθικός ρυθμός, με έμφαση στη λιτότητα της γραμμής και την εξάλειψη του γλυπτού διακόσμου, του διπλού περιμετρικού διαδρόμου και του τριφόριου. Κατά τον 13ο αιώνα, η απλότητα εγκαταλείπεται και οι γραμμές γίνονται πιο καμπύλες και περίτεχνες. Ήταν επόμενο οι αρχιτεκτονικοί ρυθμοί να μεταβληθούν κατά τον 13ο αιώνα. Η αλλαγή αυτή οφείλεται στην αύξηση του ύψους που εξασφαλίζεται με τις ελεύθερες αντηρίδες. Οι καθεδρικοί της Σαρτρ (άρχισε το 1194), της Ρενς (άρχισε το 1210), της Παναγίας των Παρισίων (άρχισε το 1165 και τροποποιήθηκε το 1230) και της Αμιένης (άρχισε το 1220) θεωρούνται τα λαμπρότερα γοτθικά οικοδομήματα. Τα παράθυρα έγιναν πιο πλατιά και ψηλά και κοσμούνταν με εξαίσια υαλογραφήματα, ένα από τα πιο λαμπρά επιτεύγματα της δυτικής τέχνης. Το μεσαίο κλίτος απέκτησε μεγαλύτερο ύψος καθώς οι εγκάρσιοι θόλοι εξασφάλιζαν ακόμα πιο ομαλή κατανομή του βάρους, αλλά οι θόλοι ήταν τετραμερείς αντί για εξαμερείς. Τα μεσαία κλίτη απέκτησαν εκπληκτικό ύψος. Διαφορετικές στέγες κάλυπταν το κεντρικό και τα πλευρικά κλίτη. Τα πλευρικά παρεκκλήσια, που δεν εμφανίζονταν συχνά τον 12ο αιώνα, έγιναν πιο διαδεδομένα τον 13ο. Η κατασκευή απλοποιήθηκε στον κυρίως ναό με το χαμηλό τριφόριο ως δεύτερο όροφο και μια γαλαρία ως τρίτο. Οι ναοί του Μπωβαί και του Σαιντ-Σαπέλ στο Παρίσι, που ανεγέρθηκαν κάπως αργότερα, ανήκουν στον «ακτινωτό» ρυθμό. Στις αρχές του 14ου αιώνα, ο αγγλικός γοτθικός ρυθμός, που ξεχωρίζει από τον γαλλικό κυρίως λόγω της έμφασής του στους κάπως τετράγωνους καθεδρικούς και την κεντρική σπείρα παρά στους πύργους στην πρόσοψη και τα εγκάρσια κλίτη, είχε αποκτήσει πλούσια διακόσμηση —ο «διακοσμημένος» ρυθμός, όπως τον αποκαλούν οι ιστορικοί της τέχνης ή ο «φλογόμορφος», όπως αναπτύχθηκε στη Γαλλία. Αυτός ο ρυθμός διακρίνεται για τον πλούσιο αρχιτεκτονικό του διάκοσμο, αλλά η αλλαγή δεν είναι απλώς διακοσμητική, καθώς οι νευρώσεις εξελίσσονται σε ένα περίτεχνο δίκτυο από ευθείες και καμπύλες γραμμές. Το τριφόριο εξαφανίστηκε και επικράτησε μια διώροφη κατασκευή. Ωστόσο, το συνολικό αποτέλεσμα εκφράζει περισσότερο αρχιτεκτονική δεξιοτεχνία παρά οργανική ενότητα. ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Israel Abrahams, Jewish Life in the Middle Ages, Φιλαδέλφεια, Jewish Publication Society of America, 1911. Warren O. Ault, Open-Field Farming in Medieval England: A Study of Village ByLaws, Νέα Υόρκη, Barnes & Noble, 1972. H. S. Bennett, Life on the English Manor, Cambridge, Cambridge University Press, 1960. John F. Benton (επιμ.), Self and Society in Medieval France: The Memoirs of Abbot Guibert of Nogent (1064-c. 1125), Νέα Υόρκη, Harper & Row, 1970. Maurice Beresford, New Towns of the Middle Ages: Town Plantation in England, Wales and Gascony, Νέα Υόρκη, Praeger, 1967. Anthony Black, Guilds and Civil Society in European Political Thought from the Twelfth Century to the Present, Ithaca, Νέα Υόρκη, Cornell University Press, 1984. J. L. Bolton, The Medieval English Economy, 1150-1500, Totowa, Νέα Ιερσέη, Rowman & Littlefield, 1980. Christopher Ν. L. Brooke, με τη συνεργασία του Gillian Keir, London 800-1216: The Shaping of a City, Berkeley/Los Angeles, University of California Press, 1975. W. F. Butler, The Lombard Communes: A History of the Republics of North Italy, Westport, Conn., Greenwood Press, 1969, ανατύπωση της έκδοσης. T. Fischer Unwin, 1906. —The Cambridge Economic History of Europe, επιμ. M. M. Postan κ.ά., I: The Agrarian Life of the Middle Ages, 2 1966· II: Trade and Industry in the Middle Ages, 2 G. G. Coulton, Medieval Panorama: The English Scene from Conquest to Reformation, Νέα Υόρκη, Meridian Books, 1955. 1987· III: Economic Organisation and Policies in the Middle Ages, 1965, όλα Cambridge, Cambridge University Press. —From St. Francis to Dante: Translations from the Chronicle of the Franciscan Salimbene (1221-88), ανατύπωση, Φιλαδέλφεια, University of Pennsylvania Press, 1972. H. C. Darby (επιμ.) A New Historical Geography of England before 1600, Cambridge, Cambridge University Press, 1976. Georges Duby (επιμ.), A History of Private Life: II. Revelations of the Medieval World, μτφρ. Arthur Goldhammer, Cambridge, Mass., Belknap Press of Harvard University Press, 1988. Edith Ennen, The Medieval Town, Amsterdam, North Holland, 1978. Galbert of Bruges, The Murder of Charles the Good, Count of Flanders, μτφρ. και εισαγωγή James Bruce, Νέα Υόρκη, Harper & Row, 2 Bruce Ε. Gelsinger, Icelandic Enterprise: Commerce and Economy in the Middle Ages, Columbia, SC, University of South Carolina Press, 1981. 1967. Frances & Joseph Gies, Marriage and the Family in the Middle Ages, Νέα Υόρκη, Harper & Row, 1987. Jean Gimpel, The Medieval Machine: The Industrial Revolution of the Middle Ages, Νέα Υόρκη, Holt.Rinehart and Winston, 1976. S. D. Goitein (επιμ. και μτφρ.), Letters of Medieval Jewish Traders, Princeton, Princeton University Press, 1973. André E. Guillerme, The Age of Water: The Urban Environment in the North of France, AD 300-1800, College Station, Texas, Texas A+M University Press, 1988. Gerald A. J. Hodgett, A Social and Economic History of Medieval Europe, Λονδίνο, Methuen, 1972. Paul M. Hohenberg/Lynn Hollen Lees, The Making of Urban Europe, 1000-1950, Cambridge, Mass., Harvard University Press, 1985. George C. Homans, English Villagers of the Thirteenth Century, Cambridge, Mass., Harvard University Press, 1941. J. Κ. Hyde, Society and Politics in Medieval Italy, Νέα Υόρκη, St. Martin's Press, 1973. Robert S. Lopez/Irving W. Raymond (επιμ. και μτφρ.), Medieval Trade in the Mediterranean World: Illustrative Documents, Νέα Υόρκη, W. W. Norton, 1955. Achille Luchaire, Social France of the Time of Philip Augustus, Νέα Υόρκη, Henry Holt & Co, 1912, ανατύπωση με εισαγωγή του John W. Baldwin, Νέα Υόρκη, Harper & Row, 1967. Gino Luzzatto, An Economic History of Italy from the Fall of the Roman Empire to the Beginning of the Sixteenth Century, μτφρ. Philip Jones, Λονδίνο, Routledge & Kegan Paul, 1961. Edward Miller/John Hatcher, Medieval England: Rural Society and Economic Change, 1086-1348, Λονδίνο, Longman, 1978. Michel Mollat, The Poor in the Middle Ages: An Essay in Social History, μτφρ. Arthur Goldhammer, New Haven, Yale University Press, 1986. John H. Mundy/Peter Riesenberg, The Medieval Town, Princeton, D. Van Nostrand, 1958. Henri Pirenne, Economic and Social History of Medieval Europe, Νέα Υόρκη, Harcourt Brace, 1957. —Early Democracies in the Low Countries: Urban Society and Political Conflict in the Middle Ages and the Renaissance, Νέα Υόρκη, Harper & Row, 1963. Colin Platt, Medieval Southampton: The Port and Trading Community, AD 1000-1600, Λονδίνο, Routledge & Kegan Paul, 1973. —Medieval England: A Social History and Archaeology from the Conquest to 1600 A.D., Νέα Υόρκη, Charles Scribner's Sons, 1978. —The English Medieval Town, Λονδίνο, Granada Publishing, 1979. M. M. Postan, The Medieval Economy and Society: An Economic History of Britain in the Middle Ages, Harmondsworth, Penguin Books, 1975. Susan Reynolds, An Introduction to the History of English Medieval Towns, Οξφόρδη, Clarendon Press, 1977. Josiah Cox Rüssel, Late Ancient and Medieval Population, Φιλαδέλφεια, Transactions of the American Philosophical Society 43, αρ. 3, 1958. —Medieval Regions and Their Cities, Bloomington, Indiana University Press,1972. Peter Spufford, Money and its Use in Medieval Europe, Cambridge, Cambridge University Press, 1988. Sylvia L. Thrupp, Change in Medieval Society, Νέα Υόρκη, Appleton-Century-Crofts, 1964. J. Z. Titow, English Rural Society 1200-1350, Νέα Υόρκη, Barnes & Noble, 1969. Daniel Waley, The Italian City-Republics, Λονδίνο, Longman, 2 1988

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου